Σηκώνομαι, τινάζω το χιόνι από το παντελόνι μου, κατηφορίζω την πλαγιά του λόφου, βγαίνω στο οδόστρωμα. Περπατάω προσεκτικά· απόψε, κάθε βήμα μετράει, όπως και φέτος, κάθε λέξη πονάει. The year of the red snow.
Στρίβω Πυθίας περίπου έτοιμος να ενταφιάσω στα νταμάρια τις ψυχροπολεμικές αιθεροβασίες μου. Rather sooner than later, προσεδαφίζομαι στην πραγματικότητα· γλυστρώ στο παγωμένο πεζοδρόμιο ώστε να γκελάρει το βλέμμα μου σε μία πινακίδα που πρόσφατα καρφώθηκε στον εξωτερικό τοίχο που περιφράσσει το Μετόχι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας & Πάσης Αφρικής - ανακοινώνει τη δημιουργία πολιτιστικού κέντρου πολυεθνικού χαρακτήρα που έχει ως σκοπό να βοηθά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, Μέγας Δωρητής Stavros Niarchos Foundation.
«Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αποκαλείται «δευτερόθρονο» γιατί έρχεται, στην κατάταξη των Εκκλησιών, αμέσως μετά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η δικαιοδοσία του απλώνεται σε ολόκληρη την Αφρική και έχει χαρακτήρα κατεξοχήν ιεροποστολικό. Μετά την φυγή των περισσοτέρων Ελλήνων της Αιγύπτου και την μείωση της ελληνικής διασποράς σε χώρες όπως η Νότια Αφρική, το ποίμνιό του σήμερα αποτελούν κατά κύριο λόγο Αφρικανοί που προσέρχονται στην ορθόδοξη πίστη. Έτσι ήταν μέχρι πρόσφατα τα πράγματα – τα οποία αλλάζουν άρδην μετά την απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας να συγκροτήσει Εξαρχία Αφρικής. Οι σημερινές εξελίξεις όχι μόνον αποτελούν αποτέλεσμα του ουκρανικού αυτοκέφαλου, αλλά, μάλιστα, είναι ξεκάθαρο πως η ρωσική πλευρά αντιγράφει στην Αφρική τη μεθοδολογία αλλά και την επιχειρηματολογία που ακολούθησε το Φανάρι στην Ουκρανία.»[1]
Φως φανάρι· βαθιά μέσα στα άδυτα της αλεπότρυπας προετοιμάζεται η επιχείρηση "Guardians of the Bear" με στόχο τη μεταγραφή των έγχρωμων μπόμπιρων της Κυψέλης από το Πατριαρχείο στην Εξαρχία.
«Δεν ακούει κανείς, δεν ξυπνάει κανείς
Μόνο οι καρδιές μας ηχούν και τίποτε άλλο
Ήρθε ο καιρός να μου πεις, είναι καιρός να μου πεις
Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη φρίκη των άλλων
Δεν μιλάει κανείς, δεν απαντάει κανείς
Σκιές βουβές υπνοβατούν πάνω στον πάγο
Ήρθε ο καιρός να μου πεις, είναι καιρός να μου πεις
Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη φρίκη των άλλων»
Τίποτε δεν γυρεύουμε· όμως η φρίκη, ορθόδοξη καθολική ή προτεσταντική, δε κάνει διακρίσεις μεταξύ πιστών και απίστων.
Λίγο πριν παγώσει, έπειτα από τα γυμνά μου δάχτυλα, και η καρδιά μου, προσγειώνομαι, ελαφρά ανακουφισμένος, στη νέα Αθηναϊκή καθημερινότητα της μανούρας. Μεσήλιξ νοσταλγός της εποχής της επικήρυξης των νέων στις πλατείες τα βάζει με δυο έφηβους δημιουργούς εφήμερης παγωμένης τέχνης του δρόμου – ένα σκυλάκι, ένα παιδάκι, μία μητέρα και μια καρέκλα άδεια από πατέρα, εν προκειμένω.
«Είναι ωραίο τώρα αυτό που κάνετε; Δεν βλέπετε ότι κλείνετε το δρόμο;» κάνει την κρίση του χιονιά ευκαιρία, αναζητεί την στήριξη μου στην προσπάθεια του να επιβάλλει την τάξη.
«Πιάνουν τα χέρια τους όμως... έχουν φτιάξει και σκυλάκι, μα είναι υπέροχο!» απαντώ ενώ φωτογραφίζω, τρέπεται σε μουρμουριστή φυγή.
Είχα κάτσει με τη νεολαία· όφειλα να μοιραστώ λίγη σοφία βγαλμένη απ’ τη ζωή: «είναι κάποιοι που γκρινιάζουν απλά για να γκρινιάζουν» πετάω την ατάκα με εύθραστη σοβαρότητα, γίνεται δεκτή με μια μίξη από γνήσια έκπληξη και απαλή ειρωνία - approval rating γύρω στο 70-75%.
«Καθίστε στην καρέκλα να σας βγάλουμε φωτογραφία».
«Εγώ γιατί να καθίσω; Εσύ θα κάτσεις που είσαι ο δημιουργός, θα σε βάλω και στο ίνσταγκραμ!»
Κάθεται, χαμογελά, the rest is memory.
Δύο στενά πιο κάτω, ένας απόκοσμος χιονάνθρωπος αναστήματος ανάλογου ενός μπασκετμπολίστα που αγωνίζεται ως «τριαροτεσσάρι» τροφοδοτεί τους περαστικούς με τα αναγκαία υλικά της κατασκευής μιας ιστορίας που προκύπτει ξεχωριστή κάθε φορά με την εξαίρεση όσων παρακολούθησαν και τις οκτώ σεζόν του Game of Thrones και εκείνους που πιστεύουν πως η ιστορία διδάσκεται στο Λύκειο·
καθένας με την τύφλα του: στον κοκκινωπό κορμό του σώματος του χιονάνθρωπου βλέπω το αίμα της κότας του Άραβα πρόσφυγα της οδού Εφέσου, χοροπηδούσε πρόσφατα σ’ ένα στρωμένο με μωσαϊκό μπαλκόνι του τρίτου ορόφου, κλάπηκε και θυσιάστηκε από Νιγηριανούς, καθαγίασαν την πράξη τους με κομμένα κλαδιά λεύκας που απόθεσαν στα πόδια του, ιερή τελετουργία της φυλής Ίγκμπο, οι ρίζες της χάνονται στα βάθη της προφορικής ιστορίας των μελών της, proud unapologetic πολυθεϊστές, mushrikūn με το γράμμα του νόμου του Ισλάμ, ειδωλολάτρες δηλαδή, εξού και αναγνωρίζουν, όπως κι εγώ, πίσω από το παγωμένο προσωπείο του χιονάνθρωπου, την Πυθία. Ζητάω χρησμό.
«Πηγαίνω πεδίο του Άρεως. Τι λες;»
«Ζακέτα να πάρεις».
Αποχωρώ μπερδεμένος, «μωρή μύστι, πάρε ένα πορτοκάλι», δεν είμαι πια σκασμένος, το ‘χε το δίκιο του λοιπόν ο Μεγαλέξανδρος!
***
Location: Mars Field.
Time: 17:11
The State of Being: Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Κάνει ψύχρα, Ψυχρός και ο Πόλεμος, παγώνω, γίνομαι χιονάνθρωπος. Και η Πυθία, τελικά, δίκιο είχε.
I could have died for beauty; but wasn’t scarce.
No comments:
Post a Comment