«Δεν έζησα τη ζωή μου, δούλεψα πολύ, σκεφτόμουν όσους πεινούσανε...»
προσφέρει απλόχερα τους τίτλους της ταινίας της ζωής της η κυρία Ελπίδα,
μία μόλις μέρα έπειτα από το τέλος μιας κακοκαιρίας που βάπτισαν "Ελπίδα", που φαινόταν να την έχει χάσει ο πενηντάρης κύριος που πουλούσε τομάτες στην λαϊκή της Δευτέρας στην Στεφάνου Βυζαντίου,
«η ζωή είναι ωραία!» τον ενθάρρυνε πελάτης εξηντάρης δίχως να τον πατρονάρει,
«η ζωή είναι ωραία αν έχεις λεφτά... δεν έχω γκόμενα... αν δεν έχεις λεφτά, δεν έχεις γκόμενα, πως να ‘ναι ωραία η ζωή...»
«ελπίδα να ‘χεις»,
«τι ελπίδα... εγώ δεν είμαι Αλέξης, την ελπίδα την πήδηξε ο Αλέξης...»
με ταξίδεψε, η πικρόχολη ατάκα του, στην πλατεία Ομονοίας, Ιανουάριος του 2015, τότε άκουσα τον μετέπειτα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα (αγκαλιά με τον Pablo Iglesias, αρχηγό των Podemos, αποσύρθηκε από την πολιτική έπειτα από την αποτυχία του κόμματος του στις εκλογές του 2021) να υπόσχεται πως «Η Ελπίδα Έρχεται»,
όσο για την δική μου, την συγκαιρινή, ελπίδα, θα μπορούσε να αποκτήσει μακριά καστανά μαλλιά, κόκκινο κραγιόν σε ένα μεγάλο στόμα, αμυγδαλωτά καφέ μάτια και μια Μεσογειακή νηνεμία στην έκφραση του προσώπου της εγγονής της κυρίας Ελπίδας, θέλησε να μου την προξενέψει «με προίκα, σπίτι και οικόπεδο»·
εις μάτην, δεν μ’ εμπνέουν Ελληνίδες.
Επέστρεφε από το νοσοκομείο, η κυρία Ελπίδα, Κυψελιώτισα τα τελευταία εξήντα χρόνια, κρατώντας ακτινογραφίες και εξετάσεις για μια αδύναμη πλέον καρδιά, ήταν τυλιγμένη με ζακέτες και μπουφάν, τρία τον αριθμό.
Αποπροσανατολισμένη, στην μέση του δρόμου, ζητάει να την συνοδέψω σπίτι της, έμενε κοντά, στο επόμενο στενό, με κίνηση ματ, δηλαδή αγκαζέ, κλείδωσε τη νίκη της χωρίς να αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία της στιγμιαίας αμφιταλάντευσης μου.
Έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της, στον 6ο όροφο μιας τυπικής Αθηναϊκής πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’80, αναρωτιέμαι προς στιγμήν τι πρόκειται να συναντήσω, αν θα εισέλθω δηλαδή στα ενδότερα της μοναξιάς μιας γυναίκας του κέντρου της πόλης που βρίσκεται στην τρίτη ηλικία·
κι όμως, το διαμέρισμα της έλαμπε από φως, μοσχοβολούσε καθαριότητα, εξοπλισμένο κατά το ήμισυ με έπιπλα καινούργια, τα υπόλοιπα vintage, μνήμες μιας εποχής που αναβιώνει στο Retronion στην οδό Μεγίστης.
Κάθεται στον καναπέ του σαλονιού της, μου δείχνει την πολυθρόνα απέναντι, συνεχίζει να φορά τα μεγάλα γυαλιά ηλίου μάρκας Ιταλικής με τα οποία την είχα συναντήσει, της είχαν μείνει από το stock του μαγαζιού με ρούχα που διατηρούσε στην Φωκίωνος, έκλεισε προ εικοσαετίας· μικροκαμωμένη με κοντά μαλλιά, oγδόντα δύο ετών, με βραχνή πολύ φωνή, τύφλα να ΄χει η Bacall Lauren, πασχίζει να βάλει τα λόγια της, το στόρυ της, σε μια σειρά. Ανάβει τσιγάρο.
«Με λέγανε «αστέρι», Βίκυ Αστέρη, με πέρναγαν για ηθοποιό, μ’ άρεσε και τραγούδαγα στο μαγαζί...»,
«τραγουδάω που και που στον δρόμο»,
«πού;»
«στο μπάνιο στο μπάνιο...»,
επιμένει, δεν ακούει, πιάνει τα γκομενικά:
- «άμα χωρίζεις, βρωμάει το πράγμα, αν την ξαναμαζέψεις, το ίδιο και χειρότερα θα ‘ναι»,
- «την έστειλες στο διάολο, καλά την έκανες...»
- «δεν πιστεύω να ‘σαι καψούρης, μην τα ξαναφτιάξεις μαζί της, όταν χαλάει δρόμο δρόμο δρόμο...»
- σου έφαγε όλα τα λεφτά ε; τα πήρε όλα και έφυγε και σε άφησε ταπί...»,
καταθέτει τις αλήθειες της περί των δεινών του έρωτα, του χωρισμού, δίχως κάποιο ίχνος της ατομικής μου προϊστορίας, κι έπειτα μου δίνει ραντεβού Φωκίωνος για καφεδάκι ώστε «να θυμηθεί τα νιάτα της», γεμίζει τα χέρια μου με καραμέλες ευκάλυπτου που βούτηξε από το νοσοκομείο, «ευχαριστώ, θα πάρω μία», «όχι θα τις πάρεις όλες, θα τις έχεις στην τσέπη σου, να μυρίζει ωραία το στόμα».
«Δεν σου ‘πα για την Λιάνη, πετάει το βυζί μπροστά στην Μαργαρίτα στο αεροπλάνο και την ερωτεύτηκε ο τίποτας, και του παίζει τέτοιο κόλπο...» αλλάζει όμως γρήγορα θέμα, το κουβάρι της μνήμης της φτάνει στον ξάδερφο της μάνας της, παραγωγό της τηλεόρασης, Θάνο Χρυσοβέργη, που είχε έναν αδερφό που σφάχτηκε Φωκίωνος Νέγρη, μπήκε στη μέση ενός μαφιόζικου καυγά ως ειρηνοποιός («πρόσεξε μην μπεις ποτέ στη μέση»), που «έκλεψε την γκόμενα», ο Θάνος, του Αλέκου Σακελλάριου, την Νίκη Λινάρδου·
η κυρία Ελπίδα θα κάνει μια παύση στον μονόλογο της,
αδόκητο, αθέλητο, πάντοτε awkward το ταξίδι στον χωροχρόνο του σπιτιού της παιδικής ηλικίας, μπροστά από μια Sony εν προκειμένω να αναμεταδίδει Star: Καλώς ήρθε το δολλάριο.
No comments:
Post a Comment