Οι ταινίες. Δεν είναι ότι τις βαρέθηκα, ούτε ότι τις είδα όλες. Είναι που μου φαίνονται αφόρητα πλαστικές, η υλικότητα τους διαπερνά κάθε ίχνος της ύπαρξης μου. Τις νοιώθω σαν μια επίθεση σε οτιδήποτε ζωτικό υπάρχει μέσα μου ή, και γύρω μου, σαν άλλο φωτοστέφανο. Ο κινηματογράφος, για έναν κινηματογραφόφιλο, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από ένα φάρμακο.
Ο Woody Allen σ΄εκείνη την κουβεντούλα που είχε με τον Godard, πίσω στα 1986, έλεγε στον συνομιλητή του πως το σινεμά, ήταν το καταφύγιο του. Ο Allen, νευρωτικός και ανήσυχος καθώς ήταν, τρύπωνε στο σινεμά από νωρίς το απόγευμα και έβλεπε και ξανάβλεπε ταινίες. Κατά δήλωση του, μικρός μισούσε τον ήλιο, τον απέφευγε όσο μπορούσε. Αφηγείται λοιπόν πως θυμάται να βγαίνει από το σινεμά και να βρίσκει αντιμέτωπο τον ήλιο η λάμψη του οποίου άστραφτε στα μάτια του, κάτι το ανυπόφορο γι΄αυτόν.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά ο Νεοϋρκέζος σκηνοθέτης δεν αγαπά και πολύ τη ζωή. Παράδοξο γιατί αν μη τι άλλο την χάρηκε όσο την χαίρονται λογής λογής καλλιτέχνες που στάθηκαν τυχεροί να αρχίσουν να δημιουργούν ύστερα από την μεγαλύτερη δεκαετία του αιώνα που πέρασε, τα Sixties. Χώρια τις γυναίκες λοιπόν, χώρια και το μεγάλο του breakthrough με τον έρωτα του με τη θετή του κόρη, ο Allen τα έβρισκε ανέκαθεν σκούρα με τη ζωή.
Σαν κάθε κωμικός που σέβεται τον εαυτό του, δεν αγκάλιασε τη ζωή μα στάθηκε απέναντι της∙ ατενίζοντας τη, ένα μειδίαμα μονίμως σχηματίζεται στο πρόσωπο του. Αναμφισβήτητα είχε φλέβα κωμικού, οι ταινίες του ήταν πραγματικά αστείες. Αυτό, έως ότου μπούχτισε∙ οι κωμικοί είτε μπουχτίζουν τόσο ώστε σταματάνε να είναι αστείοι καθώς τίποτα δεν τους φαίνεται πια αστείο μα μάλλον θλιβερό και μονότονα επαναλαμβανόμενο, είτε απλά παύουν να είναι κωμικοί, δηλαδή αστείοι.
Ο Woody Allen, δεν υπάρχει αμφιβολία γι΄αυτό, μπούχτισε (από μια κωμική ματιά πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις πέρασε σε μια μη-ματιά αυτών των σχέσεων γνωστή με το κωδικό όνομα κομεντί). Κατά συνέπεια οι ταινίες του έγιναν άνοστες, εν ολίγοις εντελώς αδιάφορες Το πρόβλημα με τον Woody Allen, που δεν είναι πρόβλημα αλλά διαπίστωση, είναι ότι ο κύριος παράγοντας του τέλματος στο οποίο περιήλθε η εκφραστική του ικανότητα (είναι καιρός να πάψουμε να αναπαράγουμε σαχλαμαρίζουσες - φορτωμένες από τόνους ηλιθιότητας - λέξεις όπως «καλλιτεχνική», προς Θεού, ζούμε στους καιρούς του ύστερου καπιταλισμού!) είναι φυσικά η ανικανότητα του να «βλέπει», η ανικανότητα του να «διαβάζει» πράγματα και καταστάσεις που του είναι ξένα.
Δεν νομίζω να χωρά αμφιβολία ότι ο Αμερικάνος σκηνοθέτης αναπαρήγαγε μέσω του έργου του – σε εκνευριστικά επαναλαμβανόμενο ρυθμό και με μια υπερβολική νευρωτική συνέπεια – τις προσωπικές του νευρώσεις, αμφιβολίες, ανησυχίες, και λιγότερο συχνά, διαπιστώσεις και πιστεύω. Για την ακρίβεια, τα πιστεύω του δεν ήταν ποτέ ορατά, όπως και κάθε άλλου κωμικού∙ η αποδόμηση, η κατάρρευση, η γελοιοποίηση αξιών και άλλων συναφών είναι το μέλημα τους. (Ας βάλουμε μια εξαίρεση∙ ο Bill Hicks όχι απλά εξέφρασε τα πιστεύω του, ήταν ο ίδιος ένα πιστεύω ολόκληρο. Σίγουρα αυτό συνέβη με διακυμάνσεις και εσωτερικούς τριγμούς αλλά η πίστη του Αμερικάνου stand-up comedian ήταν εφάμιλλη με αυτή ενός ιεροκύρηκα, ή ενός κυνικού φιλόσοφου που τα λεφτά που κέρδιζε, τα ξόδευε το ίδιο βράδυ σε κρασί).
Χωρίς να ευθύνεται η - σχεδόν αυτιστική - νευρωτικότητα του, ο Allen είναι δίχως άλλο κοντόφθαλμος. Η οπτική του είναι μία και μοναδική, αυτή ενός μυωπικού bourgeois αστού Νεοϋρκέζου Αμερικανοεβραίου. Η άρνηση του να ταξιδεύει επί σειρά ετών δεν είναι από μόνη της επεξηγηματική ώστε να καταλάβουμε γιατί ο σκηνοθέτης δεν αντιλήφθηκε ποτέ του την έννοια της ετερότητας, δεν ένοιωσε δίπλα του τον Άλλο, δεν είχε καν πολλούς Άλλους μέσα του. Το ότι δεν ταξίδευε ποτέ του καθώς και ο άρρηκτος δεσμός του με την πόλη που έζησε, έχει να κάνει με την άρνηση του να δεχθεί τον Άλλο. Καλύτερα, με την αδιαφορία του να δει τον Άλλο.
Τα απογεύματα που περνούσε κλεισμένος στο σινεμά είναι ολόϊδια με τα απογεύματα των σημερινών πιτσιρικάδων μπροστά στην παιχνιδοκονσόλα τους. Η αίσθηση του «έξω» είναι μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο αλλά δε στέκεται εμπόδιο στην ανάλυση μας. Φαντάζει σε εμένα προφανές πως αν ο Allen είχε τόσο «έξω» όσο έχουν σήμερα οι λοβοτομημένοι πιτσιρικάδες μπροστά στις οθόνες τους, δε θα το κουνούσε ρούπι από το δωμάτιο του.
Θυμάμαι σε μια συνέντευξη του που μιλούσε για τα βιβλία. Δήλωνε λοιπόν πως βαριέται να διαβάζει λογοτεχνία και ο μόνος λόγος για τον οποίο το κάνει είναι η ανάγκη να τροφοδοτήσει τις ταινίες του με την απαραίτητη πρώτη ύλη (έμπνευση για χαρακτήρες, πλοκή κτλ). Ισχυρίστηκε πως στην εποχή μας η πρωτοκαθεδρία του κινηματογράφου έναντι της λογοτεχνίας, είναι πια αναμφισβήτητη. Ο Allen προέκρινε χωρίς καμιά αμφιβολία την υπεροχή της εικόνας έναντι της παλιάς, κάποτε στο μέλλον και μουσειακής, συνήθειας της ανάγνωσης ενός βιβλίου, παράγωγο μιας επανάστασης – της τυπογραφικής – η οποία δείχνει να μας αφήνει χρόνους.
Από τότε έχουν μεσολαβήσει διάφορες επαναστάσεις, ο ρυθμός τους είναι πραγματικά - και ιστορικά πρωτόγνωρα - αμείωτος. Θα δώσω αμέσως το λόγο στον Alan Moore:
Ίσως ο Moore να συγκαταλέγεται στην λίστα των χοντρών μουσάτων που νόμισαν πως το δικό τους δίκιο είναι μεγαλύτερο από όλων των άλλων (βρίσκουμε πολλούς τέτοιους στην ιστορία των της ποπ κουλτούρας, ίσως και των Γραμμάτων), ωστόσο – και αν βάλουμε στην άκρη τον ψευδεπίγραφο τόνο Αποκαλύψεως που μας προσφέρει απλόχερα σαν καλός κομίστας που είναι – οφείλουμε να δεχθούμε πως το γεγονός ότι αυτοί οι κάποιοι επιστήμονες μιλάνε για την Πληροφορία ως “a super-weird substance”, και διακυρήσσουν πως “our entire psychical universe is the secondary by-product of information”, τότε δε μπορεί παρά να το λάβουμε υπόψην μας.
“In the beginning, there was the Word,” όπως το θέτει και ο Moore. Σαφέστατα, στην ιστορία πολλές μαλακίες ακούστηκαν, γράφτηκαν, έκαναν τον γύρο του κόσμου, και ίσως και να τον άλλαξαν λιγάκι. Μπορεί και η παραπάνω διαπίστωση να είναι μία απ’ αυτές. Δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς δηλαδή, το γεγονός πως οι άνθρωποι ανέκαθεν εξηγούσαν τον κόσμο δίνοντας κομματάκι παραπάνω βάση στο χρονικά επίκαιρο και επείγον, αγνοώντας το χθες (άλλες φορές μασκαρεύουν το χθες ώστε να προσφέρουν τη ψευδαίσθηση του νέου). Το σημαντικό βέβαια, είναι ότι η λέξη (the Word) πληροφορία βρέθηκε σ΄αυτήν την προνομιούχα θέση επικυρωνόντας κατ΄αυτόν τον τρόπο την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της σ΄αυτόν τον κόσμο τη δεδομένη στιγμή (μάλλον και την επόμενη). Όσοι ασχολούνται με το Internet κομματάκι παραπάνω από τους υπόλοιπους, δε μπορεί παρά να νοιώσουν δικαιωμένοι: εκατοντάδες posts, χιλιάδες tweets, μυριάδες uploads, millions comments, επιτέλους δικαιώνονται.
Ο Moore μας προειδοποιεί πως ίσως σύντομα να περάσουμε από το “the boiling point from a 'fluid culture' to a 'culture of steam'” (στα 100.000 tweets καίγεσαι!). Η δική μου διαπίστωση, αν δεχθούμε όλα αυτά, είναι πως αυτό δεν μπορεί, παρά να συμβαίνει, γιατί ακριβώς “the Word is a Virus”. O Moore ίσως και να αναμένει μια τεράστια έκρηξη, ένα γιγαντιαίο μπαμ σαν αυτό που αφήνει το μισό πλανήτη συντρίμια στο αξεπέραστο comic του Watchmen (1986) μα η δικιά μου αίσθηση είναι ότι αυτό το μπαμ θα είναι κάπως διαφορετικό.
Θαρρώ πως το μπαμ θα λάβει χώρα ως μια σειρά από μικρές εκρήξεις στο εσωτερικό του Σώματος της ανθρωπότητας. Αν δεχτούμε ως Πνεύμα της ιστορίας την κατακλυσμιαία καταιγίδα της Πληροφορίας (κάποτε απλά γόνιμη βροχή) το Σώμα τότε δεν είναι άλλο από τα δισεκατομμύρια των υποδοχέων - τα κάποτε όργανα της Επιθυμίας, νυν όργανα-αγωγούς διαικπεραίωσης της Πληροφορίας, και αύριο προέκταση ενός αόρατου, nonexistent κεντρικού υπολογιστή -, τα ανθρώπινα σώματα.
Γνωρίζω πως ο ίδιος ο Woody Allen μικρό ενδιαφέρον έχει γι’ όλα αυτά (καθώς και για πολλά άλλα). Θαρρεί κανείς πως ανήκει στην κατηγορία ευφυών ανθρώπων οι οποίοι ξεμπέρδεψαν νωρίς νωρίς με το όσα απασχολούν το ανθρώπινο γένος αναφορικά με ανησυχίες και ερωτήματα: είμαστε εδώ για να περάσουμε καλά! Νομίζω επίσης πως ο συμπαθής σκηνοθέτης ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, αυτή που επέλεξε τη λογοτεχνία (και τα μυθιστορήματα ειδικότερα) ως μέσο διάβασης στα σκοτεινά μονοπάτια τούτης της ζωής. Έως ότου τα βαρέθηκε, ήταν αυτά με τα οποία πορεύθηκε στα σκοτεινά μονοπάτια των υπαρξιακών μας ανησυχιών.
Αναμφισβήτητα ο πνευματικός πλούτος που παράχθηκε από την παραγωγή μυθιστορημάτων και η απόκτηση αυτού του πλούτου, μόνο καλό μπορεί να είναι. Ωστόσο, τα ερωτήματα του τύπου αν ο John συνάντησε την Martha, και αν η Irene ταξίδεψε στην άλλη άκρη της Γης για να σταματήσει τον Nicholas πριν κάνει το λάθος της ζωής του και καταταγεί εθελοντικά στον Γαλλικό στρατό, δεν αρκούν για την πριμοδότηση ενός ανθρώπινου όντος στον στίβο της αγωνίας που ονομάζουμε ζωή.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: το μέγεθος της παραχθείσας λογοτεχνίας υψηλών προδιαγραφών και ιδανικών είναι πραγματικά υπέρογκο και δε θα μπω στο πειρασμό να αναφέρω ονόματα. (Πόσο μάλλον που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω ονόματα ξακουστά τα έργα των οποίων δεν έχω διαβάσει παρά τυχαίνει να γνωρίζω τις σεξουαλικές τους επιθυμίες [Άλλο πάλι και τούτο? Δε θα το ΄λεγα, παιδί των Sixties και εγώ]). Το θέμα μας είναι αλλού, όμως. Είναι γεγονός πως υπάρχει ένα, όχι ευκαταφρόνητο, ποσοστό ανθρώπων με μόρφωση και διάθεση εξερευνητική το οποίο αυνανίζεται με την ανάγνωση μυθιστορημάτων, αφήνοντας στην άκρη την υπεροχή της αληθινής επιθυμίας. Αυτή δηλώνει ρητά σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο πως το πέρασμα από τον έναν κάποιο χαρακτήρα Paul στον St. Paul, και από έναν ακόμη Karl στον Karl Marx, είναι απαραίτητη συνθήκη για το ξεπέρασμα της θέασης της ζωής και μέχρι το πολυπόθητο θερμό σφιχταγκάλιασμα μαζί της.
Φυσικά και δεν είναι μόνο στην εποχή μας όπου ο πολτός της βιομηχανίας όλα τα αλέθει προσφέροντας μας απλόχερα έναν σωρό από μέτριους έως αδιάφορους αγγλόφωνους συγγραφείς οι οποίοι και καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος του όποιου φιλογνώστη. Παλαιότερα, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχαμε τον πολτό των ρομάτζων με τα οποία περνούσανε την ώρα τους μυριάδες γυναίκες. Εδώ ακριβώς εντοπίζω το πρόβλημα. Οι γυναίκες εκείνες, στερημένες από τα βασικά τους δικαιώματα (ψήφος, εργασία κτλ) το έριχναν στο διάβασμα με την ελπίδα να νοιώσουν λίγη ζωή μέσα τους. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον αναγνώστη-βιβλιοφάγο σήμερα, και των δύο φύλων, ο οποίος αποκαμωμένος από τα πολλά δικαιώματα που απολαμβάνει, το ‘χει ρίξει κι αυτός στο διάβασμα.
Τίποτα χειρότερο όμως από την ψευδαίσθηση ότι καταλαβαίνεις τη ζωή επειδή έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι. Όχι πως ο κολοσσός αυτός της λογοτεχνίας δεν προσφέρει ένα ιδανικό insight στην by default πολύπαθη ύπαρξη του Ανθρώπου (ασχολείται βεβαίως και με την by default μη-ύπαρξη του ανθρώπου) αλλά από το χέρι, όχι, δεν μπορεί να σε πάρει. Οι Αλήθειες του ανυπέρβλητου Ρώσου οραματιστή πρέπει να συνοδεύονται και από άλλες αλήθειες απ΄αυτές που βρίσκει κανείς στον Hegel, στον Freud κτλ. Ο αναγνώστης δε θα ‘πρεπε να προσπαθεί να ξεγελά τον εαυτό του, όχι τόσο εύκολα. Με την ίδια λογική, κι ο Jean-Luc Godard με τo Le Mepris (1963) αρκεί για να μας δώσει να καταλάβουμε πολλά πράγματα για ένα ερωτικό τρίγωνο, και οι ταινίες του για τη ζωή.
No comments:
Post a Comment