Μαρτυρίων συνέχεια: ο Beethoven στο Αττικό Μετρό
Επιστρέφοντας στα μαρτύρια του Alex, και εκείνοι βρήκαν και τα έκαναν. Στην ταινία, οι αναμορφωτές του θηρίου βασίστηκαν σε πρωτοποριακές μεθόδους καταπολέμησης της εγκληματικότητας τις οποίες έτυχε να εγκαινιάσει ο Alex. Νέες μεθόδους, βασισμένες στη θεολογία της επιστήμης, που υπόσχονταν θαύματα και φυσικά όλοι τις υποδέχτηκαν εξαρχής με ενθουσιασμό. Στο πρώτο μέρος των μεθόδων αναφερθήκαμε προηγουμένως. Στο υπόλοιπο μισό που καταφθάνει όμως συναντάμε κι άλλα ενδιαφέροντα πραγματάκια. Το συγκλονιστικό στοιχείο της ιστορίας λοιπόν, καταφθάνει μέσω του Ludwig van Beethoven. Ο Alex, μεγάλος θαυμαστής του συνθέτη, υποβάλλεται σ’ ένα μαρτύριο που όμοιο του βρίσκει κανείς μονάχα στις συμφορές που βρίσκουν τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Σε μια προσπάθεια εκπαίδευσης του «τέρατος», οι μελωδίες του κλασικού συνθέτη κρίθηκαν ως μια καλή επιλογή. Αυτό που δεν γνώριζαν οι εκπαιδευτές του είναι ότι ο ήρωας έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τη μουσική του εν λόγω συνθέτη. Ο άλλοτε αγαπημένος του συνθέτης όμως, γίνεται τώρα ο δήμιος του∙ κάθε ακρόαση της μουσικής του συνοδεύεται από μια ψυχοσωματική κατάρρευση.
Αυτή η στέρηση της απόλαυσης, είναι και το ουσιώδες του πράγματος. Ο Alex μας δίνει ξανά το παράδειγμα. Αυτό που του συνέβη βρίσκει αντίκρυσμα σε σημερινά βάσανα με τα οποία καλούμαστε να τα βγάλουμε πέρα. Η ακύρωση της απόλαυσης σχετίζεται με τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο δέκτης βρίσκεται αναγκασμένος να δοκιμάσει τη σχέση του με τη μουσική που αγαπά, με τα σύμβολα που κάποτε σήμαιναν κάτι (αντιστοιχούσαν δηλαδή κάπου) κτλ. Η κλασική μουσική που ξεχύνεται, χαμηλόφωνα όμως, από τα ηχεία του Αττικό Μετρό, προκαλεί ψυχικούς τριγμούς σε σένα, τον αθώο ακροατή. Οι ψυχικές αναφυλάξεις που παράγει ο συγκεκριμένος χώρος, χώρος που αν το καλοσκεφτείς, στα σίγουρα συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης των πρόσκαιρων ασθενειών που προκαλούνται από το λεγόμενο "μάτι", μόνο να συνδράμουν δεν μπορούν στη διατήρηση των αγαστών σχέσεων με το αντικείμενο του πόθου σου, είτε αυτό λέγεται Beethoven, είτε Χατζιδάκης.
Πριν συνεχίσουμε την κουβέντα περί στέρησης της απόλαυσης, θα ήθελα να αναφερθούμε, πολύ σύντομα, στο Μετρό. Το Μετρό λοιπόν, αναγκαίο για τη ζωή στην πόλη, αποτελεί το χειρότερο τρόπο με τον οποίο μπορεί να «ταξιδέψει» ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το Μετρό μας ξεγελά∙ η μεγάλη ευκολία την οποία και προσφέρει έναντι ενός (μόλις; όχι!) ευρώ, μας κάνει να μην αναλογιζόμαστε τη δυσφορία που προκαλεί, μια δυσφορία σύμφυτη με την ίδια του την κατασκευή και τρόπο λειτουργίας. Ένα υπερηχητικό ποντίκι το οποίο διασχίζει γκρίζα, υγρά, σκοτεινά τούνελ, σκαμμένα εκεί που ακόμα βρίσκεις σημάδια ζωής από άλλες παλαιότερες εποχές (απ’ αυτά πακετάρεις το ένα τοις εκατό της συνολικής ποσότητας των ευρημάτων ώστε να το πλασάρεις στη βιτρίνα του μαγαζιού ενώ φυσικά καταστρέφεις το υπόλοιπο∙ πρόκειται περί μιας αποκαλυπτικής στιγμής για το πόσος χώρος μπορεί να υπάρξει για το "άχρηστο" [πολύ] παλαιό στην εποχή του ασυναγώνιστα νέου που παράγεται σε χρόνο ρεκόρ και βρίσκεται κάθε εβδομάδα στις προθήκες της Cosmote)∙ εποχές πολύ μακρινές για να τις λάβουμε υπόψιν μας.
Τις διάσπαρτες πόρτες που συναντά το βλέμμα σου κατά την υπερηχητική διαδρομή του θορυβώδους πόντικα, δε μπορεί παρά να ορέγεσαι να τις ανοίξεις, αν δε σου αρκεί να αφήνεις τη σκέψη σου να συνθλίβεται κάτω από τη μοναξιά που σου επιβάλλουν τα μυριάδες ψείρες-ακουστικά που πάνε πακέτο με τα κινητά και βρίσκονται παντού γύρω σου. Έχω ωστόσο τη μακάβρια εντύπωση πως αν κάποιος τις ανοίξει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το χάος που αντίκρυσε μπροστά του ο ήρωας της ταινίας Underground (1995), μιας Balkan euro-pop καταγραφής της ιστορίας διά χειρός Emir Kusturica, όταν και την έκανε από το υπόγειο: ένα ασυμμάζετο χάος του παραλόγου, πινακίδες να δείχνουν προς Berlin, άλλες προς Bucharest, μπαρουτοκαπνισμένοι άνθρωποι, καπνισμένες σήραγγες, ίσως κάποια να βγάζει απευθείας προς ένα άλλο μετρό σε κάποια άλλη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτές φυσικά δεν είναι μακάβριες σκέψεις ενός δυσαρεστημένου επιβάτη του Αττικό Μετρό αλλά μάλλον πως πρόκειται για την κατάθεση της πραγματικότητας αν θες να λάβεις υπόψην σου το διαθέσιμο υλικό που σου δίνεται (είπαμε: γκρι, τούνελ, ιλιγγιώδης ταχύτητα) και επιλέξεις να τεμαχίσεις τα πράγματα με το μάτι του κοινωνιολόγου αντί να τα μεταπλάσεις ελευθεριακά, όπως κάνει το μάτι του ζωγράφου. (Αυτός ο τελευταίος είναι τυχεράκιας∙ τη διακλάδωση δύο σωλήνων επικαλυμμένων με άσπρη μπογιά μπορεί να τη δει ως το φιλί δύο ελαφιών∙ ο κοινωνιολόγος μάλλον πως θα δει τις δυο σωλήνες γυμνές από το φτιασίδωμα τους: σκουριασμένες, γκρίζες, να στάζουν λίγο λίγο την αποσύνθεση τους).
Λέγαμε λοιπόν, πως μάλλον είναι απίθανο να απολαύσεις κλασική μουσική στις πλατφόρμες του Μετρό. Το πιο τρομακτικό απ’ όλα όμως είναι το γεγονός πως η ατυχία του Alex, η σατανική σύμπτωση να εκλέξουν οι αναμορφωτές του τον αγαπημένο του Beethoven, ακραία σύμπτωση η οποία θα μπορούσε να καθησυχάσει κάποιους από εμάς που θα βασίζονταν στη λογική των πιθανοτήτων, δεν ισοδυναμεί με την πιθανότητα ύπαρξης μίας, ή πολλών, ευκαιριών να γλυτώσουμε από τα δεινά. Βλέπεται, σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να τεθεί θέμα σατανικής σύμπτωσης∙ αυτό ισχύει γιατί πολύ απλά, σαν από «σύμπτωση», ότι και να έπεφτε στον κλήρο θα μας «άρεσε». Γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια:
Το χρέος μιας κριτικής που έχει συμβάλει στην άμβλυνση των εννοιών και του γούστου με το «συγκλονιστικό», το «συναρπαστικό», το «δεξιοτεχνικό», το «λοξό», που όχι μόνο δεν αποτυπώνουν την ιδιοπροσωπία αλλά συχνά συγκαλύπτουν την έλλειψή της, σηματοδοτούν μια βαθύτερη απουσία νοήματος. Σαν το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο, οι λέξεις που ηχούν κούφιες μας προειδοποιούν για τις κατεδαφιζόμενες και καταρρέουσες έννοιες ― το «συγκλονιστικό» δεν έχει νόημα γιατί έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρο την τελευταία εικοσιπενταετία, μια εικοσιπενταετία καθ’ όλα μαξιμαλιστική, αλλά και επειδή το μάτι αδυνατεί να εντοπίσει το πραγματικά συγκλονιστικό.[1]
Στον αστερισμό των γουρουνιών: αντίο Beethoven
Σαν έτοιμοι από καιρό, ίσως και από τα Sixties εδώ που τα λέμε, οι άνθρωποι είναι σε θέση να «απολαύσουν» το οτιδήποτε, να θαυμάσουν ότι έγινε αποδεκτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (πολλές φορές με την απουσία ενός τρόπου, μιας μεθόδου), να συνηγορήσουν στην υποτιθέμενη αξία ενός πράγματος μόνο και μόνο επειδή αυτό ενδύθηκε με υπεραξία στο χρηματιστήριο της μαζικής παραγωγής. Η ακρόαση κλασικής μουσικής στο Μετρό είναι πάντα καλοδεχούμενη απ’ αυτούς που δε θα ακούσουν ποτέ (δυνατά!) στο σπίτι τους τις όπερες του Wagner. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ακροατές της jazz σε μπαράκια του κέντρου, μπαράκια διακοσμημένα σε τόνο αμερικάνικων 50’s, χωρίς φυσικά τη βρωμιά∙ κάτι τέτοιο βολεύει άριστα όλους εκείνους που μπερδεύουν τη free jazz και τα κρεσέντα του Coltrane με την πόση ενός μοχίτο υπό τους ήχους συνοδευτικής jazz, και με ντεκόρ ψεύτικους χρυσούς δίσκους.
Η απουσία μιας ψυχοσωματικής κατάρρευσης κάθε φορά που αγκαλιάζουμε το υποτιθέμενο αντικείμενο του πόθου μας, δε θα πρέπει να μας ξεγελά. Πράγματι, δεν καταρρέουμε σαν χάρτινος πύργος, ούτε παίρνουμε φόρα να πέσουμε έξω από το παράθυρο όπως έκανε ο Alex. Στην περίπτωση μας, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σοκ των αισθήσεων, τόσο βαρύ που να μην μπορεί να αφομοιωθεί, αλλά με την απόλυτη νέκρωση των αισθήσεων. Σαν μια κρίση πανικού όπου δε νοιώθεις το κορμί σου για κάποια λεπτά της ώρας, οι αισθήσεις του παμφάγου αρπακτικού που ορέγεται να καταναλώσει μετά προθυμίας αυτό που δεν προέκρινε ποτέ ως αντικείμενο του πόθου του, όσο κι αν το υπερασπίζεται μετά μανίας δημοσίως (σπάνια στον εαυτό του όμως), έχουν νεκρωθεί.
Σαν τα νεκροζώντανα ζόμπι των Αμερικάνικων ταινιών τρόμου που λατρεύουν, τα παμφάγα αυτά όντα κινούνται (πολύ πιο γρήγορα από το συγγενές τους είδος) πέρα δώθε με τις δαγκάνες τους ανοιχτές, ώστε να πιάσουν όσο πιο πολλές μύγες, απ’ αυτές που κάθονται στα σκατά, είναι δυνατόν (με προτίμηση στις πολύχρωμες). Οι καμουτσικιές που δίνουν στα ζόμπι - πλάσματα ήδη νεκρά που δε νοιώθουν τον πόνο - οι τέσσερις πέντε αθώοι μαχητές που έχουν απομείνει στην πόλη, αντιστοιχούν στον πραγματικό κόσμο με τις λέξεις εκείνες που απευθύνεις με όλη σου την καλή πίστη στο παμφάγο γουρούνι που έχεις για συνομιλητή σου. Εις μάτην... Οι αισθήσεις τους νεκρές, δε νοιώθουν τον πόνο του λεκτικού σου μαστιγώματος.
Το γουρούνι δεν παίρνει εύκολα από λόγια. Έχει πειστεί ότι όλα τα γουρούνια είναι ίσα μεταξύ τους, απλά μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα. Κατατάσσοντας εαυτόν στα τυχερά γουρούνια, αγνοεί την κρίση. Κατατάσσοντας εαυτόν στα προνομιούχα γουρούνια, νομίζει πως δικαιούται αξιωματικά το συγκλονιστικό. Κατατάσσοντας εαυτόν στα έξυπνα γουρούνια, αγνοεί το βάσανο της ύπαρξης που μαζί με τη δίδυμη αδελφή του, την αγάπη, μας δίνουν τη ζωή. Το γουρούνι αγνοεί τη ζωή. Βολεύεται με την αναπαράσταση του συγκλονιστικού, ώ τι περίεργο πλάσμα, αυτό το νέο πλάσμα!
No comments:
Post a Comment