3.10.10

Φτύνοντας την αλήθεια: η πόλωση της ροχάλας




Το Sir! No Sir! (2005) είναι ένα Αμερικάνικο ντοκυμαντέρ που εξιστορεί την ιστορία αυτών που δανείστηκαν τη φωνή των Sixties, παρότι βρισκόντουσαν εκεί όπου αυτή η φωνή θεωρητικά δε θα έπρεπε καν να ακούγεται. Το ντοκυμαντέρ εστιάζει στους πεζοναύτες οι οποίοι αντιτάχθηκαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, σ’ αυτούς που βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή μιας Αμερικάνικης τραγωδίας και καταδίκασαν έναν πόλεμο ο οποίος παραμένει το συλλογικό ανάθεμα των Η.Π.Α..

Το λησμονημένο αντίβαρο της πόλωσης: ο καλός πεζοναύτης
 Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως στο ντοκυμαντέρ δεν παρακολουθούμε μονάχα τις ιστορίες των πολλών πεζοναυτών που γυρνώντας από την κόλαση σχημάτισαν επιτροπές κατά του πολέμου (Veterans against war κτλ) και οργάνωναν διαδηλώσεις και πορείες, κομμάτι όλοι αυτοί του μεγάλου αντιπολεμικού κινήματος της εποχής∙ επιπλέον αφηγείται προσωπικές ιστορίες πεζοναυτών και άλλων στελεχών του στρατού που η ανυπακοή τους κόστισε χρόνια φυλακής και η λιποταξία την ίδια τους τη ζωή, πεζοναυτών στα στρατόπεδα του Βιετνάμ που στην τρέλα του πολέμου απάνω "υπάκουαν" τις διαταγές των ανωτέρων τους, στα "γουρούνια" όπως τους αποκαλούσαν, πετώντας τους χειροβομβίδες (αυτό το "pigs" ως προσωνύμιο των αξιωματικών του στρατού κινείται παράλληλα με το άλλο "pigs", αυτό με το οποίο χιλιάδες φοιτητές αναγνώριζαν τους αστυνόμους∙ το πνεύμα των Sixties με άλλα λόγια, δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει έξω από τα Αμερικάνικα στρατόπεδα). 
 Το ντοκυμαντέρ μας είναι χρήσιμο για έναν πολύ απλό λόγο: η οπτική από την οποία παρουσιάζει τα γεγονότα μας δείχνει ένα δρόμο τον οποίο σπάνια κανείς θα πάρει σε μια αναζήτηση που αφορά τη ψηλάφηση του πνεύματος συλλογικότητας εκείνης της εποχής. Πράγματι, οι ιστορικοί ως επί το πλείστον, ειδικά όταν αφηγούνται τα γεγονότα με αφετηρία μία από τις δύο κυρίαρχες πλευρές, είτε δηλαδή από την πλευρά της New Left των φοιτητών αλλά και των ελευθεριακών hippies, είτε από την επίσης παρούσα ρεπουμπλικάνικη, πατριωτική πλευρά (δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, πολλές φορές, σε μια εξέγερση σε κάποιο Αμερικάνικο πανεπιστήμιο αντιστοιχούσε και μια "αντι-εξέγερση" μέσα στο ίδιο πανεπιστήμιο, ενδεικτικό παράδειγμα της πόλωσης είναι φυσικά εκείνη η ανθρώπινη αλυσίδα φοιτητών στο πανεπιστήμιο του [δεν μπορώ να βρω το λινκ] όπου προσπαθούσαν να ανακόψουν την υποστήριξη των καταληψιών εμποδίζοντας τους συμπαθούντες να τους τροφοδοτήσουν με τρόφιμα κτλ) επικεντρώνονται σε μια εικόνα ενός έθνους διχασμένου, μιας κοινωνίας μοιρασμένης στα δύο. 
 Όντως, σε πείσμα των παρελθοντολάγνων δεινόσαυρων που αφηγούνται τα Sixties με ένα ονειρώδες, νοσταλγικό ύφος που περιλαμβάνει μόνο ροκ σεξ και ντρόγκες στη ροκ, η Αμερικάνικη κοινωνία ήταν εντόνως διχασμένη, και φυσικά όχι μόνο στο επίπεδο ρατσιστικός Νότος – liberal Βορράς. Υπήρχαν και τότε νοικοκυραίοι απ’ αυτούς που συγκινούνταν, ίσως, λιγότερο από το φόνο τεσσάρων φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Kent, και άλλων δύο στο Jackson State (λησμονημένων σε σχέση με τους τέσσερις λευκούς του Kent), αλλά και άλλων τριών στο South Carolina State (εντελώς λησμονημένους σε σχέση με τις πρώτες δύο περιπτώσεις∙ η πρώτη αφορούσε λευκούς και η δεύτερη αφορούσε έγχρωμους μεν, που όμως δολοφονήθηκαν δέκα μόλις μέρες μετά την πρώτη σφαγή), εν αντιθέσει με τα ισχυρά σοκ των αισθήσεων που δεχόντουσαν κάθε φορά που απλά αντίκρυζαν ένα hippie, ένα freak κτλ.
 Ωστόσο, εδώ προκύπτει το εξής πρόβλημα: εστιάζοντας αποκλειστικά στο πως η Αμερικάνικη κοινωνία διχάστηκε, αγνοούμε μια άλλη αλήθεια την οποία και ανασύρουμε με τη βοήθεια του ντοκυμαντέρ. Αυτή συνίσταται στην παραδοχή πως η συλλογική μνήμη, με τη βοήθεια των ιστορικών, κράτησε στην επιφάνεια μονάχα την κραυγαλέα αντίθεση αγνοώντας τη συνύπαρξη, τη σύμπνοια, τη συλλογικότητα που όμως διαπερνούσε τα όρια των φοιτητικών παρατάξεων, των ελευθεριακών νέων με διάθεση να πειραματιστούν, των liberal Αμερικάνων που δεν ήθελαν άλλο πλέον να κάνουν πως δε βλέπουν τα βάσανα των έγχρωμων, των ομοφυλόφιλων, κτλ. (και είναι και εδώ που χορτάσαμε από ιστορικές καταγραφές∙ στην, κατά τ’ άλλα πάντοτε κολοδεχούμενη, ανάδειξη του πνεύματος συλλογικότητας της εποχής σε μικροκλίμακα).

 Στο ντοκυμαντέρ παρακολουθούμε πως "ανίερες" συμμαχίες σχηματίστηκαν με πρώην πεζοναύτες και φοιτητές στην οργάνωση της αντιπολεμικής εκστρατείας. Παρακολουθούμε επίσης τους πεζοναύτες που ετοιμάζονταν να βρεθούν στη πρώτη γραμμή του πολέμου να ενθουσιάζονται (“thousands of guys and women with their fists in the air who were active-duty military personnel”) με την αντιπολεμική σάτιρα του θίασου των Fred Gardner, Jane Fonda, Donald Sutherland, στο Free The Army tour∙ ένας αντιπολεμικός θίασος αρνητών της ακλόνητης αλήθειας της Αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, σε μια σάτιρα που βρήκε το κοινό της μέσα στα ίδια τα στρατόπεδα.[1] Το 1971, όταν και επιχείρησαν τουρ σε Ασιατικές χώρες όπου στρατοπέδευαν Αμερικάνοι στρατιώτες (Ιαπωνία, Φιλιπίννες κτλ), συνολικά περί τις 60.000 χιλιάδες πεζοναύτες παρακολούθησαν το πρόγραμμα τους! Ήδη μέσα στους κόλπους του Αμερικάνικου στρατού είχε σχηματισθεί το American Servicemens Union, ενώ κατά την διάρκεια του πολέμου εκδόθηκαν περί τις 300 (!) εφημερίδες από ενεργά μέλη του Αμερικάνικου στρατού. 
 Η αντίθεση στον πόλεμο και η διαμαρτυρία δηλαδή, δεν έμεινε μόνο στα κατελλειμένα πανεπιστήμια και στους δρόμους των Αμερικάνικων μεγαλουπόλεων. Έφτασε μέχρι την καρδιά του πολεμοχαρούς Αμερικάνικου θηρίου και απελευθερώθηκε με τη βοήθεια της σάτιρας∙ διασκέδασης δηλαδή, αλλά σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν του περιοδεύοντα θίασου του Bob Hope ή από τα κουνελάκια του Playboy όπως τα συναντούμε στο Apocalypse Now (1979) του Francis Ford Coppola.
 Έχει μεγάλη σημασία, νομίζω, να αναδείξουμε τη λησμονημένη από τη συλλογική μνήμη πτυχή μιας πραγματικότητας που καταπλακώθηκε στο πέρασμα του χρόνου από μια άλλη, την "προφανή" εκδοχή της πραγματικότητας που αποδίδει τη μεγάλη πόλωση που διέτρεχε την Αμερικάνικη κοινωνία, μαι πραγματικότητα η οποία σφυρηλατήθηκε κιόλας από διάφορα μυθεύματα. Ένα απαυτά αναφέρει στην ταινία ο Jerry Lembcke, συγγραφέας του The Spitting Image: Myth, Memory and the Legacy of Vietnam (1998). 

Ο μύθος της ροχάλας.
 Ο Lembcke αναλύει πως λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως το μύθευμα που ήθελε νέους και νέες  να "υποδέχονται" στα αεροδρόμια της χώρας τους πεζοναύτες που γυρνούσαν από το Βιετνάμ, με ροχάλες και ιαχές του τύπου "baby killer". Ξαφνικά λοιπόν, το θέμα άρχισε να τίθεται ως εξής στο συλλογικό κουβεντολόϊ: “τι κακός ο πόλεμος του Βιετνάμ, χάσαμε κιόλας, αλλά τι έφταιγαν και οι στρατιώτες, αυτοί οι ίδιοι που βιώσαν τη φρίκη του πολέμου πιο πολύ απ’ όλους, να τους φέρονται έτσι κάποιοι αλήτες;” 

 Η φωτό μοιάζει να είναι η ιδανική. Η κοπέλα, hippie θα τη λέγαμε, με τα μακριά της μπουκλέ μαλλιά και τα μεγάλα μυωπικά γυαλιά, ενσαρκώνει ιδανικά την στερεοτυπική εικόνα για τις άπλυτες φεμινίστριες που έλεγαν πολλά, ζητούσαν ακόμα περισσότερα, και δεν έκαναν και τίποτα της προκοπής στη ζωή τους. Αυτές ήταν οι κακές hippies, οι αμετανόητες. Οι μετανοημένες δεν μπορεί παρά να μοιάζουν στην "εποχιακή", προβληματική hippie όπως αυτή απεικονίζεται στο αλησμονήτου κομφορμιστικού ήθους, συμμάζεμα της ριζοσπαστικότητας (η οποία φιλτράρεται μέσα από τα μάτια ενός "αθώου χαζούλη", ή αλλιώς, της σιωπηλής (η μάζα έχει πάντα δίκιο) πλειοφηφίας), Forrest Gump (1994). 
 Μιλώντας για το Hollywood, ήταν αυτό το ίδιο που ανέλαβε τα ηνία στην κατασκευή μιας, όσο το δυνατόν, πιο άγριας εικόνας αυτού του, μάλλον ολότελα ανύπαρκτου, δράματος, όπως μας πληροφορεί ο Lembcke.[2] Ο John Rambo, στην τελευταία σκηνή της πρώτης του περιπέτειας στη μεγάλη οθόνη, δίνει ρέστα. Βρισκόμαστε στα 1982 και ο μύθος εδραιώνεται για τα καλά. Αναπαράγοντας (ή μήπως εγκαθιδρύοντας;) το μύθο όπως είχε αρχίσει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση του, ο πρασινομπερές Rambo, ξεσπάει  αναρωτόμενος γιατί τον έφτυναν στο αεροδρόμιο και τον αποκαλούσαν φονιά μωρών όταν γύρισε στην πατρίδα.
 Στο δράμα του Rambo, συμμετέχει και ο θεατής. Αφού επί μιάμιση ώρα παρακολουθεί τα βάσανα και την κακομεταχείριση - όχι από hippies πάντως - του ήρωα, δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί μαζί του. Επίσης, δεν είναι δυνατόν να μη συναινέσει στο δράμα του, στο δράμα της ροχάλας, σ’ αυτό που δεν είναι ένα απλό παράπονο αλλά ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια σ’ αυτούς που “δεν κατάλαβαν τι πάει να πει πόλεμος και δεν έχουν δικαίωμα να τον κατηγορούν.” Ο αόρατος διαμαρτυρόμενος hippie-διαδηλωτής, μιας και δεν εμφανίζεται πουθενά στην ταινία, γίνεται συνένοχος του μοχθηρού μπάτσου που ταλαιπωρεί τον Rambo, μάλλον γιατί φθονεί την σκληράδα του. 
 Ο Rambo κατηγορείται από τους διαδηλωτές για τη σκληρότητα του την ίδια ακριβώς που φθονεί ο κακός μπάτσος. Κι αν τα κίνητρα του δεύτερου έχουν μια λογική, αυτήν με την οποία κατανοούμε τις ανθρώπινες πράξεις, τις οποίες άλλοτε συγχωρούμε και άλλοτε όχι, τα κίνητρα των πρώτων παραμένουν ακατανόητα. Στην ουσία, μένει να αιωρείται στον αέρα η φράση του Rambo ως ένδειξη της θέσης που πρέπει να καταλαμβάνουν στην όλη ιστορία οι αρνητές του: “who are they to protest me?”

Το ασήκωτο βάρος της πόλωσης: ο κακομαθημένος hippie
 Οι "αλήτες" που υποτίθεται πως εξαπέλυαν ροχάλες, δεν έπρεπε να έχουν καμία θέση, πουθενά. Άλλωστε, “δεν καταλάβαιναν από τέτοια πράγματα.” Αυτή η θεώρηση μοιάζει να είναι αρκούντως βολική για τους αφηγητές της παραπλάνησης. Έτσι απλά μπορεί να καταποντιστεί η όποια προσπάθεια έγινε τότε να συμπαρασταθούν οι διαμαρτυρόμενοι στους μάχιμους στρατιώτες, προσπάθεια που έγινε, και μάλιστα ευδοκίμησε σε πολλές περιπτώσεις. Αν δεχτούμε μια τέτοια ψευδεπίγραφη θεώρηση των πραγμάτων, τότε δεν μπορούμε παρά να συναινέσουμε στην παραδοχή πως εκείνα τα καλόπαιδα, οι διαδηλωτές, έπαιζαν κάποιο παιχνίδι του τύπου, "πως θα την σπάσω στους μεγάλους" ή "πως θα επαναστατήσω απέναντι στη γονεϊκή εξουσία για δύο καλοκαίρια."
 Είναι πολλοί στην Αμερική, που συμψηφίζουν τη διαμαρτυρία της εποχής με ανώφελα παιχνιδίσματα καλοβαλμένων, κακομαθημένων νέων. Αυτή η κουβέντα αφορά φυσικά σ’ ένα πρώτο επίπεδο, απουσιάζει προφανώς μια πιο ενδελεχή ματιά στο τι συνέβη πραγματικά στα Sixties, και κατά συνέπεια αποτελεί είτε μια δημοσιογραφική καταγραφή προς ευρεία κατανάλωση, είτε φυσικά ρητορική της δεξιάς. 
 Αυτό που έχει σημασία ωστόσο, είναι πως ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, η πιθανότητα νέοι σαν κι αυτούς να αποτελούσαν και μέρος του ανθρώπινου δυναμικού του στρατού, σε ένα κάποιο ποσοστό φυσικά, δε θα μπορούσε να συνταιριάξει με τη γενική, λεκιασμένη, εικόνα. Οπότε, λίγη ροχάλα, να λεκιάσει την εικόνα λιγάκι παραπάνω, έμοιαζε επιβεβλημένη. Για το καλό της Αμερικής.


photos: http://www.sirnosir.com/archives_and_resources/galleries/galleries_construction.html



[1]Το Free The Army tour έγινε και ταινία από την Francine Parker (FTA, 1972), ταινία που "εξαφανίστηκε" για πολλά χρόνια. http://www.boston.com/bostonglobe/obituaries/articles/2007/11/20/francine_parker_directed_controversial_fta/

[2] Δεν θα είχε και πολύ νόημα να ψάξει κανείς για μια, ή δύο, ή και έξι ακόμα, περιπτώσεις φτυσιμάτων ώστε να αποδείξει το αντίθετο από τα λεγόμενα του Lembcke. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν πραγματικά συνέβη ένα τέτοιο περιστατικό αλλά πως ένας μύθος, μύθος βολικός, σάρωσε την επικράτεια της συλλογικής μνήμης αλλοιώνοντας τη άπαξ και διά παντός. 






No comments:

Post a Comment