Ο
Μίλτος βαριεστημένος καθώς ήταν, πράγμα σπάνιο για του λόγου του (βρισκόταν
συχνά σε υπαρξιακό πυρετό εμφανή μόνο στους όμοιους του αλλά και σε εκείνους
που είχαν διαβάσει αρκετή λογοτεχνία), άνοιξε την τηλεόραση. Πέτυχε το High
Fidelity στη ΝΕΤ και αποφάσισε να το παρακολουθήσει ολόκληρο, πράγμα σπάνιο για
ταινία που βλέπει κανείς στην τηλεόραση, εδώ που τα λέμε.
Είχε
συναντήσει κάμποσους Rob κείνα τα χρόνια, με κάποιους έκανε και παρέα. Dick να
φαν' κι οι κότες. Τον Barry τον είχε κάνει φίλο του γιατί έχει πλάκα και είναι
και ακραίος. Με την Anna ίσως να είχαν ανταλλάξει και κανά φιλάκι. Οι Ian τον
περιτριγύριζαν μα εκείνος απέφυγε τα πολλά πολλά γιατί εκτός των άλλων άκουγε
Television Personalties ενώ αυτοί μιλούσαν για ριζότο. Η Laura δεν υπάρχει στην
πραγματικότητα φυσικά μα κορίτσια έμορφα σαν κι αυτήν είχε οπωσδήποτε γνωρίσει
από κοντά.
Ο
Μίλτος δεν ντρεπόταν να παραδεχτεί πως κάποτε ζούσε για τους άλλους, πως η χαρά
του ήταν όλη δική τους σε μια παράδοση του εαυτού, άνευ όρων και δίχως
συνθηκολόγηση, μιας και αυτοί που επωφελούνται από μια τέτοια συνθήκη συνήθως
δεν ενδιαφέρονται να υπογράψουν κάποιου είδους συμφωνία πάνω στο τραπέζι παρά
να υποκλέψουν κάτω από το τραπέζι όσο πιο πολλά μπορούν από τον πρόθυμο
παραχωρητή εδάφους τόσο του ψυχισμού του όσο και της λογικής του.
Είχε
σκορπίσει λοιπόν τον εαυτό του με τον τρόπο που ένας νέος άνθρωπος το κάνει: με
γενναιοδωρία για τους γύρω του, με πάθος να τοποθετήσει τον εαυτό του κάπου έξω
από τα γνώριμα εδάφη του οικογενειακού περιβάλλοντος με τους σαφείς του - και
δίχως τη συναίνεση σου - ρόλους, με αγωνία να γίνει αποδεκτός, με τόλμη να
φανεί κάτι που δεν είναι αλλά μοιάζει να είναι, με όση αθωότητα χρειάζεται ώστε
να εμπιστευτεί τους πρώτους τυχόντες (ας όψεται η μεθυσμένη βιασύνη της
ηλικίας).
Ο
Μίλτος είχε πια αλλάξει. Μπορούσε να βρει ψήγματα του εαυτού του σε ένα βλέμμα
του Batman διά του προσώπου του Christian Bale, σε ένα ευμέγεθες καρτούν της
Pixar, σε κάποιο ελαφροίσκιωτο ήρωα των Coen Brothers, στον νεκρό που
περιδιαβαίνει την Αμερικάνικη ήπειρο αναζητώντας το θάνατο διά χειρός Jim
Jarmusch, στην υπαρξιακή αγωνία ενός γκάνγκστερ σε κάποια ταινία του
Jean-Pierre Melville, στην μελαγχολική απλότητα ενός ήρωα του Ken Loach, στη
βαναυσότητα ενός Κορεάτη πρωταγωνιστή του Ki-duk Kim, στο χάος που συναντά
κανείς όσο εισχωρεί στα έγκατα του ψυχισμού μιας ηρωίδας του Ingmar Bergman.
Τι
ακριβώς είχε συμβεί;
-
Νόμιζε πως
ο κόσμος όλος περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του;
- Ήταν τόσο
εγωπαθής ώστε να ψάχνει, και να βρίσκει με χαρακτηριστική ευκολία, ψίχουλα της
δικής του ταυτότητας σε ότι τύχαινε να δει σε μια οθόνη;
-
Έχουν οι
κινηματογραφικοί ήρωες άλλη υπόσταση απ' αυτή που τους δίνει κανείς;
- Κι αν δεν
έχουν, πρέπει σώνει και καλά να σχετίζονται με κάποιον τρόπο με εσένα το
θεατή;
- Μπορεί
κάποιος να απολαύσει μια ταινία και να αγαπήσει δύο ερωτευμένους ήρωες δίχως να
δει να καθρεπτίζεται μπροστά στα μάτια του, σαν μια παραίσθηση δυνατή που
διαστέλλει τις κόρες των ματιών σου, εκείνο το φιλί του αποχωρισμού που
δόθηκε πριν κάποια χρόνια με δάκρυα στα μάτια;
Τα
δύο πρώτα ερωτήματα ήταν του Μίλτου, απαντημένα από τον ίδιο εδώ και καιρό: ο
Μίλτος πίστευε πως είχε το χάρισμα να ξετρυπώνει παντού κομμάτια του εαυτού του
σε μια διαδικασία που βρισκόταν στον αντίποδα μιας συμπλεγματικής εγωπάθειας.
Τα επόμενα τρία ερωτήματα ήταν επίσης δικά του∙ συνοδεύονταν κι αυτά από μία εντελώς
υποκειμενική, όπως του άρεσε δηλαδή, απάντηση: αντιμετώπιζε τα σκόρπια κομμάτια
του εαυτού του, επικολλημένα σε κινηματογραφικούς - και όχι μόνο - ήρωες, σαν
ένα καθημερινό ραντεβού με την απώλεια.