Ας
σημειωθεί πως η συμφωνία που έγινε γνωστή σε ολόκληρο τον πλανήτη ως EU-TurkeyDeal, ονοματίζεται διαφορετικά στον Τουρκικό Τύπο από τον
ίδιο τον εμπνευστή της, τον Αυστριακό GeraldKnaus, τoEU-TurkeyDeal μετονομάζεται ως theAegeanAgreement, τίτλος που μεταθέτει το κέντρο βάρους της διαπραγμάτευσης
για το προσφυγικό από το δίδυμο Βρυξέλλες – Άγκυρα στη θάλασσα του Αιγαίου,
μετάφραση η οποία σχηματοποιεί - με πρώτες ύλες βραχονησίδες και θαλασσινό νερό
- τη συμφωνία για το προσφυγικό υποδηλώνοντας τη μετατόπιση της συζήτησης εντός
ενός νέου πλαισίου το οποίο εξυπηρετεί, εκτός από τους Τούρκους, και τους
Ευρωπαίους,
καθώς
ακόμα και αν ο Knausσυνεχίσει να ισχυρίζεται
(από τη θέση του ‘goodcop’) πως η συμφωνία πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί ώστε να
μην επιβεβαιωθούν οι φόβοι των Λέσβιων πως το νησί τους θα μετατραπεί σε ένα
ακόμη Nauru, στο ρόλο του ‘badcop’ βρίσκεται ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και νυν
Καγκελάριος της Αυστρίας SebastianKurtzο οποίος ζητούσε
επιτακτικά τη
μετατροπή της Λέσβου σε νησί-φυλακή,
η
εμπειρία του τελευταίου 1,5 χρόνου έχει, μάλλον σαφώς, δείξει πως τα νησιά του
Ανατολικού Αιγαίου defactoμετατρέπονται σε bufferzones, γεγονός που όσο ανακουφίζει τις χώρες της ηπειρωτικής
Ευρώπης, άλλο τόσο ενθαρρύνει τις νεο-Οθωμανικές βλέψεις της Τουρκίας,
προκαλώντας ταυτόχρονα μεγάλο πόνο στις ζωές των εγκλωβισμένων προσφύγων,
με
άλλα λόγια, φτάσαμε πια στο σημείο όπου, η απόσταση από την Αργυρώ μέχρι μια
οικογένεια προσφύγων, έγινε μια Συμφωνία του Αιγαίου δρόμος.
Μπορούμε
βέβαια να υποθέσουμε πως η εξωφρενική ιστορία που θέλει τους Ρώσους να
καθορίζουν το νικητή των Αμερικάνικων εκλογών μέσω διαφημίσεων στο ίντερνετ,
ευφάνταστο σενάριο το οποίο επιβιώνει με περίσσεια άνεση στα πρωτοσέλιδα, εντελώς
παραδόξως αν σκεφτούμε τον ωκεανό της πληροφορίας στην οποίο θαλασσοδέρνεται
ολόκληρη η ανθρωπότητα,
αποτελεί
το ιδανικό σκιάχτρο ώστε οι οι ΗΠΑ να καταφέρουν να συντονίσουν σε μεγαλύτερο
βαθμό τις επιδιώξεις (μέγιστο κέρδος) των techgiants με τις ανάγκες του Πενταγώνου και τις προτεραιότητες του
StateDepartment.
Πολύ
περισσότερο από μια επιθυμία της αντιδραστικής Αμερικής των Ρεπουμπλικανών να
θέσει φραγμούς και όρια στα liberal, και με στενότερες επαφές με το Δημοκρατικό Κόμμα, τεχνολογικά
μεγαθήρια των ΗΠΑ, ούτως ή άλλως έχει έχει προηγηθεί χρονικά το αμφίρροπο ματς FBIvsApple,
η
ουσία του προβλήματος δεν αποκρυσταλλώνεται στην απληστία του Zuckerbergη οποία πιθανότατα ωφέλησε
σε κάποιο βαθμό τον Πούτιν αλλά κατά πόσο το Facebook θα μπορέσει να υπηρετήσει, από εδώ και πέρα, τις ζωτικές
ανάγκες της Αμερικής.
Η
ισχύ την οποία έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους οι FrightfulFive οφείλει να γίνει απολύτως διαθέσιμη στις ανάγκες της χώρας, γιατί άλλωστε
στον
πόλεμο, προς το παρόν οικονομικό, δεν πηγαίνεις χωρίς όλα τα όπλα που διαθέτεις.
«Όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου
και αλλού στον κόσμο.
Αυτά κάνω τραγούδι.
Αυτό που με επηρεάζει είναι η ζωή,
η καθημερινότητα,
οι συναναστροφές μου».
Η ψυχή της Μary ήταν η ψυχή του καλλιτέχνη που η μοίρα του συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με
τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η Μary ήταν το 2000, το 2004, το 2010, το 2017 – χρονιά
του θανάτου της.
Η Mary πέρασε τα ‘00ς χορεύοντας
αν και το παροξυσμικό κλίμα της εποχής δεν ήταν το έδαφος (ψυχικό – υλικό)
από το οποίο θέλησε να αντλήσει έμπνευση.
Ψυχικό δεν ήταν διότι οι Mary & theBoyαδιαφόρησαν για το συλλογικό αίσθημα ευφορίας που επικρατούσε γύρω τους. Το
περιβόητο demo τους ήταν κλειστοφοβικό, σκοτεινό, ανατρεπτικό αλλά και παιχνιδιάρικο (αλά
milkshake). Παιχνιδιάρικο
μεν, γεμάτο άγχος ωστόσο, σωστός έφηβος ντυμένος με το δανεικό κουστουμάκι του πατέρα
του σε κάποια οικογενειακή γιορτή στην οποία σύρθηκε με το ζόρι.
Ούτε υλικό αποτύπωμα υπήρξε άλλωστε στο αισθητικό σύμπαν των Mary & theBoy καθώς το πρότζεκτ τους
δομήθηκε συνειδητά από φθηνά υλικά όταν γύρω τους κυκλοφορούσαν με μεγάλη
ταχύτητα πλείστα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ. Piano-punkισούται με diy στην ιδεολογία και handmadeστην αισθητική. Εκείνο που δεν ήταν χειροποίητο φυσικά ήταν το πάθος τους, η
αφοσίωση τους στη μουσική.
Το demo
του 2005 συνομιλούσε περισσότερο σαν αίσθηση, σαν (υποσυνείδητη) στόχευση, με το
2008 απ’ ό,τι με το έτος 2004:
Ολυμπιακοί Αγώνες vs Δεκέμβρης του ’08 σημειώσατε 2.
Η Maryπέρασε στα ‘10s πολύ χρόνο στο διαμέρισμα της
καθώς η συλλογική υστερία, ο κοινός
μας τρόμος, ήταν το ναρκοπέδιο στο οποίο η Μaryπατούσε, ελλείψει σχεδίου διαφυγής, τη μία νάρκη μετά την άλλη: θλίψη, ματαίωση, φόβος, πανικός, υστερία – ο
κατάλογος είναι μακρύς.
Η Μary
πάτησε σε νάρκη και ας μην ξεχνάμε το σκάνδαλο με την επιδότηση εκατομμυρίων
ευρώ από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου
Εξωτερικών σε ΜΚΟ φάντασμα της οποίας αποστολή ήταν η αποναρκοθέτηση του Ιράκ.
Οι νάρκες δεν ξεριζώθηκαν ποτέ από τα χώματα της Φαλούτζα· αντιθέτως, νέες νάρκες φύτρωσαν ανά την Ελληνική
επικράτεια, νάρκες βέβαια άλλης τεχνοτροπίας από εκείνες τη Μέσης Ανατολής
καθότι οι δικές μας δεν εκρήγνυνται μεμιάς διαμελίζοντας το σώμα σου εντός
δευτερολέπτου αλλά δρουν αργά, αποσυναρμολογώντας λίγο λίγο το ψυχικό σου κόσμο
έως ότου δεν βρίσκεις πια κανένα λόγο να εξακολουθείς να μάχεσαι να παραμείνεις
ζωντανός.
Όσοι
τυχεροί παρευρέθηκαν στη συναυλία για την Ηριάννα ίσως να παρατήρησαν πως η
παρουσία του ManuChaoενθουσίασε λιγότερο
το νεαρόκοσμο από ότι εκείνη του Γιάννη Χαρούλη.
Πιθανότατα
έπαιξε ρόλο το γεγονός πως ο ManuChao έπαιξε ακουστικό σετ, χώρια το γεγονός πως όσοι
βρίσκονται στα early 20s
δεν έχουν προλάβει τον Γάλλο τραγουδοποιό στα post-ManoNegra ντουζένια του οπότε για αυτούς ο ManuChaoπιθανόν να είναι
ένας ακόμη μαϊντανούλης hippy μεσήλιξ.
Αλλά
όχι μόνο.
Έπειτα
από τόση κατηφόρα, και αφού λίμνασε στη συνείδηση μιας ολόκληρης κοινωνίας η
αίσθηση πως ότι διαμορφώνει το παζλ της ταυτότητας ενός Έλληνα πολίτη έχει κατά
βάση αρνητικό πρόσημο, είναι επόμενο να αναφερόμαστε σε identitycrisis.
Η
στροφή σε γνώριμα, «δικά μας πράγματα», σε ότι οι οι πρόγονοι μας μας θα
συνηγορούσαν για την αξία του, είναι μια αναμενόμενη, υγιής εν πολλοίς,
αντίδραση εκ μέρους του κοινωνικού σώματος το οποίο καλείται να συμμαζέψει λίγο
λίγο τα συντρίμια του.
(Φυσικά
υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν ακράδαντα πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή
να κλειδώσουμε το ρεμπέτικο στο υπόγειο της ιστορίας (να απαρνηθούμε δηλαδή τη
ζώσα λαϊκή παράδοση του πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία άλλωστε
οι Έλληνες είναι συνδιαμορφωτές) ώστε να αγκαλιάσουμε ξανά το δημοτικό τραγούδι
και να εισέλθουμε απερίσπαστοι στο μαγικό κόσμο της όπερας στην οποία
υποτίθεται πως έχουμε μηδενική παράδοση διότι «δεν περάσαμε Αναγέννηση»· κατά
συνέπεια, όποτε, και εάν, καταφέρει να αγκαλιάσει την όπερα ο Έλληνας ίσως να
γίνει σωστός Ευρωπαίος.
Μια
ανιστόρητη βέβαια άποψη, αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας ούτως ή άλλως,
διότι μια καθημαγμένη κοινωνία είναι σχετικά εύθραστη οπότε έπειτα από τον
συμβολικό θάνατο του ρεμπέτικου ίσως αντί για όπερα να καταλήγαμε με eurotrash– τη συγκεκριμένη
μουσική άλλωστε προτιμούν για το καλοκαιρινό τους ξεσάλωμα οι Ολλανδοί και
Δανοί παραθεριστές στη Μαγιόρκα και την Πάρο.
Με
άλλα λόγια, η άρνηση την σύγχρονων Ελλήνων να κεφαλοποιήσουν την υπεραξία της
Μαρία Κάλας, μετατρέποντας το πατρικό της στην Πατησίων σε μουσείοπαραδείγματος χάριν, δεν σχετίζεται με την
ανικανότητα τους να λειτουργήσουν ως Ευρωπαίοι· αφορά το έλλειμα αυτοπεποίθησης
των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι, συν τοις άλλοις, έχουν (εκ)παιδευτεί στο
ψευδοδίλημμα Ανατολή ή Δύση.
Όσο
για το δημοτικό τραγούδι, είναι γνωστό πως η περιφρόνηση του από πλευράς της
αναδύομενης μεσαίας τάξης της Μεταπολίτευσης εξηγείται (και) ως αντίδραση στην
προπαγανδιστική αξιοποίηση του από την χούντα των Συνταγματαρχών. Και όχι, δεν
χρειάζεται να δαιμονοποιηθεί το ρεμπέτικο τραγούδι ώστε η δημοτική παράδοση να
πάρει τη θέση που της αξίζει στο συλλογικό συνειδητό των Ελλήνων – είναι
προτιμότερη η επανεφεύρεση της συλλογικής ταυτότητας των Ελλήνων.)
Όπως
και να το κάνουμε, η επιστροφή στην παράδοση είναι εκ των ουκ άνευ για ένα μεγάλο
αριθμό Ελλήνων πολιτών την συγκεκριμένη ταραχώδη περίοδο, απόφαση που ενίοτε
φυσικά λαμβάνεται και με συναισθηματικά κριτήρια τα οποία άλλοτε επέχουν θέση
λειτουργική ενώ άλλες φορές αποτελούν τροχοπέδη για την πνευματική ανάπτυξη
ενός ανθρώπου.
Ο Γιάννης
Χαρούλης με την Κρητική ντοπιολαλιά και το καθαρό πρόσωπο του ανθρώπου που
ενηλικιώθηκε μακριά από την «τσιμεντούπολη», σε έναν τόπο ο οποίος μάλλον δεν
υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά ανήκει σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν στο
πληγωμένο - κατά συνέπεια, αναξιόπιστο – φαντασιακό των θαυμαστών του,
βρίσκεται πλέον σε εγγύτερη θέση από τον κοσμοπολίτη ManuChaoστο θυμικό των
ανθρώπων οι οποίοι προορίζονται να στελεχώσουν το πολυπληθές σύνολο που
ονομάζουμε πρεκαριάτο.
Η
συγκεκριμένη αλλαγή παραδείγματος ενδέχεται να προκαλεί ψυχική αναστάτωση σε ανθρώπους
οι οποίοι ενηλικιώθηκαν σε μια εποχή όπου η απαγωγή ενός ακτιβιστή στη μακρινή
Αργεντινή ήταν εξίσου σοβαρή υπόθεση με την άδικη προφυλάκιση μιας Ελληνίδας,
όπως συμβαίνει άλλωστε με τους, επίσης συμμετέχοντες στη συναυλία για την
Ηριάννα, SocialWaste.
(Ο
θάνατος του CarloGiulianiστη Γένοβα το
καλοκαίρι του 2001 και οι anti-globalizationδιαδηλώσεις στο Seattleτο 1999 διακτίνισε
ένα (ανήσυχο) κομμάτι της Ελληνικής νεολαίας στα πέρατα της οικουμένης. Η
δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια το 2008 και πολύ
περισσότερο η έλευση του IMF στην Ελλάδα δύο χρόνια αργότερα μετατόπισαν το κέντρο
βάρους πίσω στη χώρα μας, και στο κέντρο της Αθήνας ειδικότερα.)
Ευτυχώς
για όλους εμάς, στη συναυλία για την Ηριάννα εμφανίστηκαν και οι VillagersofIoanninaCity.
Οι
Γιαννιώτες, αφού πρώτα καλοχώνεψαν γεναιόδωρες δόσεις από desert/psychedelicrock(την ίδια περίοδο,
την εικοσαετία 1990-2010 χονδρικά, κατά την οποία οι νεολαίοι της χώρας είχαν
το προνόμιο να αφομοιώσουν τις νέες μουσικές τάσεις απ’ όλο τον πλανήτη με
σχετικά μικρή χρονοκαθυστέρηση), πάντρεψαν την κιθάρα, το «τοτέμ» της rock, με το κλαρίνο, το όργανο που τους συνδέει με την
αρχέγονη παράδοση του τόπου τους, την Ήπειρο. Τοτέμ χωρίς εισαγωγικά δηλαδή το
κλαρίνο διότι μέσω αυτού αγγίζουμε τους μυθικούς κόσμους της αρχαιότητας στους
οποίους οι κατάρες των Θεών όπλιζαν πεινασμένους δράκους.
Αν
η κιθάρες των VIC
μεταφέρουν στα αυτιά των ακροατών την εμπειρία της πόλης (καθώς η rock είναι κατεξοχήν urbanμουσική), το
κλαρίνο φυτεύει τον σπόρο του πολιτισμού της πέτρας και των ανέμων μέσα στα
πνευμόνια μας.
Με
άλλα λόγια, όταν η ζωτική και γόνιμη επιθυμία να ψηλαφήσεις τη riza σου συναντάται/συνδυαλλέγεται/αλληλεπιδρά με ότι
ενδιαφέρον συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή γύρω σου (από την έρημο της Αριζόνα ως
τα υπόγεια κλαμπ του Βερολίνου) τότε δεν μπορεί να τεθεί πλέον το ερώτημα
Ελληνικά ή ξένα, Χαρούλης ή ManuChao, λαϊκά ή ποπ, ρεμπέτικα ή δημοτικά (από την κληρονομιά
και των δύο άλλωστε εμπνέονται οι VIC):