28.7.19

Red


ΙΙ



Η σερβιτόρα από την άλλη πλευρά, ήταν μια γυναίκα η οποία δεν είχε αναμνήσεις που να σχετίζονται με νύχτες ηδονής σε παραλιακά μπαρ. Ήταν σχετικά μεγαλόσωμη με γεμάτα μπούτια, μπράτσα, στήθια, το δέρμα της είχε χαλαρώσει κατά τόπους, ταλαιπωρημένο εν μέρει από ξυραφάκια από το σούπερ μάρκετ ελλείψει χρημάτων για αποτρίχωση με λέιζερ. Η κίνηση της δεν εξέπεμπε ιδιαίτερο ερωτισμό, χώρια που βάδιζε κομματάκι ατσούμπαλα, δεν έδειχνε πάντως να την είχε απασχολήσει ποτέ η σκέψη για το αν θα έπρεπε το σώμα της να αποπνέει σεξουαλικότητα, όταν αποφάσιζε να κάνει έναν περίπατο φερ ειπείν.

Το πρόσωπο της εξέπεμπε νεανικότητα, διατηρούσε μια φρεσκάδα η οποία, σε συνδυασμό με την λευκή επιδερμίδα της, Ιούλιο μήνα, την έκαναν να δείχνει κάποια χρόνια νεότερη από την περίπου συνομίλικη της πελάτισσα του μαγαζιού. Τα ελαφρώς κατσαρωμένα κατακόκκινα μαλλιά της κυμάτιζαν ανέμελα κοντά στο πρόσωπο της. Είχε όμορφα μεγάλα πράσινα μάτια, μύτη που περνούσε απαρατήρητη και ένα μεγάλο στόμα που στόλιζαν δύο ολόφρεσκα κόκκινα χείλη. Έπρεπε κανείς να κοιτάξει τα δόντια της, τα δύο κενά που εμφανίζονταν στην οδοντοστοιχία της όταν χαμογελούσε εν προκειμένω, και χαμογελούσε συχνά, ώστε να γίνει κοινωνός της ευαλωτότητας της κοπέλας από τη Χειμάρρα. 

Στα μάτια της έβρισκες την επιβεβαίωση του Ιαπωνικού χρησμού πως υπάρχει ένας βαθύς δεσμός μεταξύ της ομορφιάς και της θλίψης, και πως η ομορφιά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ανάμνηση ευτυχίας.[1] Το χαμόγελο της και ο μελαγχολικός ρομαντισμός της ήταν ικανά να ξύσουν μεμιάς την επιφάνεια της ψυχής σου, ενώ το βαθύ, καθότι ειλικρινές και απονήρευτο, ανεπιτήδευτο βλέμμα της ξυπνούσε μέσα σου το «όνειρο του Κυριακάτικου απογεύματος» – να περνάς δηλαδή τις Κυριακές αγκαλιά με εκείνη, τα σώματα σας κουλουριασμένα όταν είσαι μέσα της, κι έπειτα αγκαλιασμένα, σιωπηλά, ανάμεσα από ιδρωμένα σεντόνια.

Η γυναίκα από τη Χειμάρρα είχε δοθεί κάποτε σε δύο εραστές κάνοντας το λάθος να αφεθεί στις ορέξεις τους, ή μάλλον, να παραδοθεί άνευ μάχης στην ημιμάθεια τους. Δεν είναι πως δεν είχε απολαύσει καθόλου το σεξ μαζί τους, είχε καυλώσει, κι ας είχε περάσει περισσότερη ώρα απ’ όσο θα ήθελε στημένη στα τέσσερα σφυγμομετρώντας το, εμπνευσμένο από το porn hub, σφυροκόπημα τους. Ούτε λόγος για οργασμό φυσικά, ποθούσε άλλωστε με όλη της τη ψυχή έναν εραστή να της προσφέρει ανατριχίλες σε κάθε σπιθαμή του σώματος της με όπλο του – αρχικά τουλάχιστον - τη γλώσσα  – ονειρευόταν καμιά φορά, ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, χαϊδεύοντας απαλά τον εαυτό της, πως την φιλούσε πρώτα απαλά στα χείλη πριν η γλώσσα του αγκαλιάσει τη δική της με νωχελικές κυκλικές κινήσεις, έπειτα κατέβαινε αργά αργά προς το λαιμό, κάποτε έφθανε στην κοιλιά, αφού χάριζε κάποια φιλάκια στον αφαλό της συνέχιζε με τους γλουτούς, λίγο πριν καταλήξει να ξορκίζει επίμονα τα άγχη και την αγωνία της στο ίδιο σημείο στο οποίο τα δάχτυλα της μετάγγιζαν τις φαντασιώσεις τις νύχτες που τραγουδούσαν μανιασμένα τα τζιτζίκια.  

Μπορεί να μην ένοιωθε ιδιαίτερα σέξυ τις ώρες που σέρβιρε, οικογένειες, μεσήλικες και ηλικιωμένους παραθεριστές ως επί το πλείστον, έδειχνε όμως εντελώς αέρινη και δυτικοΕυρωπαϊκώς γοητευτική πάνω στο ποδήλατο της. Οδηγούσε ένα γλυκούλικο παλιακό ποδήλατο μωβ χρώματος (βαμμένο χειροποίητα) με ψάθινο καλαθάκι στο μπροστινό μέρος, μ’ αυτό μετέφερε καθημερινά τα ψώνια της από τον φούρνο, το σούπερμαρκετ. 

Πάνω στο ποδήλατο της, με τα κόκκινα μαλλιά της να μην αντιστέκονται καθόλου στα καπρίτσια του μαΐστρου, δεν σταματούσε ποτέ να σκέφτεται τη ζωή που ονειρεύτηκε να ζήσει, ζωή που θα έκτιζε γύρω από την αγάπη της για έναν άντρα. 

Κάποια μέρα θα την έβρισκε.


 

No comments:

Post a Comment