3.7.19

Youth




Περπατούσαμε κατά μήκος της ακτογραμμής πάνω σε ξεραμένα φύκια τα οποία εσχάτως ενοχλούν αισθητικά τους τουρίστες αλλά και δημοτικούς συμβούλους που ονειρεύονται τις ταβέρνες των κουμπάρων τους γεμάτες (κι ας είναι  Άτλαντας η ποσειδωνία αφού δεν αφήνει τις παραλίες να βουλιάξουν υπό το βάρος των παραθεριστών), όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας κάτω από την πίεση ενός επίμονου ήλιου. 

«Σε κόζαρε ρε», λέγαμε κάποτε, τότε που η επίσκεψη στην παραλία κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών είχε συχνά εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Μιας και το ξενύχτι ήταν το κυρίως πιάτο των διακοπών στα ‘20s, τα μπάνια λάμβαναν χώρα αποκλειστικά υπό την επήρεια χανγκόβερ, κάθε βουτιά και μια απόπειρα να συνεφέρεις τον εαυτό σου από την, οπωσδήποτε χαρμόσυνη και καλοδεχούμενη, εξαλλοσύνη της νύχτας, θα έλεγε κανείς πως στη θάλασσα περισσότερο ξεπλέναμε τις νύχτες από τη συνείδηση μας (από τη μνήμη μας θα ήταν μάλλον απίθανο), παρά αφουγκραζόμασταν το μπλε του Αιγαίου το οποίο τότε για εμένα προσωπικά ανήκε στα ψάρια του – όσο για σήμερα, προσπαθώ να μην σκέφτομαι πως στα διεθνή του ύδατα πλέουν Ρωσικά πολεμικά πλοία στο δρόμο προς τη Συρία. 

Κάθε λάγνο βλέμμα καλοδεχούμενο φυσικά, ακόμα κι αν προέρχεται από κάποια η οποία πιθανόν να σε άφηνε αδιάφορο τις περισσότερες στιγμές της ζωής σου - εκτός από εκείνες στην παραλία. Ξαπλώνοντας ημίγυμνος πάνω σε μια πετσέτα σε καυτά βότσαλα επί ώρες, αφήνεις τον ήλιο να κάνει τη δουλειά του, να κάψει δηλαδή τις αντιστάσεις σου, πήδος από το παράθυρο η επίσκεψη στη θάλασσα που οδηγεί σε μία - έστω πρόσκαιρη - διαφυγή από την δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, που έλεγε κάποτε κι ένας Αυστριακός. 

Κοίταξα κι εγώ προς τη μεριά της, διέκρινα αμέσως το στήθος της, έτσι όπως καθόταν με τα γόνατα ανασηκωμένα. Το στήθος της ήταν αναμφισβήτητα το κέντρο της σεξουαλικότητας της, αλλά και το κέντρο βάρους του σώματος μιας μέλλουσας μητέρας.

Οι άνθρωποι άλλωστε δεν περπατούν αναγκαστικά με πόδια τους. Πόσα λαϊκά παιδιά αποτελούν κινούμενα manspreading με τα γεννητικά τους όργανα να κουδουνίζουν μέσα από τις αθλητικές φόρμες τους; Άλλοι γυρνοβολούν με τις τσέπες τους σε κοντινό πλάνο, ορισμένων το βάδισμα στηρίζεται περισσότερο σε (παρα)φουσκωμένα μπράτσα παρά σε ένα ζεύγος από ποδάρια, ενώ, τέλος, κάποιοι θαρρείς πως βαδίζουν με τις ζελεδιασμένες τρίχες του κεφαλιού τους την ίδια ώρα που μια κάμερα κινητού σελφάρει διαρκώς πάνω τους. 

Αλλά και πόσες γυναίκες κυκλοφορούν με κέντρο άξονα τους τροφαντούς γλουτούς τους, πόσες εμπιστεύονται το έντονο μακιγιάζ τους να καθοδηγεί τα βήματα τους στις κεντρικές αρτηρίες του shopping στο κέντρο της πόλης, πόσες γυναίκες πετούν πάνω στο τσιμέντο με τη χάρη δύο ευλύγιστων, λεπτών, μακριών ποδιών την κατάληξη των οποίων σε μια στενή μέση φαντασιωνόμαστε απομακρύνοντας με τη φαντασία μας ένα κομμάτι από λινό πολύχρωμο ύφασμα; Υπάρχουν φυσικά κι εκείνες οι οποίες κλέβουν όλα τα βλέμματα καθώς βαδίζουν αγέρωχες αναδεικνύοντας σε κάθε τους βήμα κ ά θ ε σπιθαμή του σώματος τους-μνημείου ομορφιάς κτισμένου επιμελώς με γιόγκα, γυμναστήριο, αποτρίχωση με λέιζερ, ενυδατικές κρέμες, λεύκανση δοντιών και ατελείωτες ώρες στα δοκιμαστήρια ρούχων σε μαγαζιά με air condition να δουλεύουν στο φουλ. 

Μάλλον συμπτωματικά, στρώσαμε τις πετσέτες μας γύρω στα 20-30 μέτρα απόσταση από εκείνη και την παρέα της, δύο συνομήλικες φίλες της, επίσης λίγο μετά τα είκοσι, αλλά και τη μάνα της. Το κορίτσι ήταν μεσαίου αναστήματος με μακριά ατημέλητα καστανόξανθα μαλλιά και έκφραση προσώπου ακόμα υπό διαμόρφωση, υπό την έννοια πως δεν είχε διαλέξει ακόμη πως θα πλασάρεται στον κόσμο – αν θα προβάλλει την εικόνα της τρελιάρας, της δυναμικής, της αισιόδοξης, της βαριεστημένης, της γκρινιάρας, της σνομπαρίας, της αντιδραστικιάς, της μη μου άπτου, ή, το χειρότερο απ’ όλα, της αδιάφορης.  

Το μαύρο μπικίνι της αποκάλυπτε μεγάλο μέρος του ολόλευκου ακόμη πισινού της. Που και που φαινόταν να ντρέπεται λιγάκι, ενήμερη καθώς πρέπει να ήταν για το impact ενός τέτοιου μεγέθους ευφρόσυνου κώλου, πράγματι, ο μακρόστενος, μα διόλου πλατύς, πισινός της κυριαρχούσε στο σώμα της, από την πίσω όψη τουλάχιστον, λεωφόρος της προσμονής η σπονδυλική της στήλη καθώς οδηγούσε τον υποψήφιο εραστή σε εκείνον, ενώ τα πόδια της, κάπως κοντύτερα σε σχέση με τον κορμό του σώματος της, έμοιαζαν υποστηρικτικές Ιωνικού ρυθμού κολώνες, ο κώλος λοιπόν, μέρος του σώματος που στα φοιτητικά χρόνια βρίσκεται χρόνια μακριά από ένα μέλλον που περιλαμβάνει ζάρες, χαλάρωση, κυτταρίτιδα και λοιπές παρασπονδίες του σώματος, σύμφωνες άλλωστε με τους κανόνες που επιβάλλει δίχως κατανόηση για την ανθρώπινη ματαιοδοξία η διαβρωτική ισχύς του αμείλικτου χρόνου·

η περηφάνια του κοριτσιού στην παραλία πάντως περικλειόταν κατά βάση στα δύο, επίσης ευμεγέθη, στήθη της, πληθωρικά βυζιά αρκετά πιο γεμάτα κάτω από τις θηλές της - σχήμα σταγόνας που έδινε σχήμα στα όνειρα μου, φιλοξενούνταν σε ένα ασπρόμαυρο στηθόδεσμο ο οποίος δεν έκανε καμία προσπάθεια να τα περιορίσει αλλά αντίθετα τα άφηνε να σαγηνεύουν το σύμπαν, το δικό μου τουλάχιστον, οπωσδήποτε υποταγμένο στον Αττικό ήλιο εκείνο το απόγευμα, όταν τα τείχη γκρεμίζονται, απομένει μονάχα η αδιαμεσολάβητη επιθυμία – κάθε διαμεσολάβηση άλλωστε και μια - αιματηρή για τη λίμπιντο - νίκη του πολιτισμού.

Χοροπηδούσε στην άμμο χωρίς την άνεση μιας γυναίκας που γνωρίζει καλά το σώμα της, που έχει χαρεί το σώμα της, που έχει τρελάνει άντρες στο κρεβάτι με τα θέλω της, αλλά με την άνεση ενός ακομπλεξάριστου νεαρού κοριτσιού σε αναζήτηση ενός θερινού έρωτα τον οποίο είχε αποφασίσει να μην κυνηγήσει – θα ‘ρχόταν ως δώρο των θεών του Ελληνικού καλοκαιριού.

«Δεν θα ψηφίσω σ’ αυτές τις εκλογές, είναι τοπικές, δε μ’ ενδιαφέρουν!» θα φωνάξει στη μάνα της με μια γλυκειά παιγνιώδη αυθάδεια. 

Ο έρωτας μπορούσε να περιμένει, ήταν δύσκολο να βρεθεί άλλωστε στα πέριξ της Ανατολικής Αττικής υπό το άγρυπνο βλέμμα της μάνας, απολάμβανε ένα κουτάκι Heineken αναπαυμένη στο καρεκλάκι της, όση ώρα τα κορίτσια τσαλαβουτούσαν στα αβαθή νερά της παραλίας της Αρτέμιδας. 




No comments:

Post a Comment