24.2.21

Let It Bleed

 

 

 


 

 

 

Μέρα όμορφη, αλλά σαν όλες τις άλλες. Επιλέγω το μη χείρον Β6λτιστον.

Περπατώ στους στρωμένους με κυβόλιθους πεζόδρομους του Χολαργού-Παπάγου φροντίζοντας να με χτυπάει συνέχεια ο ήλιος. Ήλιος που προαναγγέλει την Άνοιξη η οποία νοιώθω πως αργεί ακόμη – όσο για τα πρώτα μπάνια, φαντάζουν μάταια ονειροπόληση κι ας είναι λίγους μήνες μακριά.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων κάτω των σαράντα κυκλοφορεί με τη μάσκα καταβασμένη στο πηγούνι. Οι άνω των εξήντα την φέρνουν έως τα μάτια. Η ζωή βρίσκει το δρόμο και τον τρόπο, κι ας βρισκόμαστε ακόμη στο pause.

Σπρώχνω με το πόδι νεράντζια από το τσιμέντο στο χώμα. Νεράντζια, πολλά νεράντζια, δραπέτες από τις 4.500 νεραντζιές εντός των ορίων του δήμου. Εύχομαι να μην αποτελέσουν σπαταλημένη βιομάζα – γλυκό νεραντζάκι ούτως ή άλλως δεν θα φάμε. Μικρή προσπάθεια απαιτείται άλλωστε ώστε το σκουπίδι που σαπίζει πάνω στην άσφαλτο να γίνει λίπασμα που εξασφαλίζει τον αδιάκοπο κύκλο της ζωής. 

Τάραξαν τους κύκλους μου, όσο οι ρυθμοί της πόλης ατονούν, καμία αισθητηριακή ολοκλήρωση δεν είναι δυνατή. Ελλείψει ερεθισμάτων προς επεξεργασία από το νευρικό μας σύστημα το σώμα αδυνατεί να έχει οποιαδήποτε προσαρμοστική αντίδραση αντάξια του βίου μας και της ιστορίας του άστεως της πόλης.

Κοντολογίς, δε ζούμε στο ύψος όσων αισθανόμαστε. Ζούμε στο βάθος όσων νοσηρών υποπτευόμαστε - κανείς άλλωστε δεν είναι σε θέση να αποδείξει οτιδήποτε εν καιρώ υγειονομικού πολέμου· Εθνικός Οργανισμός Δημώδους Υστερίας.

Βαδίζω στην τύχη αλλά όχι και τόσο, επί Β6 εποχής κανείς δεν είναι σε θέση να αυτοσχεδιάσει και να αφεθεί να τον παρασύρουν οι ήχοι, οι μυρωδιές και οι Σειρήνες των events της πόλης.

Όσο για τις ξακουστές νύμφες της θάλασσας, δεν έβαλα ποτέ ακουστικά στ’ αυτιά μου, κι όταν ακόμη μ’ έδεσαν μ’ έναν αόρατο παγκόσμιο ιστό μπροστά από μια οθόνη βρήκα τον τρόπο να βρεθώ στην αγκαλιά τους – δε με κατασπάραξαν, όπως το θέλει ο διδακτικός Μύθος, μάτωσε ωστόσο η καρδιά μου. Let It Bleed. Ας μη βαυκαλιζόμαστε όμως· kids, dont try this at home, να βρει και κάποιος την Ιθάκη του σ’ αυτόν τον τόπο.

Πράγματι, life its fucking uneventful τελευταίως, πιθανόν καλά νέα για όσους δεν μέθυσαν από αλκοόλ και τις φωνές των κοριτσιών χάνοντας νωρίς το πρωί το δρόμο προς το σπίτι έπειτα από μια περαντζάδα από καλές φάσεις στο κέντρο της πόλης.

Eίναι βέβαια λογικό να υποθέσουμε πως στο κοντινό μέλλον ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανθρώπων θα γιατρευτούν από την παθολογία του FOMO - not much to be missed nowadays. Κι άλλωστε, οι άνθρωποι εκπαιδεύονται τόσο γρήγορα σε νέες κοινωνικές συμβάσεις και επιταγές ώστε μην ανησυχεί κανείς ιδιαίτερα για την προσαρμοστικότητα του πλήθους σε μία νέα ζωή.

Θα επανέλθει, πιθανόν, μια αίσθηση μέτρου – οι ξενύχτηδες και μόνο θα συνεχίσουν να ξενυχτούν, οι flâneur θα επιμένουν να τριγυρνούν ασκόπως, οι ξεναγοί θα ξεναγούν όσους θέλουν να ξεναγηθούν, και οι πότες θα πίνουν μόνοι τους σε κάποια μπάρα χωρίς τα check in των τουριστών του Instagram να διαταράσσουν τη μοναξιά τους.

Κάθε heavy drinker και μια μοναξιά – να μη γίνουμε όλοι πότες. 

 

 

 

22.2.21

Let It Snow

 


 

 

 baby it's lonely outside; echoes from a (social) distance

 

…but not today.

Στέλνω μήνυμα για Β... σιγά μη στείλω, το ‘στρωσε απόψε στην Αθήνα!

Ο στόχος μου είναι σαφής: να φτάσω στους πρόποδες του Υμηττού να σου πετάξω ακόμη ένα μπισκοτάκι μωρή Φύση, μόνη σου δεν είσαι, είμαι κι εγώ!

Βγαίνω έξω πανέτοιμος με αδύνατο σημείο μου τις ακατάλληλες για την περίσταση μπότες μου. Aν δεν υπήρχε αχίλλειος πτέρνα στη ζωή μας τότε θα έπρεπε από κάποιον να εφευρεθεί, ας είναι και Θεός. Κάθε άνθρωπος κι ένας Αχιλλέας άλλωστε - ευλογία και κατάρα μαζί, σαν τον έρωτα.

Αναζητώ χιονάνθρωπους με πούρο ή μάσκα στο στόμα ή κάποιο αντιπολιτευτικό σύνθημα στο στέρνο, όμως τζίφος. Φωτογραφίζω μια σειρά από εφήμερες ανθρώπινες δημιουργίες από χιόνι, όλες τους συμβατικές και γλυκούλικες. Τα ‘χω με τη γειτονιά μου αλλά όχι για πολύ – χιονίζει από χθες στην πόλη μας. Ο κόσμος τριγύρω είναι αρκετός, μάσκα ουδείς, παρότι χρήσιμες σε συνθήκες παγετού. Η 16η Φλεβάρη άλλωστε είναι μέρα αβασάνιστης χαράς.

Το χιόνι δεν σκεπάζει τα πάντα, οι πολυκατοικίες στέκουν στη θέση τους, τα αυτοκίνητα παραμένουν παρκαρισμένα μπροστά τους, τα στενάκια όμως μοιάζουν όλα ομοιόμορφα, τα δέντρα με λυγισμένα κλαδιά από το βάρος του χιονιού επίσης, τα προσωπικά μου σημεία αναφοράς αγνοούνται, λίγο λίγο το αστικό τοπίο γύρω μου γίνεται ενιαίο κι αδιαίρετο – γίνεται λευκό.

Στο Άλσος Παπάγου επικρατούν συνθήκες μαζικού χιονοπόλεμου, μιας γενικής ψυχικής ανάτασης. Ένα μεγάλο κλαδί πεύκου πέφτει live στο έδαφος χωρίς να βγάλει άχνα είκοσι τριάντα μέτρα μακριά από μια παρέα Λυκειόπαιδων. Ακινητοποιούμαστε όλοι στιγμιαία, τίποτε όμως δεν είναι ικανό να μας εμποδίσει σήμερα, ούτε καν ο φόβος του θανάτου.

Πράγματι, θα συναντήσω άλλα δύο νικημένα από το χιόνι κλαδιά δέντρων αργότερα, ένα καταμεσής του δρόμου κι ένα ακόμη στην οροφή μιας γκρίζας BMW μοντέλο των αρχών της δεκαετίας του ’80. Και να σκεφτείς πως όταν η ιδιοκτήτρια του αυτοκίνητου με είχε πιάσει στα πράσα να την φωτογραφίζω με ανέκρινε για το παράξενο των σκοπών μου - ποιος ξέρει τώρα αν θα επιζήσει του ατυχήματος. Αναρωτιέμαι βέβαια αν θα επιβιώσει και στις μνήμες μας· όταν η BMW μάρσαρε έως το Instagram συνάντησε πέραν των 50 δισεκατομμυρίων στιγμών ακινητοποιημένων στο χρόνο.

No problem, εμείς και οι πράξεις μας είμαστε χαλίκια στις όχθες του Αιγαίου και κόκκοι στην άμμο της ερήμου της Νεγκέβ – σημασία έχει όμως ν’ αγαπάς.

Λίγο πριν εξέλθω του πάρκου δύο κοπέλες γύρω στα εικοσιπέντε μου ζητούν ανέμελα να τις τραβήξω βιντεάκι. Ανήκουν στο 7 με 8% των νέων που κατοικούν στο δήμο Παπάγου-Χολαργού που η καρδιά τους χτυπά μεταξύ αλληλεγγύης, woke και diy live.

Απορώ για μια στιγμή πως με τσακώσανε, ντυμένος καθώς είμαι σαν χιονοεκδρομέας. Άκυρος δηλαδή. Μήπως άραγε η μωβ φράντζα της κοπέλας να συντονίστηκε με το ελαφρά φθαρμένο σκούρο πράσινο κοτλέ μου; Ανοησίες, δεν κλικάρουν τρίχες με υφάσματα, απλά οι άνθρωποι επικοινωνούν σε βάθος πέραν της γλώσσας, ορισμένες φορές με τρόπους που μας ξαφνιάζουν, μας τρομάζουν·

«ο πόθος, φίλε, που τα μέλη παραλύει με δάμασε».

Τα κορίτσια θα πιαστούν χέρι χέρι και με δυνατά γέλια θα αφεθούν να πέσουν ανάσκελα στην καθάρια απαλότητα του χιονιού. Θα σηκωθούν αργά αργά, συνεχίζουν να γελάνε, πιο ντροπαλά τώρα.

Αναρωτιέμαι σιωπηλά αν αναπαρέστησαν το θάνατο τους· κάπως έτσι θα ξεψυχούσαν δύο παθιασμένοι επαναστάτες στην Βαρκελώνη, απελπισμένοι εραστές στην Βυρηττό, η Bonnie και ο Clyde, όταν θα τους έβρισκαν (αναπόδραστο ραντεβού, όταν κυνηγάς το αδύνατο) οι σφαίρες του εχθρού.

Γελάω με τον εαυτό μου, καθώς απομακρύνομαι από τη σκηνή του υποτιθέμενου crime reenactment. Οι πλάτες των κοριτσιών αγκάλιασαν το χιόνι από ενθουσιασμό και μόνο, όπως θα συνέβαινε με ένα κρεβάτι υπερπαραγωγή σε κάποιο boutique hotel, την άμμο σε κάποια παραλία του Αιγαίου μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, παχιά βλάστηση σε κάποιον αγρό της Μεγάλης Βρετανίας – κανένα έγκλημα δε διαπράχθηκε ποτέ μπροστά στα μάτια τους, ξέχωρα από εκείνα τα μικρά καθημερινά εις βάρος της ομορφιάς της πόλης μας.

Γενικά μιλώντας, όταν δεν αγαπάς, και δεν αγαπιέσαι, the whole world becomes a crime scene. Οι έρευνες του FBI κάθε φορά έχουν ευφημιστικό χαρακτήρα, κανένα μυστήριο δεν επιλύεται.

Φθάνω στον προορισμό μου. Στην άνοδο γλυστράω, μισοπέφτω. Τραβάω τη φωτό που ήθελα, εκεί που χθες υπήρχε ελάχιστο χιόνι, σήμερα αντικρύζω ένα κάτασπρο τοπίο. Mission accomplished.

Στην κάθοδο τρώω σαβούρα. Προσγειώνομαι στο χιόνι με τα οπίσθια, το μπουφάν ανασηκώνεται, ο παγετός απειλεί να εισβάλλει μέσα μου, το χιόνι που δεν έχει σταματήσει να πέφτει αρχίζει γρήγορα να σκεπάζει το παντελόνι μου. Κρυώνω, αλλά δεν πειράζει – λέγε με παλιόπαιδο προδότη και αδελφή μα μη λες φυγόπονο και σταρχιδιστή.

Cest la vie – γέλια και γκρεμοτσακίσματα.