4.2.21

Ομόνοια

 

vangelis_kay


 

Μπαίνω στην Τριπόδων από Αεροπαγίτου. Μια κοπέλα κουβαλάει ένα ογκώδες μουσικό όργανο στην πλάτη της, περπατάει αγχωμένη προς το Μετρό Ακρόπολη. Είναι περασμένες 22:00. Δεν θα ξανασυναντήσω άνθρωπο σ’ αυτόν το δρόμο. Μια μεγάλη Ελληνική σημαία δεν κυματίζει σε ένα νεοκλασικό μπαλκόνι, ένα man size αρχαιοελληνικό άγαλμα σε ακόμη ένα μπαλκονάκι στέκει πιο βουβό από ποτέ αφού δεν το ντύνει με το βλέμμα του κάποιος τουρίστας.

Πάντα νέκρα έπεφτε τις νύχτες στην Πλάκα· κάποτε μετά τις 02:00, τώρα αρκετές ώρες νωρίτερα.

Το κόβω δεξιά στο τέλος του δρόμου, αποφασίζω να μην κινηθώ μέσα από τα στενάκια αλλά να διασχίσω την Αθηνάς παρότι υποθέτω πως εκεί η παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας δεν θα είναι διακριτική λόγω της στρατηγικής σημασίας της πλατείας Μοναστηρακίου – Βυζαντινό εκκλησάκι, πρώην τζαμί, και στο βάθος ο Παρθενώνας.

Πράγματι, απέναντι από την έξοδο του Μετρό επί της Αθηνάς, περίπου δεκαπέντε με είκοσι κτισμένοι, ως επί το πλείστον, μηχανόβιοι της ΕΛ.ΑΣ. επιβλέπουν την άδεια πλατεία, σκανάρουν τους εξερχόμενους από τον σταθμό του τρένου.  

Περνώ από δίπλα τους, κάποια ζευγάρια μάτια πέφτουν αδιάφορα πάνω μου. «Αυτό το παλληκαράκι που πάει;» μονολογεί κάποιος – no surprises here, ήμουν το μόνο έμψυχο αντικείμενο σε απόσταση βολής. Η περιέργεια του δεν θα κάνει γκελ στην ομήγυρη, συνεχίζω το δρόμο μου χωρίς ανεπιθύμητες στάσεις.

Ένας άστεγος μεσήλικος Άραβας με παχύ μουστάκι την βγάζει πάνω σε ένα αυτοσχέδιο κάθισμα. Κρυώνει. Μία άλλη ομάδα αστυνομικών με μηχανές αράζει έξω από το μοναδικό ανοιχτό (μαζί με τον Γρηγόρη) take away φαγάδικο της Αθηνάς. Τρώνε σουβλάκια. Είναι πιο χαλαροί σε σχέση με τους συναδέλφους τους που συνάντησα προηγουμένως, ανήκουν σε άλλη μηχανοκίνητη ομάδα τα μέλη της οποίας δεν αντιλαμβάνονται, προς το παρόν, την κατανάλωση χημικών σκευασμάτων ως γυμναστική σε έκδοση χαπιού.

Δύο νεαροί από το απέναντι πεζοδρόμιο περπατούν με γοργό βήμα μεν, ανέμελοι δε. Θα αποτελέσουν τη μόνη ένδειξη κανονικότητας για μία ώρα και κάτι που θα διασχίζω το κέντρο του δήμου Αθηναίων. Απωθώ τη σκέψη πως εργάζονται στην Ασφάλεια Αττικής. Οφείλουμε να παραμείνουμε «αισιόδοξα απαισιόδοξοι, ρεαλιστικώς ουτοπιστές» μου λέει μια φωνή σε απευθείας σύνδεση με την ψυχή μου.

Φθάνω στην Βαρβάκειο, ένα ακόμη λαβωμένο ζωτικό όργανο του σώματος της πόλης. Η κεντρική αγορά της Αθήνας αναμένει εκ νέου την ανάπλαση της, την προηγούμενη άλλωστε δεν τη θυμάται κανείς. For a good reason.

Προσπερνώ έναν άστεγο τυλιγμένο με κουβέρτες πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι. Ένα συνεργείο καθαρισμού του Δήμου αφαιρεί τις κουτσουλιές των περιστεριών από την Πλατεία Κοτζιά που φιλοξενεί ένα σκανδαλωδώς αμελητέο Δημαρχείο.

Το 049 βρίσκεται σταθμευμένο στην αφετηρία φορτωμένο με τρεις επιβάτες, στο βάθος της εικόνας αναδύεται η ελπίδα μέσα από το νερό… αααχχ Ομόνοια!

σε θυμάμαι με συντριβάνι και αλαλάζοντα κακοντυμένα εθνικά υπερήφανα πλήθη τον Ιούνιο του 1987,

χωρίς συντριβάνι τον Ιούνη του 2004 όταν οι μάζες ήταν πλέον πιο καλόγουστες, πιο ανεξέλεγκτες· εκείνο το βράδυ, γορίλες με λάβαρα κυνηγούσαν Αλβανούς επειδή ένοιωθαν πως despite the odds θα γίνουν καλύτεροι Έλληνες απ’ αυτούς,

δίχως ελπίδα καμιά για το μέλλον σου στην καρδιά του χειμώνα του 2011, τις νύχτες που μετά τα μεσάνυχτα φιλοξενούσες τριψήφιο αριθμό απελπισμένων,

κι απόψε, που δεν έχω χρόνο για να ξαποστάσω, συναντώ έναν περιπτερά και ένα αυτοκίνητο της Δημοτικής Αστυνομίας όλους κι όλους.

Ελλείψει έμψυχων υποκειμένων, το μάτι μου πέφτει στα κτίρια, φωτισμένα και μη. Η επιθετική κηδεμονία της πλατείας από το Hondos Center βρίσκεται σε εμφανή δυσαρμονία με το μετέωρο βήμα της ανάδειξης της νεοκλασικής ομορφιάς των δίδυμων μεγάρων ακριβώς απέναντι.

Όπως και να ‘χει, το νερό που εκτινάσσεται προς τον ουρανό γαληνεύει τις αισθήσεις μου – τις αναπλάσεις πολλοί πολέμησαν, την ψυχοθεραπευτική αξία ενός συντριβανιού - θέλω να πιστεύω - κανείς!

Ανηφορίζοντας την Πανεπιστημίου συναντώ ακριβώς επτά συμπολίτες μας, όλοι τους ξένοι. Στρίβω Ιπποκράτους, ανεβαίνω την Ακαδημίας, μηδέν συνοδοιπόροι. Μπαίνω ξώφαλτσα Κολωνάκι, προσπερνώ δύο ξεμάσκωτους μεσήλικες άντρες, ο πρώτος μιλάει στο τηλέφωνο, δείχνουν να ανησυχούν για business related issues. Αποφασίζω να το λήξω στον Ευαγγελισμό.

Περιμένω το λεωφορείο, κάθομαι στα ξύλινα παγκάκια χωρίς πλάτη σε στάση καθιστός Βούδας, κρατώ σημειώσεις. Ένας μηχανοκίνητος μπάτσος σπέρνει διχόνοια με το βλέμμα του. Εις μάτην - όλοι γνωρίζουμε σε ποιους ανήκουν οι νύχτες. 

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment