17.2.21

WE FEW WE CURFEW WE BAND OF HUNTERS

 

 



 

Παρασκευή μεσημέρι με λιακάδα, νοτιοδυτικά της πλατείας Συντάγματος ρουφάω μια δόση κανονικότητας λίγες ώρες πριν την κάθοδο της Μήδειας, ενός κύματος κακοκαιρίας δηλαδή, τίποτε το συνταρακτικό, ξέχωρα από την πανανθρώπινη ανάγκη, βγαλμένη απ’ τα βάθη της ιστορίας κάθε γωνιάς του πλανήτη, να αποδίδει τα του Θεού τω Θεώ στις δυνάμεις της Φύσης, οπωσδήποτε εντελώς ανυπάκουες στις ανθρώπινες προσταγές.

Αρκούν δύο εικόνες, δύο πρόσωπα: ο πρώτος, σαραντάρης Αθηναίος με κοντομάνικο και πολυφορεμένο τζηνάκι Φλεβάρη μήνα με ηλιοφάνεια, εργάζεται στα πέριξ σε μια δουλειά που δεν του αποφέρει ιδιαίτερη ικανοποίηση· η δεύτερη, νέα Αθηναία κάτω των τριάντα, φοράει μαύρη μίνι φούστα κλος με καλσόν στο χρώμα του δέρματος και ψηλές δερμάτινες μπότες τον Φεβρουάριο με ήλιο που σιγοκαίει.

Ο κόσμος δεν είναι πολύς, είναι λίγος, σαν να ‘ταν Μεγάλη Εβδομάδα ή Αύγουστος. Στην Πλάκα, μαγαζάτορες σκοτώνουν την ώρα τους έξω από τα λιγοστά μαγαζιά που είναι ανοιχτά – όλα με φαγώσιμα είδη. Η αίσθηση που αναδύεται είναι εκείνη του μαρασμού.

 

*

Είναι πλέον νύχτα. Κουκάκι! Tι να σου συμβαίνει άραγε τούτες τις μέρες;

Κάποτε, φεύγοντας από την Πάντειο κάθε φορά διέσχιζα τη γειτονιά με βήμα ταχύ και βλέμμα αφ’ υψηλού· τότε ακόμα, αποτελούσε αποκλειστικά τόπο διέλευσης (με την εξαίρεση της εποχικής νυχτερινής στάσης στο Μικρό Μουσικό Θέατρο). Σήμερα, δεν βρίσκεις διαμέρισμα να νοικιάσεις!

Κατηφορίζω μια γαλήνια Βεΐκου, προσπερνάω το φαλαφελάδικο με τη Harissa και ένα Thai Street Food που κάνει χρυσές δουλειές, είναι τα μόνα ανοιχτά. Στο πεζόδρομο της Δράκου δύο περίπτερα φωτίζουν το χώρο, τα προϊόντα λάμπουν πολύχρωμα μέσα από τα ράφια και τα ψυγεία. Με τα ρακάδικα και τόσα φαγάδικα κλειστά ηγεμονεύουν των munchies μας – high γινόμαστε πλέον νοσταλγώντας το μέλλον. Συνεχίζω στη Βεΐκου, η αδράνεια του αστικού περιβάλλοντος τριγύρω μου σχεδόν με καταβάλλει – ούτε μια Μάρα Ζαχαρέα δεν ξεχύνεται στο πεζοδρόμιο μέσα από κάποιο σαλονάκι, χειμώνας άλλωστε. Με ξυπνάει ένα τρόλλεϋ που διασχίζει το στενό δρόμο με τις ορμές του οδηγού του σε πρώτο πλάνο, όπως πολλά οχήματα από τα μέσα οδικών μεταφορών τις νύχτες της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Δυνατά φώτα με τραβούν προς τον έτερο πεζόδρομο της γειτονιάς στην Γεωργίου Ολυμπίου, no mans land για απόψε, κατά συνέπεια, κάνω δεξιά στη Ματρόζου.

Μπαίνω Γενναίου Κολοκοτρώνη, δεν είναι σκοτεινή, τυλίγεται από ένα χλωμό κίτρινο, μοιάζει ξεθωριασμένη. Ελλείψει κίνησης, η κατακόκκινη μεταλλική πόρτα με την επιγραφή Muses μοιάζει με είσοδο σε κωλόμπαρο στη μέση του πουθενά, πρόκειται για rooms to let. Συνεχίζω την πορεία μου, με προσπερνούν ταξί και ντελιβεράδες.

Εγκαταλείπω τον ίσιο δρόμο ενστικτωδώς δίχως ελπίδα καμιά πως θα αλλάξουν οι τύχες μας γι’ απόψε - όσο για γενικότερα, χώρα χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει ladies and gentlemen, απλά στο χωροχρόνο μας ο ένας κόβει ένα ‘ν’ και ο άλλος έγινε γνωστός ως John.

Πλησιάζω στην πλατεία, η ώρα 22:30. Ακούω φωνές. Καμιά εικοσαριά εικοσάρηδες πίνουν μπύρες στα όρθια και στα παγκάκια. Ένα μικρό σοκ των αισθήσεων. Ο θόρυβος που παράγεται από τις ομιλίες τους με ταξιδεύει σε κάποια άλλη νύχτα, σε πολλές υπαίθριες νύχτες «σύγχυσης και γέλιου» - φέρνω στο νου μου το χιούμορ της, βαστάω γερά κι απόψε.

Στην Τρώων, αντιθέτως, δεν κινείται φύλλο. Ένα μόνο street foodάδικο παραμένει ανοιχτό, οι κρότοι από τα πηρούνια καλοβαλμένων μεσήλικων έχουν σωπάσει από καιρό.

Οι πλατείες, νομοτελειακά, π ά ν τ α θα παράγουν πολιτική. Και τα εστιατόρια φυσικά, αρκεί οι θαμώνες να έχουν διάθεση να συζητήσουν οτιδήποτε περισσότερο από συνταγές.

Στα σύνορα Πετραλώνων-Θησείου αποφεύγω σαν έτοιμος από καιρό ένα στενό που κάποτε φιλοξενούσε τα όνειρα μιας Αλβανίδας συμφοιτήτριας μου για κάποια χρόνια και τη σεξουαλική μου λαχτάρα για ένα βράδυ. Ξενύχτησα να την ακούω να υπερασπίζεται τον George W. Bush, Προέδρου των Η.Π.Α. που έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής το 2007 στα Τίρανα, άσε που δεν κέρδισα ούτε ένα τόσο δα φιλάκι.

Βγαίνω στο κάτω μέρος της Ερμού. Η Μήδεια ρίχνει την πρώτη προειδοποιητική της βολή – μία σταγόνα και μόνο για τώρα, εις αύριον τα ωραία του χειμωνιάτικου κρύου. Έξω από το Hotel Ερμού δεν βλέπω μαύρα πολυτελή αυτοκίνητα καβάλα στο δημόσιο χώρο, ούτε μαυροντυμένους μπράβους, δεν ακούγεται δυνατά μουσική – τίποτε δεν διαταράσσει απόψε τα πνεύματα του αρχαίου κόσμου που γυροφέρνουν στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Σ’ όλη τη διαδρομή συναντώ μια γυναίκα όλη κι όλη, ένα μηχανάκι Wolt διασχίζει με φόρα τον πεζόδρομο.

Η πλατεία Ασωμάτων απόψε κυριολεκτεί, κανένα σώμα. Σουβλατζίδικο κλειστό. Περίπτερο επίσης. Μπάτσοι πουθενά.

Έρημη Αδριανού ισούται με μαγεία. Black magic δηλαδή, δεδομένης της διάθεσης όλων μας αλλά και των σκούρων ρούχων που φορούν οι μοναδικοί άνθρωποι που θα συναντήσω ανηφορίζοντας. Μου φαίνεται πως εξασκούνται σε ασκήσεις ισορροπίας, στ’ αριστερό τους χέρι  κάγκελο και στο δεξί τους μπύρα με θέα τον Παρθενώνα.

Μοναστηράκι. Στη μεριά που ξεβράζονται αιωνίως αντιρρησίες των κοινωνικών συμβάσεων τέσσερις τον αριθμό χίπηδες αράζουν στο πεζούλι. Δεν προσέχω, αλλά όλο και κάτι θα πίνουν.

Set me free babe!” φωνάζει ένας τύπος με πλατύ καουμπόϊκο καπέλο.

Μια γιαγιά με κόκκινο ξεφτισμένο παλτό διασχίζει την πλατεία φορτωμένη με τρεις παραγεμισμένες πλαστικές σακούλες. Τα πάντα κλειστά, περίπτερα included, με την εξαίρεση του Μπαϊρακτάρη.

Κοντοστέκομαι, κρύβομαι για την ακρίβεια, πίσω από ένα ψυγείο περιπτέρου με σήμα - τι άλλο; - την Coca Cola. Πινακίδες μου στέλνουν υποσυνείδητα μηνύματα: το 360° σηματοδοτεί νέες κυβερνητικές εξαγγελίες που αφορούν τον κοινωνικό βίο αβίωτο, το ‘A’ μπροστά από το ‘for Athens’ δεν μπορεί παρά να σημαίνει abandonment.

 

Με ένα τσιγάρο στο στόμα, το πρώτο έπειτα από ενάμισι χρόνο, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη:

 

ΝΟΙΩΘΩ.

 

 

 

 


No comments:

Post a Comment