11.2.21

Sunday Night Curfew

 

 

 


 

Αρχές Φλεβάρη, δεύτερο έτος της πανδημίας. Κυριακή, δύο ώρες πριν τα μεσάνυχτα και τέσσερις από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε τη λήξη του αγώνα για σήμερα – αντί για μπάλα κλωτσάμε τις τύχες μας.

Θα περπατήσω φυσικά, όσο μπορώ και όπου ενδείκνυται. Την προηγούμενη εβδομάδα που εγκατέλειψα την άνεση και σιγουριά των λεωφόρων αναγκάστηκα να περάσω μπροστά από τρεις ομάδες αστυνομικών μεταξύ Κολωνακίου και Αμπελόκηπων. Better safe than sorry, ειδικά σε νύχτες πανδημικές. Όχι πως βίωσα κάτι συνταρακτικό, δε συνέβη απολύτως τίποτα για την ακρίβεια.

Ανεβαίνω τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, το βήμα μου γίνεται γοργό χωρίς να το καταλάβω, το κεφάλι γέρνει από μόνο του προς τα κάτω. Τα φώτα της λεωφόρου με χτυπούν μόνο ξώφαλτσα, το βλέμμα μου ξωκείλει στα λιμνάζοντα νερά της λειτουργικότητα, αντί να ταξιδεύει σε πελάγη ποιητικότητας – να προσέχω που πατάω και τίποτε περισσότερο.

Στις πόσες δόσεις έρημης πόλης τα φώτα του δρόμου ξεθωριάζουν;

Στην Κηφισίας νοιώθω πως το βάζω στα πόδια κι ας μη με κυνηγάει κανείς. Δεν έχει αλλάξει τίποτα από την προηγούμενη φορά – τα ίδια λιγοστά διερχόμενα αυτοκίνητα, μετρημένοι στα δάχτυλα συμπολίτες μου να βγάζουν βόλτα το σκύλο, σταθμευμένα περιπολικά, μοναχικές φιγούρες σε κάποια στάση λεωφορείου, φαντάσματα σεκιουριτάδων έξω από κτίρια με γραφεία, ντελιβεράδες. Τα ανθρώπινα ναυάγια κάθε είδους αγνοούνται.

Πόσα giga μοναξιάς χρειάζονται ώστε το μέλλον, αντί για ανοιχτός ορίζοντας πιθανοτήτων, να καταστεί ένας άγριος αγώνας επιβίωσης με κανόνες που δεν θα σέβεται κανείς; Κι ο έρωτας κοινωνικό συμβόλαιο ξανά;

Στρίβω δεξιά, μπαίνω Νέο Ψυχικό. Καμία παιδική ανάμνηση δεν ζωντανεύει, τα αντανακλαστικά μου ατονούν από την έλλειψη ηχητικών ερεθισμάτων, η φαντασία μου απενεργοποιείται από τη διαρκή απουσία ανθρώπινων προσώπων διαθέσιμα προς σκανάρισμα.

Επιμένω να περπατάω, όμως τίποτα δεν με συγκινεί. Πέρασε ήδη μιάμιση ώρα. 

 

 

 


No comments:

Post a Comment