Η ανθρωπότητα στις μέρες μας μοιάζει να υποβάλλεται σε ένα μαρτύριο όμοιο με εκείνο του Alex, του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του Clockwork Orange (1968), της ταινίας του Stanley Kubrick. Ή μήπως χειρότερο ακόμη;
Μαρτυρίων εισαγωγή
Ο Alex, ύστερα από μια μακάβρια επίδειξη όλων των άγριων και ανεξέλεγκτων χαρακτηριστικών που φέρει το ανθρώπινο ζώο εκ καταβολής γενέσεως του κόσμου, βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα σε μια καρέκλα με τα μάτια ορθάνοιχτα (δύο μεταλλικές λαβίδες του απαγόρευαν να κλείσει τα μάτια του έστω για μια στιγμή), να παρακολουθεί τις ναζιστικές θηριωδίες που (υποτίθεται) όμοιοι του άνθρωποι διέπραξαν.
Ο Alex αντιμετωπίζεται από τους αναμορφωτές του ως μια α-ιστορική πηγή του κακού, παρόλο που μπορεί να ταυτιστεί με το δυστοπικό φουτουριστικό μέλλον που περιγράφει η ταινία. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαία η επιλογή του θεάματος που επέλεξαν να τον ταΐσουν. Το ναζιστικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αντιμετωπίζεται ως ένα κατακλυσμιαίο ξέσπασμα Κακού, σαν ένα σύννεφο από collective evil Γερμανικής προέλευσης, αντί να γίνεται κατανοητό ως ένα σύμπτωμα της ιστορίας, ως ένας κακοήθης όγκος της νεωτερικότητας ο οποίος όμως δεν σχηματοποιήθηκε από Θεϊκή βούληση, ούτε από τις ικανότητες ενός ανθρώπου και του στενού του επιτελείου, αλλά αντιθέτως πήρε σάρκα (από τους Εβραίους) και οστά (από τους κομμουνιστές) και σιγά σιγά κατασκεύασε το τρομακτικό του πρόσωπο.
Το μηχανικό τέρας που κρατά τον Alex όμηρο, παίρνει σήμερα, στον αληθινό κόσμο, τη μορφή της information καταιγίδας, κρύο ντους στο οποίο όλοι μας υποβαλλόμασστε διαρκώς. Κατά κάποιο τρόπο οι άνθρωποι έχουν πειστεί ότι ο απώτερος σκοπός τους είναι να καταναλώσουν όσες πιο πολλές πληροφορίες και εικόνες είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε κιόλας πόσες πολλές απ’ αυτές προσομοιάζουν στις απάνθρωπες εικόνες που ήταν εξαναγκασμένος να παρακολουθήσει ο πολύπαθος ήρωας της ταινίας. Η φετιχοποίηση της βίας και του θανάτου όσον αφορά τις συχνότατες αναπαραστάσεις των τελευταίων στην τέχνη φερ’ ειπείν, έχει μετατρέψει τους ανθρώπους σε ενθουσιώδεις θαυμαστές του αψηλάφητου πόνου και του εικονικού θανάτου. Ο Φώτης Τερζάκης παρατηρεί “το διφορούμενο καθεστώς του θανάτου στις κοινωνίες μας: αν οι βικτωριανοί είχαν απωλέσει το σώμα τους, εμείς έχουμε απωλέσει τον θάνατό μας - και η οδύνη αυτής της απώλειας τροφοδοτεί εσωτερικά μιαν ακόρεστη, ακατάσχετη θανατολαγνεία.”[1] Ο Gaspar Noé έχτισε μια (σύντομη) καριέρα πάνω στην απεικόνιση ωμής βίας και φθηνού θανατικού, ενώ και ο Lars von Trier, αν και δημιουργός, εισέρχεται συχνά πυκνά στη λογική της απεικόνισης της βαναυσότητας, με μια ανατρεπτική διάθεση πάντως.
Εδώ το καλό μαρτύριο: τα παιχνίδια του Lars von Trier
Ο Δανός σκηνοθέτης, διχασμένος καθώς είναι (μοντέρνος και παμπάλαιος, δημιουργός αλλά και στρατευμένος, θεατρικός και Hollywoodιανός), την ίδια στιγμή που ελέγχει το υλικό του εξυπηρετώντας το όποιο όραμα του το οποίο πάντοτε προέρχεται από μια κοπιώδη εσωτερική αναζήτηση, ξωκείλει σε άσκοπα παιχνίδια με το κοινό και τους κατά τόπους ψευδο-ειδήμονες. Τα παιχνίδια αυτά έχουν σκοπό να βλάψουν, να διαστρέψουν την ήδη διαστροφική ηδονοβλεπτική ματιά των θεατών οι οποίοι έχουν μάθει να αποζητούν την πρόκληση ως μέσο επιβεβαίωσης ότι αυτό που βλέπουν έχει και λόγο ύπαρξης. Ο Trier λοιπόν, νοιώθει την ανάγκη να απαντήσει άμεσα και το πράττει μηχανικά∙ το πράττει δίχως να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Αν ήταν σε θέση το υλικό του από μόνο του να δώσει απαντήσεις χωρίς να χρειαστεί να παρέμβει ο ίδιος σε ρόλο παραγωγού του Hollywood, αλλά αυτή την φορά από την ανάποδη, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα.
Εντούτοις, η εικονιζόμενη βία στο Antichrist, βία που επιζητεί να πετάξει στα μούτρα του θεατή την ίδια του την επιθυμία, βία που προσπαθεί να απεικονίσει, όσο είναι αυτό δυνατόν δηλαδή, τη φαντασίωση του θεατή, μια φαντασίωση βγαλμένη από τα πιο τρελά διαστροφικά όνειρα ενός καλοβαλμένου καταπιεσμένου μεσοαστού, μια φαντασίωση όσο πιο κοντά γίνεται στις πιο απαγορευμένες online αναζητήσεις ενός ηδονιστή-φετιχιστή της βίας έφηβου, μια φαντασίωση που να κάνει τους ειδήμονες να ανατρέχουν στο παρελθόν αναζητώντας κάτι αντίστοιχο σε κάποια άλλη ταινία με τη γνώριμη διάθεση άστοχης σινεφίλ nerdίλας κτλ., δρα ανατρεπτικά ως προς την ίδια την ποιότητα της ταινίας.
Ο βασανιζόμενος σκηνοθέτης, ο οποίος μάλιστα υπέφερε από κατάθλιψη, πριν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, η κατασκευή της οποίας δεν θέλει και πολύ να το καταλάβεις, αποτελούσε και τη θεραπεία του (όπως μας γίνεται προφανές με αυτή του την ταινία, σε ψυχίατρο μάλλον πως δεν ήθελε να πάει!), πάσχει από μία ανίατη ασθένεια η οποία προσβάλλει λογής λογής καλλιτέχνες: “Θα σας δείξω εγώ!”, φαίνεται να λέει από μέσα του ο σκηνοθέτης πριν βαλθεί να κινηματογραφήσει τις πιο σκοτεινές εικόνες που διατρέχουν το υποσυνείδητο του. Ο Trier, στρατευμένος καθώς είναι εδώ και καιρό ενάντια στη βλακεία της ευκολίας του Hollywood, βουτάει μέσα σ’ αυτήν τη βλακεία, όπου και αντλεί υλικό το οποίο θα του χρησιμέψει στην προσπάθεια του να βλάψει τους... βλάκες.
Ο χώρος που δημιουργείται στην ανάγνωση του Antichrist, χώρος που ισοδυναμεί με κενό και επιτρέπει μια εύκολη ανάγνωση του φιλμ, ανάγνωση η οποία φυσικά προορίζεται γι’ αυτούς που δε γνωρίζουν να διαβάζουν ύστερα από το τρίτο γράμμα της αλφαβήτου, αποτελεί μια ηθελημένη προσπάθεια του σκηνοθέτη να παιχνιδίσει με αυτούς στους οποίους πετάει στα μούτρα δηλώσεις του τύπου: «είμαι ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο». Θεωρητικά, ένας άλλος στρατευμένος κατά του Hollywood, ο Michael Haneke, θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα. Ωστόσο, ο Αυστριακός σκηνοθέτης, μάστορας της εγκεφαλικής βίας, καταφέρνει να τιθασεύσει πιο ικανοποιητικά αυτό που θα μπορούσε να δημιουργήσει ρήγματα στο έργο του: το πάθος του πολέμου ενάντια στην ανθρώπινη (χειραγωγήσιμη) βλακεία. Ο Haneke φαίνεται να είναι πιο clear thinker εξού και η αυξημένη εγκεφαλικότητα των ταινιών του∙ ίσως το γεγονός ότι είναι ο ίδιος ψυχαναλυτής (σ’ ένα ομολογουμένως χαριτωμένο στριφογύρισμα της τύχης που ευνοεί την επιχειρούμενη σύγκριση) τον τοποθετεί αυτομάτως σ’ ένα εκ διαμέτρου αντίθετο σύμπαν απ’ αυτό του Δανού σκηνοθέτη, ίσως όμως και να είναι απλά ικανότερος σκηνοθέτης ή, να το πούμε και αλλιώς, ένας πιο έξυπνος άνθρωπος.
Βέβαια, κι ο Trier βρίσκει και τα κάνει. Στη σειρά των διαφημιστικών [i] που γύρισε για την προώθηση του Δανέζικου τουρισμού, ο σκηνοθέτης δε δίστασε να δημιουργήσει μικρά, σκοτεινά, σιχαμερά πιεστήρια της έμφυτης (αλλά και πανταχού παρούσα γι’ αυτόν) ανθρώπινης κακίας. Και λέμε πως δε δίστασε γιατί πολύ απλά αυτή η έλλειψη διαστακτικότητας είχε προφανώς να κάνει με το γεγονός ότι η ανατρεπτική του δημιουργία δεν βρήκε κανένα εμπόδιο στο δρόμο της. Όντως δε βρήκε: “Von Trier’s ability to work with such disparate Danish themes such as rape, incest and the inherently evil nature of society makes him a national treasure,” μας πληροφορεί η υπεύθυνος της διαφημιστικής εκστρατείας. Αυτό που αρνείται να αντιληφθεί είναι βεβαίως η περιπαικτική διάθεση του σκηνοθέτη ο οποίος απλά τους πετάει στα μούτρα, την ίδια τους την ανοησία. Μια ανοησία που όμως αντιστοιχεί κάπου: “the Tourist Board expects the ads to pay off hugely by attracting young urban professionals (δες, Οι Άγριοι) who are the most in need of having their egos shattered.” Η βία πουλάει, μερικά εγώ-πουλα τα ‘χουν χαμένα, ο Trier βρίσκει και τα κάνει.
No comments:
Post a Comment