15.1.09

O cinéfil where art thou?


Είναι δεδομένο ότι σ’ αυτήν την εποχή ο προβληματισμός, η ενδελεχής αναζήτηση για το ουσιώδες με άλλα λόγια, βρίσκεται εκτός των καθημερινών μας καθηκόντων. Όντας χρονοβόρα, μη πρακτική (τουλάχιστον όσο η εκμάθηση μιας -δεύτερης- ξένης γλώσσας ή του... photoshop) και ταυτόχρονα επικίνδυνα περιπετειώδης, η σκέψη που δε γνωρίζει φραγμούς και εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης φύσης, έπαψε να συγκινεί.
Στον κινηματογράφο ειδικότερα, η εποχή που οι ταινίες του Bergman (ενός μεγάλου ανατόμου της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης) δημιουργούσαν ουρές έξω από τα σινεμά, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το «σινεμά του δημιουργού», αποτελεί παρελθόν. Ωστόσο, οι δημιουργοί δεν έπαψαν να υπάρχουν. O Bela Tarr, ο Haneke, ο Guy Madin, ο Greenaway, διατηρούν το ενδιαφέρον του κοινού που τους παρακολουθεί, μόνο που αυτό το κοινό είναι... (ποσοτικά) ανύπαρκτο. Ο Haneke βέβαια, έχει γνωρίσει μια σχετική επιτυχία, μάλλον όμως για λάθος λόγους. Οι ταινίες του δεν είναι «σινεμά του σοκ»∙ ουδεμία σχέση έχουν με το σύγχρονο γαλλικό αντίστοιχο (σχεδόν) ρεύμα. Οι ταινίες του είναι έντονα πολιτικές∙ ανατρέποντας τους όρους με τους οποίους υφίσταται ο θεατής, διακυρήσσει ένα πόλεμο ενάντια στο Hollywood και στο σινεμά της νόρμας, γενικότερα.
Ο όρος «σινεφίλ» έχει υποστεί μια μετάλλαξη∙ κάποτε, ο σινεφίλ ήταν λάτρης μεγάλων δημιουργών και σημαντικών κινηματογραφικών ρευμάτων. Από τον θαυμασμό για τον Bunuel και τη Nouvelle Vague που έδιναν περιεχόμενο στον (παρεξηγημένο σήμερα) όρο «σινεφίλ», φτάσαμε σε κάτι τελείως διαφορετικό. Πλέον, ως «σινεφίλ» προσδιορίζουμε έναν συχνό επισκέπτη της σκοτεινής αίθουσας που απολαμβάνει ταινίες όπως το "Atonement" ή οι γερμανόφωνες (μα πιο αμερικάνικες και από τις original made in U.S.A.), Goodbye, Lenin! και "The Lives Of Others".
Το "The Lives Of Others", σηματοδοτεί το ταβάνι του… προβληματισμού. Ένα καλογυρισμένο, συμπαθές κατασκεύασμα αναδείχτηκε σε αριστούργημα και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Μια ταινία αξιόλογη, γυρισμένη όμως με τη γνωστή συνταγή, κατάφερε εν τέλει να συγκινήσει κοινό και κριτικούς. Εξάλλου, και στο στρατόπεδο των τελευταίων υπήρξε μια μεταβολή ως προς το περιεχόμενο που νοηματοδοτεί τις επιλογές και τις προτιμήσεις τους. Διαβάζοντας το αφιέρωμα του περιοδικού "Σινεμά" στις 200 καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, εξάγονται κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.
Στη λίστα σαφώς και παρελαύνουν οι κορυφαίοι δημιουργοί του αιώνα, δημιουργοί όπως ο Fellini, ο Kurosawa, ο Bergman, ο Kubrick, ο Godard. Εντούτοις, στην... ανάλαφρη εποχή που διανύουμε κυριαρχεί μια ψυχαναγκαστική -σχεδόν- τάση απενεχοποίησης, αντίδοτο στο συμπλεγματικό -είναι η αλήθεια- παρελθόν. Καρπός αυτής της τάσης είναι η επιλογή για 200 ταινίες αντί των καθιερωμένων 100∙ κατ’ αυτό το τρόπο υπάρχει μια θέση για όλους. Μια σειρά από αμερικάνικες -κυρίως- παραγωγές οι οποίες προσιδιάζουν σε έναν κινηματογράφο που συμπυκνώνει την έννοια του στη λέξη «entertainment», παρεισφρύουν στη λίστα. Ο Spielberg και ο Lucas δίνουν (φυσικά) το παρών, ενώ ταυτόχρονα παρελαύνουν γνωστές κλασικές υπερπαραγωγές του Hollywood∙ οι τελευταίες, μοιάζουν να είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ στη βαριά βιομηχανία των αμερικάνικων στούντιο τα οποία σταθερά μας τροφοδοτούν με τόνους από σελιλόιντ.
Την ίδια στιγμή, η παντοδυναμία του όρου cult τα τελευταία χρόνια, τροφοδοτεί τη λίστα με ένα σωρό από b-movies. Η πολύπαθη έννοια του cult, στην original έκδοση του αφορούσε ταινίες (ή και άλλα παράγωγα άλλων μορφών τέχνης) μιας κάποιας αξίας που για κάποιους λόγους (ιδιαίτερη, εκκεντρική ή «περιθωριακή» θεματολογία ή μορφή) δεν έβρισκαν απήχηση στα μεγάλα ακροατήρια. Άλλοτε αφορούσε ταινίες που για κάποιο μυστηριώδη λόγο (και όχι λόγω της αξίας τους) συσπείρωναν ένα μικρό (αλλά φανατικό) κοινό που τις λάτρευε... αιωνίως. Στη σύγχρονη έκδοση του, είναι απλά μια ορολογία του marketing που αναπαράγεται άσκοπα, αλλά και άστοχα.
Συμπερασματικά: καλές ταινίες συνεχίζουν να βγαίνουν και αναμφισβήτητα, η αξία των κλασικών δημιουργών εξακολουθεί να εκτιμάται. Επιμέρους διαφοροποιήσεις όμως, είναι αναπόφευκτο να συντελούνται. Η τεχνική επιδεξιότητα ενός Godard δείχνει να πια προτιμάται έναντι του «ανθρωπιστικού» κινηματογράφου του Kieslowski αλλά και του Fassbinder. Οι τελευταίοι εκπροσωπούνται στη λίστα (μονάχα) από τις πιο ογκώδεις δημιουργίες τους: ο πρώτος με το "The Decalogue" (διάρκειας 10 ωρών) και ο δεύτερος με το "Berlin Alexanderplatz" (15 ώρες).
Θαρρείς πως τελικά… "size does matter". Είναι και η παρουσία του "King Kong" σε υψηλή θέση της λίστας, που έρχεται να επικυρώσει το γεγονός.

No comments:

Post a Comment