10.5.10

Η ταρίχευση ενός ιδεαλιστή



 Το πλήθος είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Αλαφιασμένοι, απελπισμένοι, η οργή τους ήταν μεγάλη (μικρότερη πάντως από την εξαθλίωση τους). Περπατούσαν φτύνοντας δίπλα τους, ρίχνοντας κατάρες στον εχθρό που τους ήταν πρόχειρος, τις δυνάμεις καταστολής (τώρα τελευταία αυτές οι τελευταίες είχαν ψηλώσει 10 πόντους στη συνείδηση του κόσμου∙ οι «άθλιοι» τους κοιτούσαν κατάματα με βλέμματα που αν απελευθέρωναν ενέργεια θα είχαν κάψει τους εχθρούς τους σε κλάσματα δευτερολέπτου). Το πλήθος: ξεδοντιάρηδες, τύποι με μαλλιά άλουστα εδώ και μέρες, ηλικιωμένοι με ανθρωποφαγικές διαθέσεις, πολλοί νέοι (κάποιοι με κοιλιές, άλλοι με ροζ μαλλιά, μερικοί μαστουρωμένοι απ΄τα πριν, η πλειοψηφία κουβαλούσε πάνω της τελευταίας τεχνολογίας συσκευές καταγραφής της πραγματικότητας η οποία εδώ και καιρό είχε αρχίσει να προσδιορίζεται από τη δράση αυτών των έξυπνων συσκευών), οπορτουνιστές αλήτες κάθε είδους.
 Ενόσω έξω η δυσοδία είχε αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα (το πλήθος έκαιγε πλαστικό, εκσφεδόνιζε κουράδες προς τις γραμμές του εχθρού, άλλοι ξερνούσαν από τις αμπούλες υπερηχητικής βρώμας που τα ελικόπτερα έριχναν από ψηλά), μέσα τα πράγματα συνέχιζαν σχεδόν ως πάντα. Η μόνη διαφορά ήταν η απουσία των δύο εγγυητών της τάξης. Βλέπετε, ακόμα και σ’ αυτό το μικρό παράρτημα του Αρχηγείου του κράτους (κανείς δεν θυμόταν πια πότε ακριβώς ο τραπεζικός κολοσσός του Mr Bill είχε αναλάβει τη εξουσία∙ για την ακρίβεια όλες τις εξουσίες), ο κίνδυνος θεωρητικά υπήρχε. Ο κόσμος είχε απελπιστεί όταν του ανακοινώθηκε από τον νέο αρχηγό του κράτους πως απώλεσε τα δικαιώματα του πολίτη, ήταν πια καταναλωτής. Όφειλε δηλαδή να καταναλώνει έναν συγκεκριμένο αριθμό προϊόντων εβδομαδιαίως. Όπως ήταν φυσικό, πολλοί αδυνατούσαν να ανταποκριθούν∙ η τιμωρία τους ήταν κατ’ οίκον περιορισμός μετά σιωπής, ο παραβάτης δεν επιτρεπόταν να βγάλει ούτε μια κουβέντα για μία εβδομάδα, επιτρεπόταν ωστόσο να δει τηλεόραση. Εικόνες ελεγχόμενου χάους ήταν πια συνηθισμένες. Τα πλήθη έβγαιναν συχνά στους δρόμους, τους είχε γίνει συνήθεια πια. Τις πιο πολλές φορές δε χρειαζόταν να ανταποκριθούν σε κάποιο κάλεσμα για συγκέντρωση, ήταν πολλοί αυτοί που δεν είχαν και τίποτα άλλο να κάνουν (όχι πως δεν ήθελαν, απλά δεν είχαν), έτσι μαζεύονταν αυθόρμητα.
 Μέσα στο ΖΝ2341 τραπεζικό κατάστημα, οι εργαζόμενοι δούλευαν κανονικά, ασχέτως αν δεν το επιθυμούσαν και πολύ. Είχαν αφουγκραστεί από καιρό ότι ζούσαν σε περίεργους καιρούς. Ωστόσο, ήταν το ένστικτο της επιβίωσης που τους έκανε να μην το πολυσκέφτονται το όλο θέμα. ¨Ένοιωθαν κάπως τυχεροί, κάπως όμως, όχι πολύ. Βασικά σνομπάρανε και λίγο - άλλες φορές περιφρονούσαν  κιόλας - τους έξω∙ τους ενοχλούσαν τα λιπαρά μαλλιά τους, επίσης το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς φορούσαν πολύχρωμα ρούχα. Αυτοί είχαν συνηθίσει πλέον την εικόνα που τους είχε επιβληθεί να έχουν. Επιτρεπόταν να επιλέγουν ένα συγκεκριμένο χρώμα ανά εβδομάδα για την ένδυση τους. Οι άντρες ήταν όλοι τους με ξυρισμένο το κεφάλι. Οι γυναίκες είχαν όλες τους μακριά μαλλιά, φρεσκολουσμένα (ήταν υποχρεωτικό να λούζονται δύο φορές την ημέρα), έπρεπε όμως να επιλέγουν ένα κοινό χρώμα, μετά από μεταξύ τους συνεννόηση, για ένα εργάσιμο έτος (συχνά επέλεγαν το ανοιχτό ξανθό, σχεδόν άσπρο).
 Εκείνη τη μέρα δούλευαν εντατικά, όπως πάντοτε άλλωστε. Οι θόρυβοι που ακούγονταν απ’ έξω ήταν κάτι συνηθισμένο γι’ αυτούς, ήξεραν όμως πως έπρεπε να παραμείνουν προσηλωμένοι στη δουλειά τους. Άλλωστε, ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι ανησυχητικό. Τις πιο πολλές ημέρες οι δύο άγρυπνοι φρουροί εγγυώνταν την ασφάλεια τους με επιτυχία. Όταν ο κόσμος ξεχυνόταν πολύς αυτοί οι δύο έπαιρναν ρεπό για να μην προκαλούν τους εξαθλιωμένους (στα ρεπό τους ενθαρρύνονταν να γαμιούνται μεταξύ τους, δεν ήταν καλό να μπλέκουν σε φλερτ καθώς έπρεπε να παραμένουν προσηλωμένοι στη δουλειά τους, λίγη εκτόνωση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν βέβαια πίστευε η εργοδοσία). Ήταν από καιρό που ο πολύς κόσμος τα είχε βάλει μαζί τους, ήταν ο εύκολος στόχος άλλωστε. Οι μέσα με τους έξω πολύ συχνά αδιαφορούσαν ο ένας για τον άλλο, υπήρχε όμως μια υποβόσκουσα απέχθεια.
 Η μάζωξη εκείνη δεν διέφερε πολύ από τις άλλες. Όλες οι εκδηλώσεις δυσφορίας κατέληγαν σε ένα παιχνίδι, αυτό μεταξύ του κλέφτη και του αστυνόμου. Συνήθως όλες οι πλευρές έμεναν ικανοποιημένες. Ο ίδιος ο Mr Bill είχε βαπτίσει το παιχνίδι «επαναστατική γυμναστική,» το ίδιο το παιχνίδι καθώς και οι κανόνες του τον έβρισκαν σύμφωνο. Είχε φροντίσει να βάλει στο κόλπο και τους ίδιους τους συμμετέχοντες, βέβαια. Ανα τακτά χρονικά διαστήματα οι καταναλωτές λάμβαναν προσωπικά μηνύματα στο κινητό τους που τους ενημέρωναν για διάφορες λεπτομέρειες όσον αφορά την ομαλή διεξαγωγή της άσκησης. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί καταναλωτές αδιαφορούσαν ή και κατέκριναν αυτά τα μηνύματα. Παρόλα αυτά, υπήρχε μια σιωπηλή συναίνεση∙ κανείς δεν ζητούσε κάτι άλλο, όλοι συμφωνούσαν πως ήταν πρακτικά αδύνατο το παιχνίδι να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που ο ίδιος ο Mr Bill είχε πακετάρει ως επαναστατική γυμναστική (ο πανούργος ηγέτης το είχε πατεντάρει κιόλας∙ το σύνολο των χωρών της Κεντρικής Αμερικής είχαν αγοράσει τα δικαιώματα πληρώνοντας αδρά).
 Το πεδίο άσκησης ήταν σχεδόν πάντοτε το κέντρο της πόλης, μαραζωμένο πια (οι πιο προνομιούχοι το είχαν εγκαταλείψει από καιρό για το νεόκτιστο επιχειρηματικό-οικιστικό θαύμα που ανεγέρθηκε παραλιακά). Το κέντρο συνήθως μύριζε και κάτι, εκείνη τη μέρα πάντως βρωμοκοπούσε και από την εκσφεδόνιση δεκάδων κιλών μπαγιάτικου ρυζιού ποτισμένου από τα ούρα του πλήθους (το ρύζι είχε γίνει η βασική διατροφική επιλογή των πολλών). Ταυτόχρονα με την επαναστατική γυμναστική, τα πάντα συνέχιζαν με τους ίδιους ρυθμούς. Ούτως ή άλλως, τα πιο πολλά μαγαζιά του κέντρου φυτοζωούσαν και οι ιδιοκτήτες τους σε μερικές περιπτώσεις έμοιαζαν με τους περιφερόμενους άθλιους. Κατά την διάρκεια της επαναστατικής γυμναστικής πολλοί μαγαζάτορες φορούσαν ένα κρυφό χαμόγελο μιας και όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών, βαριόντουσαν μέχρι θανάτου τη ζωή (όχι μόνο τη δική τους αλλά γενικά). Ακόμα και η μυρωδιά της βρώμας δεν τους ενοχλούσε πάντοτε καθώς ήταν ένα καλοδεχούμενο σοκ ξυπνήματος έστω και μιας εκ των αισθήσεων.
 Εν μέσω άναρθρων κραυγών και αλαλαγμών ένας σκυφτός τύπος πλησίαζε σιγά σιγά την είσοδο του ΖΝ2341. Κρατούσε δύο μεγάλες σακούλες με το γνωστό σε όλους λογότυπο Skunks. Η πιο δημοφιλής αλυσίδα junk φαγητού αποτελούσε τον αδιαφιλονίκητο κυρίαρχο στην αγορά. Από την στιγμή που τα Skunks προσέθεσαν εκείνο το super E (πολλά είχαν αλλάξει από τότε που το απλό Ε θεωρούνταν βλαβερό) στα φαγητά, η ηδονή της βρώσης του ήταν ανεπανάληπτη (πολλοί μιλούσαν για εθισμό∙ κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα όμως). Ένα τσούρμο ξεδοντιάρηδων, άλλοι οπουρτουνιστές άλλοι ιδεαλιστές (αυτοί αποτελούσαν τον περίγελο για πολλούς∙ αντιπροσώπευαν κάποιο περίεργο ανθρώπινο είδος υποτίθεται μακρινό συγγενή του ανθρώπου) αντιλήφθηκαν την παρουσία του delivery boy. Λίγο η πείνα, λίγο ο φθόνος (τα Skunks ήταν απαγορευτικά ακριβά για πολλούς), αρκετά η επιθυμία για αναταραχή, ώθησαν ένα τσούρμο ανθρώπων να χυμήσουν πάνω στον άτυχο νεαρό.
 Σπρώχνοντας από δω κι απο κει και παλεύοντας στα τυφλά, το τσούρμο προσγειώθηκε στην είσοδο του ΖΝ 2341. Τα φαγητά μαζί με το delivery boy είχαν βρεθεί στο φρεσκοπλυμένο πάτωμα∙ κάποιοι χύμηξαν με τις γλώσσες τους προτεταμένες προς τις μικρές λίμνες από σάλτσα, κάποιοι άλλοι όμως αντιλήφθηκαν ότι είχαν εισχωρήσει στα άδυτα ενός παραρτήματος του αρχηγείου. Κάποιοι κοντοστάθηκαν ατενίζοντας το χώρο ο οποίος πάντως είχε αδειάσει από τους εργαζόμενους (είχαν κρυφθεί στα πίσω δωμάτια εκεί που θα καταβρόχθιζαν τα εδέσματα των Skunks). Στον επόμενο τόνο, φλόγες ξεπήδαγαν από παντού. Μονομιάς, οπουρτουνιστές και ιδεαλιστές, πετάχτηκαν έξω παρασέρνοντας μαζί τους και το delivery boy. Οι εργαζόμενοι που είχαν βρει καταφύγιο στις τουαλέτες, συνάντησαν το θάνατο, ίσως πρόωρα.
 Έξω οπορτουνιστές, ιδεαλιστές, το πλήθος, κοιτούσαν το πυρ να αφήνεται στο καταστροφικό του έργο. Κανείς δεν ήξερε πάντως πως ξεκίνησε η φωτιά∙ κάποιοι πίστεψαν πως τα βλέμματα των οπουρτουνιστών - βλέμματα που ξερνούσαν φωτιά - ξεκίνησαν το κακό∙ άλλοι θεώρησαν πως ήταν τα βλέμματα των ιδεαλιστών – μια σχιζοειδής μίξη από πάθος, οργή, περιφρόνηση, σάστισμα, αμηχανία που δημιούργησε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
 “Το φαΐ ρε μουνιά,” ακούστηκε να φωνάζει ένας ξεδοντιάρης λιπαρός γέρος. Το πλήθος αμφιταλαντευόταν∙ άλλοι την έβρισκαν με το δωρεάν θέαμα, η αρχέγονη δύναμη της φωτιάς τους είχε κυριεύσει∙ άλλοι όμως αναλογίστηκαν τις συνέπειες, οι μέσα μάλλον την είχαν πατήσει.
 Τις επόμενες μέρες είχαμε εξελίξεις. Ο Mr Bill δυσαρεστήθηκε από την αναπάντεχη τροπή που πήρε τo αγαπημένo του παιχνίδι και αποφάσισε την προσωρινή κατάργηση του. Οι οπορτουνιστές δεν στεναχωρήθηκαν καθόλου, πάντα βρίσκανε τρόπους να βγάζουν το ψωμί τους. Οι ιδεαλιστές αισθάνθηκαν ανακουφισμένοι∙ το αναπάντεχο εκείνο γεγονός τους είχε φέρει σε μεγάλη αμηχανία. Η κατάργηση της επαναστατικής γυμναστικής θεωρητικά δεν τους έβρισκε σύμφωνους∙ οι καιροί ήταν περίεργοι όμως, κι αυτό το είχαν κατανοήσει καλά.
 Πέρασαν χρόνια μετά το γεγονός∙ οι καιροί εξακολουθούσαν να είναι περίεργοι. Οι ιδεαλιστές άλλωστε είχαν εκλείψει∙ ο τελευταίος μάλιστα είχε ταριχευθεί. Τοποθετήθηκε δίπλα ακριβώς από την είσοδο του ΖΝ2341. Ναι, τα είχαν ρίξει όλα σ’ αυτούς∙ ναι, τα είχαν ρίξει όλα από μόνοι τους στους ίδιους.














No comments:

Post a Comment