Αφού άλλωστε το γνωρίζουμε όλοι καλά, εμείς του Μπάροουζ οι (κάτι σαν) θαυμαστές, πως δεν κατάφερε να αγαπήσει ποτέ του, ο ιδιοφυής εκείνος Αμερικάνος συγγραφέας. Δεν το κατάφερε για δεν ήτανε γραμμένο στο δικό του πεπρωμένο, μα ιδιοφυής γαρ, βρήκε το τρόπο ώστε να επισκεφθεί κάποιον τόπο που δεν είναι τόπος.
Είτε αυτός λέγεται έρωτας στα ντουζένια του κει που δεν λογάς τίποτα άλλο πια πέρα από το ατελείωτο βάθος του πάθους σου είτε λέγεται ταξίδι στο έρεβος με πρέζα διαλεχτή Μαροκινή, κει που θα φτάσεις δε θα ‘χει πια γυρισμό.
Ίσως ο Ρομπέρτο Μπολάνιο να είχε δίκιο:
For some of those of my generation, William Burroughs was the affectless man, the shard of ice that never melted, the eye that never closed. They say he possessed every vice there was, but I think he was a saint who attracted all the sinners in the world because he was gracious and unwise enough never to shut his door. [1]
Αν είχε δίκιο, τότε ο άγιος αυτός στεκόταν κάπου δίπλα από την αγάπη καταραμένος να μην τη νοιώσει ποτέ του μιας και κάτι τέτοιο ποτέ δεν θα επιτρεπόταν σ’ έναν άγγελο σαν και του λόγου του. Έτσι λοιπόν, ρίχτηκε με τα μούτρα στην αρρώστεια της πρέζας κι άνοιξε τις πύλες να μπει μέσα κάθε κακό. Αποφάσισε πως όλα επιτρέπονται μιας και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο μέγας αυτός αποκλεισμένος, καταραμένος καθώς ήταν να μη γευτεί ποτέ το μέγιστο αγαθό για το οποίο η ανθρωπότητα όλη υποκλίνεται και καθαγιάζεται στο όνομα του. Το ονόμασαν αγάπη και είναι τόσο δύσκολο να αποκτηθεί, να βιωθεί, να κατανοηθεί, όσο εύκολο σου είναι να παραδεχτείς πως η κόλαση είναι οι άλλοι.
Η κόλαση είναι οι άλλοι, το γνωρίζουμε αυτό. Το ήξερε κι ο Μακιαβέλλι που συνιστούσε - σαν άλλος τοποτηρητής ανθρωπίνων σχέσεων εξουσίας - τους ανθρώπους να τους κάνεις φίλους σου, ή αλλιώς, αν δεν σου βγαίνει, αν δεν το προτιμάς, αν δεν προκύψει, να τους τσακίζεις ανελέητα δίχως δισταγμό ή δεύτερη σκέψη.
Η κόλαση ήταν οι άλλοι και για τον Μπάροουζ. Δεν άντεχε βλέπετε το συναισθηματισμό στο έργο των φίλων του των μπιτ, δεν άντεχε φυσικά ούτε και την οξύνοια και ευφυΐα του μοναδικού εκπρόσωπου του άλλου φύλου που σεβάστηκε πραγματικά στο πέρας ογδόντα και πλέον χρόνων επί γης. Την έστειλε στον άλλο κόσμο, μη διστάζοντας καθόλου καθώς ήταν όλο ένα παιχνίδι με ένα μήλο κι όταν μπαίνεις στο χορό του παιχνιδιού της ζωής δεν κάνεις βήμα πίσω.
Ένα βήμα πίσω και σε ρούφηξε η κόλαση των άλλων, είτε αυτοί λέγονται τσαρικοί στη Ρωσιά του 20ου αιώνα είτε Γάλλοι μοναρχικοί του 18ου είτε οι φίλοι σου που άφησες να απολαμβάνουν το τέλος της ιστορίας και μια μέρα ξύπνησαν να δουν τα αποκαΐδια αυτού του τέλους να ονομάζονται new austerity measures.
Αν αγαπάς δεν υπάρχει βήμα πίσω. Βήμα πίσω θα σήμαινε - όχι συνθηκολόγηση – μα ολοκληρωτική συντριβή στην κόλαση των άλλων. Κάπως έτσι και ο δικός μας άγγελος της ιστορίας, ο βίαιος και αμετανόητος Μπάροουζ, δεν έκανε το βήμα πίσω παρά μόνο λίγο πριν το τέλος, τότε που μας άφησε κληρονομιά τους τελευταίους του ψιθύρους... «δεν υπάρχει τελική λύση... υπάρχει μόνο ένα παυσίπονο που το λένε αγάπη...αυτό που νοιώθω για τις γάτες μου...»
Αυτά για εκείνον που δεν αγάπησε ποτέ του∙ όσο για τον άντρα που αγαπούσε τις γυναίκες, τον άντρα που αγαπούσαν οι γυναίκες, αγάπη θα σημαίνει ο πόνος που φέρνει η διαπίστωση πως γεννήθηκε στην αγκαλιά της κόλασης των άλλων καθότι γεννήθηκε για να αγαπά.
Το «η κόλαση είναι οι άλλοι» δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα, όπως αποτέλεσμα είναι και η μετατροπή ενός ανθρώπινου όντος σε μια καρικατούρα του είδους από άμυνα έναντι της απόλυτης αυτής αλήθειας: να είσαι κυνικός, να ζεις από απόσταση, να ορθολογικοποιήσεις το αποτέλεσμα με όρους επιστημονικής «αλήθειας» περί του ανθρώπινου ψυχισμού, να είσαι ένα κυνικό γουρούνι. Ορίστε το αποτέλεσμα του αποτελέσματος.
Αλλά η αγάπη που προσκρούει στην κόλαση των άλλων, είναι η αφετηρία και όχι το αποτέλεσμα. Κάτι τέτοιο δε χωρά στον ορισμό της, είναι ψιλά αδιαφανή γράμματα. Η αγάπη είναι η πρωταρχική συνθήκη ύπαρξης του Θεού, κατοικεί στο σκότος κι αυτονομείται όταν αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Η αγάπη είναι.
No comments:
Post a Comment