FACES ΙI
Καθημερινό parade από σεβαστικούς συνεπαρμένους επισκέπτες, random τουρίστες που δεν ξέρουν που πατάνε, happy travelers που εξερευνούν τον τόπο που επισκέπτονται με βάση τα όρια που θέτει κάθε φορά η θέληση τους να αναμετρηθούν με το αλλότριο, δηλαδή καθόλου, μην τύχει και κριθούν unhappy, κρουαζιεράνθρωποι κάθε ηλικίας χρώματος φυλής θρησκείας ή κοινωνικής τάξης που ξεπορτίζουν από κάποιο mega πλοίο ώστε να φωτογραφηθούν μπροστά από ένα top sight and attraction, είτε πρόκειται για την Βασιλική του Άγιου Μάρκου στην Βενετία, την Copa Cabana, ή το Σινικό Τοίχος, το ίδιο κάνει,
προσκυνητές, εν τέλει, όλοι τους, ανεξαρτήτως των προθέσεων, όπως συμβαίνει βέβαια στην Μέκκα, στο Τείχος των Δακρύων, και στην Notre-Dame, επιβάλλεται πάνω τους η μνήμη της ιστορίας, η ιερότητα του χώρου, θετικές σκέψεις, με περιτριγυρίζουν εν ώρα εργασίας, με εγκαταλείπουνε καμιά φορά έπειτα από το τέλος μιας επίπονης σωματικά βάρδιας:
«Στο παρελθόν οι αιτίες για τις οποίες ταξίδευε κανείς ήταν ο πόλεμος, το εμπόριο ή το προσκύνημα. Άραγε ποια από τις τρεις αυτές αιτίες γέννησε τον σύγχρονο τουρισμό; O Hakim Bey στο βιβλίο του, Ξεπερνώντας τον Tουρισμό, γράφει ότι μερικοί θα απαντούσαν αυτόματα ότι πρέπει να είναι το προσκύνημα. "O προσκυνητής πηγαίνει “εκεί” για να δεί, ο προσκυνητής κανονικά φέρνει πίσω κάποια σουβενίρ, ο προσκυνητής παίρνει “άδεια” από την καθημερινότητα, ο προσκυνητής έχει μη-υλικούς σκοπούς".
Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, πράγματι ο προσκυνητής προμηνύει τον τουρίστα της εποχής μας. Όμως το προσκύνημα προϋποθέτει μια σταδιακή μύηση και μια κατανόηση. Kατ’ αυτή την έννοια ο σημερινός τουρίστας μοιάζει πιο πολύ με ανυπόμονο πελάτη ταβέρνας παρά με προσκυνητή. Aνυπομονεί να του σερβιριστεί γρήγορα το πιάτο με τον εξωτισμό. Όμως, παρότι δελεαστικό, δεν θα το φάει. Προτιμά να το φωτογραφίσει ή να το πάρει σπίτι. Aν είναι δυνατόν να πάρει ολόκληρη την ταβέρνα μαζί του, ακόμη καλύτερα»·[1]
tourism might, or might not be a sin, as Werner Herzog famously put it, but it is certainly a virus; a lethal one, it killed our idea of beauty conceived long before it was “discovered,” therefore damaged for good, by mass tourism, as for the typology of tourist behavior, nothing to be added that wasn’t rendered already in ‘Dawn of the Dead’, back in 1978, that’s right; zombies storming a mall, tourism is a disease meant to obliterate our collective memory for the benefit of the experiential consumerist compulsion of each single individual, an illness with no antidote till now, a rather shortsighted human being, tourism dislocates; it seduces, it bribes, it coerces violently, it dispossesses ceaselessly as a necessary means for its endless reproduction, it automatically transcribes Greece as tzatziki, Italy as Pizza, Paris as Disneyland and Thailand as sex; it once had the arrogance to present Africa as a place where you solely hunt and kill wild beasts, thus, tourism steals and deprives people’s past; it eliminates memory and depth, culture and taste, it falsifies reality once perceived as a collective civilizational effort to an economic transaction between two partners in crime, the billions of touristic photos of places of worship such as the Taj Mahal, the Parthenon, or CBGB’s are instantly evaporated into big data devoid of any meaning defying, mocking even, the idea of archiving, as we scroll down, data transforms from thin air into a toxic cloud that lies upon our heads, nothing compared to the reflections of the travelers of a bygone era which became books, passionate and doomed love affairs, poems, dreams that still keep us awake, tourists do not add value to historical sights the way travelers and romantics once did, irrespectively if their contribution was noteworthy, or even truthful, quite the reverse, they are facilitators of the current process of devaluation of the prominence of myths and tales that shaped the history of world cultures before they were transubstantiated into castles and temples, tourists are responsible for the endless reproduction of inadequate images of our world; “photographs are supposed to be maps but they turn into screens: instead of representing the world, they obscure it until human beings’ lives finally become a function of the images they create",[2] images that resemble invisible walls made of mirrors which imprison reality into an infinite loop that repeats the same information again and again, shots that repeat themselves, photos that limit the scope of our imagination, colors that bring you headache generously provided by crude filters, images non-images that generate anguish by their uniformity, lack of creativity, total absence of ingenuity, thus, an island, an ecosystem with tens and hundreds of living organisms that interact with each other becomes merely a beach, a monotonous landscape which rhythm is not dictated by the forces of nature but by the cravings of spoiled children aged sixty five and above; a city is reduced to a tiny corner of its historical center recently renovated by a hedge fund using stolen profits kept offshore; as for the inhabitants, they become poorly paid extras in an enormous movie set where tourists hold the position of producer, director and the main protagonist; and yes, it is a major box office flop each time.
Στην πραγματική πραγματικότητα ωστόσο, στην βάρδια, στην δουλειά, ακόρεστη λαχτάρα καθημερινά να αντικρύσω τις φυλές τα χρώματα, τα πρόσωπα, τα στυλ·
κι άλλωστε, όποια κριτική ως προς τον ανθρωπότυπο του τουρίστα αδύνατο να μην σχετίζεται με εκείνη του σύγχρονου ανθρώπου – αν ο τουρίστας έπαψε να επιθυμεί να μυηθεί στα μυστήρια ενός εξωτικού τόπου είναι διότι ο ντόπιος, ο γηγενής, έπαψε και ο ίδιος να πιστεύει στο μυστήριο.
[2] Vilém Flusser, Towards A Philosophy of Photography (1983) (London: Reak-tion Books, 2000), 9–10.