6.3.23

It's a cruel, cruel summer. Μια σεζόν στην Ακρόπολη.

 

Once Upon a Time in Anatolia II

 

Επιβλήθηκε η κλασική αισθητική και στον Γάλλο διανοούμενο, κοσμοπολίτη εθνικιστή, Maurice Barrès το έτος 1900,

«η τελειότητα της Ελληνικής τέχνης μου φαίνεται γεγονός αλλά επιβεβαιώνοντας την αρνούμαι τον εαυτό μου, οι σκαλωσιές που έχουν στηθεί στην δυτική πρόσοψη μου επέτρεψαν να εξετάσω και να αγγίξω τους νεαρούς ιππείς της ζωφόρου πάνω στον σηκό, τόσο απορροφημένος ήμουν από την κατάρρευση της αισθητικής μου που κατεβαίνοντας την σκάλα έχασα την ισορροπία μου»[1],

ο μοντερνιστής Barrès, που στάθηκε αδύνατον να αρνηθεί το εγώ του επεφύλαξε μια πολεμική κριτική απέναντι στους Γάλλους και Έλληνες αρχαιολόγους της εποχής σε πλήρη αντιστοιχία με την woke συγκαιρινή:

«την αρχή της εξέλιξης των κοινωνιών και των αληθειών θα μας παρουσίαζε ένας ναός της Παλλάδας μπλεγμένος με μια βυζαντινή εκκλησία, έναν φεουδαρχικό πύργο, ένα μουσουλμανικό μιχράμπ, και ένα αρχαιολογικό μουσείο. Εκείνος ο ετερόκλητος Παρθενώνας ήταν δικαιωμένος από την ιστορία, στο τέλος θα καταλήξετε να ξαναχτίσετε τον Παρθενώνα... Και μόνο η θέα αυτών των διαδοχικών οικοδομημάτων, η προφανής δυσαρμονία τόσων προσπαθειών, κάθε μία από τις οποίες είχε το δικό της ιδεώδες, ιδού ένα θαυμάσιο μάθημα σχετικισμού...»

 

«Ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι ένας τόπος αρμονίας και συμμετρίας, αλλά ένας τόπος συνειδητοποίησης της ανάγκης του αγώνα για συμμετρία και αρμονία» σύμφωνα με τον Ιρλανδό κλασικιστή E.R. Dodds,

εν τω μεταξύ, με τον ρυθμό, την εντατικοποίηση, που διεξάγονται εδώ και κάμποσο καιρό θαυμάσια μαθήματα σχετικισμού στις ακαδημαϊκές αίθουσες ανά τον πλανήτη διόλου απίθανο αν τύχει και ξεθαφτεί, έναν αιώνα αργότερα, κομμάτι πλαστικού από την περισχοίνιση του μνημείου να οφείλουμε στην ιστορία να αναδειχθεί ως μέρος του παλίμψηστου της ιστορίας,

 «αγώνας, αγώνας, αγώνας διαρκείας,

είναι η απάντηση στην πι έιτς ντι αδεία»

ε ναι λοιπόν! θα χτίσουμε ξανά τον Παρθενώνα, τα ερείπια -βέβαια- θα μείνουν όπως έχουν αλλά το γιαπί του παλαιού μουσείου της Ακρόπολης, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια αδράνειας, θα πλημμυρίσει από ιδέες, 3D printers, σύγχρονη τέχνη, επισκέπτες θα τριγυρνούν με Google Augmented Reality glasses, θα τους ξεναγούν στην κλασική Αθήνα, στην εποχή των Περσικών Πολέμων, χιλιάδες drones στον ουρανό θα σχηματίζουν/αναπαριστούν κάθε τέσσερα χρόνια την πομπή των Αθηναίων εναλλάξ με την μάχη της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα, «θα σκουντιόμαστε όσο θα βλέπουμε τι είναι ικανοί να κάνουν οι πιο ιδιοφυείς και ταλαντούχοι liberals από όλες τις κουλτούρες και τα επαγγέλματα της Ιερουσαλήμ (τεχνολόγοι, προγραμματιστές, μηχανικοί, καλλιτέχνες) αν τους δώσεις λεφτά και τους αφήσεις ελεύθερους να φτιάξουν μια αρχαιολόγηση του δικού μας πολιτισμού, αφετέρου μια κινηματογραφικού τύπου εμπειρία.[2]

 

*

Λίγες ώρες αργότερα, καθώς η βάρδια πλησιάζει προς το τέλος της, μια ομάδα δευτεροετών φοιτητών της αρχαιολογίας από το Columbia University αράζουν στον γρανίτη ακριβώς μπροστά από τη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα.

Νιάτα! Προσφέρουν, άθελα τους, έμπνευση, της στιγμής· βγάζω από την τσάντα την αρχαία πια φοιτητική ταυτότητα (Κοινωνιολογία), την θάβω μπροστά από τον τοίχο του ναού της Αθηνάς Νίκης με την ευχή ο αρχαιολόγος που θα την ανασκάψει στο τέλος του 22ου αιώνα να μην ασχοληθεί με το ελάσσον,

non, rien de rien, non, je ne regrette rien,

δεν θα την πατήσω ρε σαν τον Pierre Bourdieu:

«η αγωνία μου να είμαι σοβαρός, επιστημονικός, με οδήγησε να καταπιέσω τη λογοτεχνική διάσταση, την πρώτη περίοδο της Ευρωπαϊκής Κοινωνιολογίας, ενθαρρυνόταν σιωπηρά, χωρίς όμως να επιβάλλεται ρητά, ο εξοβελισμός κάθε φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού στοιχείου, έπρεπε κανείς να σέβεται τους άγραφους κανόνες της ομάδας, γιατί αλλιώς θα θεωρούνταν θρασύς, νάρκισσος και αυτάρεσκος... όμως πολύ μετανιώνω σήμερα…»[3]

 «μπαίνει στον χώρο άρρεν με περίεργη ενδυμασία... ιδιαίτερη προσοχή για φωτογραφίες...»

χαμηλώνω τον ασύρματο (CB), να μην ενοχλεί, δεν μου δίνουν προσοχή, είχα προλάβει να απαντήσω “no” στo “do you speak English” ενός φοιτητή, ακούν με προσοχή, ακούω και εγώ, επίσης με προσοχή, έναν αιώνα, και πλέον, accelerated σχετικισμού έπειτα από τον Barrès, τον καθηγητή τους, απαγγέλει ένα ποίημα σε ελεύθερο στίχο·

-        It is the geology, the rock itself, that constitutes the monument, whether it retains visible traces of human action or not. The Acropolis is first of all a multi-temporal, multi-cultural geo-history, a historical corpus, a body that includes the traces of the hands and feet of millions of people over thousands of years. I see the decision to evoke one historical period at the expense of others, as a celebration of whiteness: a celebration not of the fifth century B.C. but of the 18th and 19th century white Eurocentric modernity, which chose the fifth century as its key ancestral legacy.…”[4]

“And what about the minaret, sir? The Acropolis in the 19th century was a mosque that included a minaret, were they right to remove it?” προβοκάρει άγρια με χαμόγελο στα χείλη και αγγλικά με εξωτική προφορά ένας φοιτητής του από την Ινδία, Hindu στο θρήσκευμα,

no, they werent” απάντησε, χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο καθηγητής, ελαφρύ κοκκίνισμα στο πρόσωπο μιας άθεης Γερμανίδας φοιτήτριας, ικανοποίηση για την American-Egyptian με μαντήλα, μειδίαμα για την Καθολική Πολωνή, cringάρισμα για την ομάδα των δεκαεπτά συνολικά – he had lost the argument. 

 

-        «Η ειρωνεία απουσιάζει από το Μέγα σεράι της Κωνσταντινούπολης, εκεί που ενεδρεύουν σκευωρίες, παγίδες και κρυψίμυθοι. Αλλά το αθηναϊκό συμπόσιο, ευωχία ελεύθερων λόγων και διαλεκτικής ευφράδειας, τόπος αναζήτησης από κοινού, δεν ξέρει τίποτε για ποτά δηλητηριασμένα και για ναρκωτικά του δόλου. Εδώ η μέθη δεν αποκτηνώνει, αλλά οδηγεί σε έξαρση και σε διερωτήσεις: ο Αλκιβιάδης διατελών εν ευθυμία και ο Σωκράτης νηφάλιος πάντα, παρά την παρατεταμένη οινοποσία, κοινωνούν σε πνεύμα ισότητας και διαυγούς ανταλλαγής. Το κρασί του Συμποσίου περιτυλίγει τη διονυσιακή αντιστροφή των ρόλων, το σταυρωτό βήμα δασκάλου και μαθητή: ο Σωκράτης, δάσκαλος των πέντε υπολοίπων συμποσιαστών, αρνείται την από καθέδρα ανισότητα και γίνεται με τη σειρά του μαθητής της Διοτίμας. Ο σοφός δέχεται σαν δάσκαλο του μια γυναίκα. Και, αντιστρόφως, ο δάσκαλος υποδύεται το μαθητή των μαθητών του και οι μαθητές αισθάνονται να γίνονται δάσκαλοι».[5]

 



[1] Maurice Barrès, Το Ταξίδι της Σπάρτης.

[3] Pierre Bourdieu, Εικόνες της Αλγερίας.

[5] Vladimir Jankélévitch, Η Ειρωνεία.


No comments:

Post a Comment