13.3.23

It's a cruel, cruel summer. Μια σεζόν στην Ακρόπολη.

 

 

HEAVY METAL

 

Κωδικός πόστου Εξέδρα, μηδέν σκιά, πρόκειται για το το πλέον ανατολικό σημείο της άκρης της πόλης, προσθήκη μεσαιωνική, ανεμίζει σήμερα η Ελληνική σημαία, η έπαρση και η υποστολή της πραγματοποιείται από προσωπικό του Στρατού Ξηράς, η Προεδρική Φρουρά εκτελεί το καθήκον Κυριακές και αργίες,

στα λιγοστά τετραγωνικά, σε σχήμα μανιταριού, της εξέδρας, οι επισκέπτες συνηθίζουν να selfάρουν με φόντο τις μαρμάρινες κολώνες, με τσιγάρα, Coca Cola, snacks, σκαρφαλώματα στα τείχη χαλαρώνουν, κατά συνέπεια, οι φύλακες τσιτώνουν,

πόστο αντιδημοφιλές, πληρώνω την σύντομη πορεία μου ως ο εγκέφαλος της συνωμοσίας κατά της σφυρίχτρας, ένα diy ημίμετρο αγνώστου πατρότητας που προσφέρει στον εργαζόμενο το πλεονέκτημα της ακινησίας, χώρια την ηθική ικανοποίηση της διαιτησίας ενός κατά φαντασίαν αγώνα μεταξύ των αρχαιοφυλάκων και των τουριστών βαρβάρων, διόλου αμφίρροπο το ματς, το αποτέλεσμα του προκαταβάλλεται κάθε φορά από έναν άγραφο και άτυπο κανόνα - «οι ντόπιοι να κερδάνε και οι τουρίστες ας πάν’ να παραπονεθούν»,

ξεχρεώνω επίσης, αδιαμαρτύρητα, το ασεβές χιούμορ:

 

μη μιλάς, να σφυράς, κινδυνεύει η Ελλάς,

στο κορμί δονητές κουβαλάς,

μη γελάς, να σφυράς, κινδυνεύει η Ελλάς,

με την γλύκα που κοιτάς.

 

Oh well, «οι Αθηναίοι εννοούν το παν, εκτός της αστειότητος, η ειρωνεία του Σωκράτους απέθανε, πιούσα μετ’ αυτού το κώνειον»[1] ισχυρίστηκε, με μια δόση χιούμορ, ο Δανός λόγιος Georg Morris Cohen Brandes που ταξίδεψε στην Αθήνα το 1922, επισκέφθηκε βεβαίως την Ακρόπολη, το βιβλίο του (Hellas: Travels in Greece, 1926), παραμένει αμετάφραστο στα Ελληνικά· το χιούμορ, «η μεγάλη επινόηση του σύγχρονου πνεύματος» σύμφωνα με τον Octavio Paz· όσο για τον Milan Kundera, πίστευε πως είναι «η θεία αστραπή που αποκαλύπτει τον κόσμο στην ηθική αμφισημία του και τον άνθρωπο στη βαθιά αναρμοδιότητά του να κρίνει τους άλλους, η μέθη της σχετικότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων, η παράξενη απόλαυση που πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα», εκτός από τη βεβαιότητα ότι στο σπίτι που μεγάλωσα δεν φύτρωνε το χιούμορ: ο πατέρας μου δεν είχε χιούμορ, δεν συνειδητοποιούσε την εκκωφαντική απουσία του, η μητέρα, επίσης, δεν είχε χιούμορ, λυπόταν που της έλειπε το χιούμορ, αναρωτιέμαι τι είναι χειρότερο, το χειρότερο είναι να μεγαλώνεις σε μια χώρα που δεν τα πολυκαταφέρνει με το χιούμορ, όσο για το καλύτερο, να θυμάσαι πως η αισθηματική σου αγωγή περιλαμβάνει φίλους που κάποτε γύρισαν τον Γαλαξία με Ωτοστόπ.

 

*

Οι ώρες περνούν, ο ήλιος δυναμώνει, τα γκρουπ που φρακάρουν την εξέδρα διαδέχονται το ένα το άλλο, σκέφτομαι τον ποιητή, ρωτήθηκε κάποτε τι τον ευχαριστούσε περισσότερο στην ζωή, «να κάθομαι σε μια καρέκλα να βλέπω τους περαστικούς» ήταν η απάντηση του, σκέψη-placebo απέναντι στην ρουτίνα της δουλειάς που δεν περνά απαρατήρητη από μια οικογένεια White Anglo-Saxon Protestants, πρόσθεσαν για φέτος την Αθήνα ως (τερματικό) προορισμό του ταξιδιού τους μετά τον Ιορδάνη, την Θάλασσα της Γαλιλαίας, και την Ιερουσαλήμ, επισκέπτονταν την Holy Land περίπου ανά διετία - με ξεκοκκαλίζουν ολόκληρο:

we should bring you an umbrella, some water, and a chair, to sit here and watch all day» κάνει την αρχή η ευτραφής απεριποίητη ξανθιά ετών πενήντα επτά, ο σύζυγος, ντυμένος σε στυλ Sunday barbeque, χαμογελά,

not a chair,”

he is not gay, he is vain…” συμπληρώνει το μαστίγωμα η κουνιάδα της συζύγου,

I object, Your honor!” απαντάω από μέσα μου αυτή τη φορά, ανήκω στους «ενθουσιώντες πιστούς... ελπίδα, περηφάνια, εικασίες μαζί με άγνοια, ορίστε οι πηγές του ενθουσιασμού μας, μας έλκει επίσης, λόγω υπερβολικής αυτοπεποίθησης, ο ανορθολογισμός» σύμφωνα τουλάχιστον με τον David Hume».[2]

Δεν ήταν αγενείς ή προσβλητικοί, ήταν η κουλτούρα τους:

-        «η πουριτανική κοινότητα ήταν εξουσία θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική και ηθοπλαστική, βασικά δημοκρατική και παντοδύναμη, ήταν το πρωτοκύτταρο της Δημοκρατίας των Νεότερων Χρόνων, σκληρό σαν μέταλλο, μιλώντας για την μετοικεσία των πουριτανών από την παλιά στη Νέα Αγγλία, στον 17ο αιώνα, ο Tocqueville γράφει - "η Δημοκρατία ξέφευγε, μεγάλη και πάνοπλη, μες από την παλαιά φεουδαρχική κοινωνία, τέτοια που δεν τόλμησε η Αρχαιότητα να την ονειρευτεί" [...] εκείνο που φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι κάποιο αφομοιωμένο υπόστρωμα πουριτανικής νοοτροπίας, που το μαντεύεις σε αμέτρητες  εκδηλώσεις του αμερικανικού βίου, στα ήθη, στην οικογένεια, στη μέθοδο εργασίας, στην παιδεία, στη δημοκρατικότητα της κοινωνίας και της Πολιτείας, ακόμα και στη διεθνική εμφάνιση της Αμερικής, είναι κάτι που έχει αφήσει τη σφραγίδα του στο χαρακτήρα των ανθρώπων και στο γενικό ύφος του τόπου, το νοιώθει κανείς, καμιά φορά, και στις φυσιογνωμίες (θυμηθείτε λ.χ. τη μορφή του Woodrow Wilson ή του Προέδρου Truman), σ’ ένα ορισμένο βλέμμα, σ’ ένα σφίξιμο των χειλιών, σε μια έκφραση ή σ’ έναν τόνο φωνής, όπου άξαφνα προβάλλει η αυστηρή ηθικολογική διάθεση και η μετάλλινη ακαμψία του προπάτορα και η σφοδρή του επιθυμία να διδάξει κανόνες ζωής στην ανθρωπότητα και να την σώσει από την αμαρτία [...] η Margaret Mead καθορίζει ως εξής την ουσία του πουριτανισμού, "μια πίστη ότι υπάρχει σχέση εδώ, επί γης, ανάμεσα στην καλή διαγωγή και τις καλές αμοιβές"»[3].

 

Οι WASPs κάποτε θα αποχωρήσουν, η εξέδρα θα συνεχίσει να δέχεται τα κύματα των επισκεπτών, περνούν αδιάφορα από μπροστά μου έως ότου μια αρχαιολόγος από το Michigan αποφασίσει να τεστάρει τις γνώσεις μου, μου δείχνει τις εσοχές στα κομμάτια από μάρμαρο με τα οποία έχει επενδυθεί περιμετρικά το περβάζι της εξέδρας, με ρωτάει από ποιο σημείο είχαν μεταφερθεί εκεί, δηλώνω αναρμόδιος,

-        «από κεντρική είσοδο ανεβαίνει κυρία πολύ ελαφρά ντυμένη...»

χαμηλώνω το CB, μ’ ενοχλεί, την ακούω να μου εξηγεί, μου αρέσει που μου εξηγεί, δεν πολυκαταλαβαίνω τι μου εξηγεί, προτιμώ να την χαζεύω να εξηγεί, τα soft χαρακτηριστικά του προσώπου της παραπέμπουν στην φινέτσα μιας Annette Benning, είναι μικροκαμωμένη με κοντοκουρεμένα ασημένια μαλλιά, αν και κοκκαλιάρα, μόνο φιλάσθενη δεν ήταν, σύντομα θα γιόρταζε τα εβδομηκοστά της γενέθλια, "she was like iron, an inside-out person, most people are tough on the outside, vulnerable on the inside, she was just the opposite[4], Joan Didion style δηλαδή - this is beauty, American beauty,

“they probably moved them marbles here then... Greeks! moving rocks around since the dawn of time…” απαντώ δείχνοντας προς τον γερανό, μακρόσυρτο, αθόρυβο, ολόψυχο το γέλιο της.



[1] Ιστορία και Ιστοριογραφία του Νεοελληνικού Θεάτρου, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου προς
τιμήν του Θόδωρου Χατζηπανταζή, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, Ρέθυμνο
2020.

[2] Ian Buruma, Δαμάζοντας του Θεούς.

[3] Γιώργος Θεοτοκάς, Δοκίμιο για την Αμερική.

 

No comments:

Post a Comment