29.5.10

ΙΙ. Τι απέγιναν τα Sixties? Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Vice



  Έτσι λοιπόν, στη φούρια μου απάνω να βρω έναν ανάλαφρο λυτρωμό pop culture χροιάς, σκόνταψα πάνω στο video archive του Vice. Ως γνωστών το concept του περιοδικού είναι μοντέρνο (ότι αυτό μπορεί να μην σημαίνει πια), εκκεντρικό, τολμηρό (ότι αυτά μπορεί να μην σημαίνουν πια, δηλαδή ανατρεπτικότητα). Αναζητώντας ένα ανώδυνο θέμα κατέληξα σ΄ ένα διασκεδαστικό - για λόγους ιδιοσυγκρασιακούς – ταξίδι σε ένα ετήσιο rave party κάπου στην Ουκρανία. Το kitch φολκλόρ του θέματος που μου τράβηξε το ενδιαφέρον είχε να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τη λέξη rave και καθόλου με τις λέξεις 2010 και Ουκρανία. Το team της ομάδας, προερχόμενο από την Κεντρική-Βόρεια Ευρώπη, αντίθετα με εμένα, εστίασαν εκεί ακριβώς.
 Εξαρχής νευριάζεις. Το πάρτυ πληροφορούμαστε πως είναι drug free μα όσο περισσότερο παρακολουθείς, τόσο αυτή η δήλωση σου φέρνει στο νου τον Πάνο Σόμπολο απολογούμενος για την δημοσιογραφική κάλυψη της εξάρθρωσης του Ε.Α. να προσπαθεί να πείσει πως η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα (ρε γαμώτο!). Είναι λογικό μερικές φορές να πρέπει να σεβαστείς τη φιλοξενία των άλλων, στην προκειμένη περίπτωση των διοργανωτών του φεστιβάλ. Για τον ίδιο λόγο οι συντελεστές θα μας μιλήσουν χαριτωμένα για διάφορα άλλα πράγματα όπως την έντονη παρουσία της Ουκρανικής αστυνομίας στο φεστιβάλ, το ότι πολλοί μαφιόζοι τη βρίσκουν με το χίπικο χαρακτήρα του πάρτυ και συχνάζουν εκεί, τις χιλιάδες όμορφων γυναικών με μικροσκοπικό μπικίνι που διψούν για σεξ κτλ.
 Ένα σημαντικό κτλ πάντως είναι η «πλάκα» της ονομασίας του φεστιβάλ ως republic. Ο υπεύθυνος της διοργάνωσης είναι γνωστός ως πρόεδρος, συναντάμε επίσης έναν υπουργό εξωτερικών και άλλα τέτοια όμορφα. Το team άλλοτε ειρωνεύεται και άλλοτε στέκεται αμήχανο μπροστά στην Ανατολικοευρωπαϊκή εκκεντρικότητα οπισθοδρομικής κατευθύνσεως. Στην πραγματικότητα όλα εξηγούνται δίχως να μένει ούτε τόσο δα περιθωριάκι για μια εξήγηση του τύπου, Ουκρανικό παρακμιακό υπο-Δυτικό απελευθερωμένο γλέντι. Το φεστιβάλ οργανώνεται υπό την στενή επιτήρηση μαφιόζων οι οποίοι και κανονίζουν τη διακίνηση ναρκωτικών ενόσω προωθούν και διαφημίζουν την πραμάτεια τους από γυμνή σάρκα (call και άλλα girls) σε ευκατάστατους ταξιδιώτες. Το φαινομενικά παράδοξο του αυτόνομου κράτους όπως επαναλαμβάνουν συχνά πυκνά οι ιθύνοντες του φεστιβάλ, χωρίς καμία διάθεση για χιούμορ, σχετίζεται με την μαφιόζικη militant οργάνωση του όλου εγχειρήματος και φυσικά αντικατοπτρίζει την Ουκρανία, ένα κράτος που ακουμπά στη Ρωσική παράδοση καλών σχέσεων με βασιλιάδες, τσάρους, πατερούληδες και Πουτινικούς (ακόμα και η διοργάνωση ενός χίπικου φεστιβάλ θέλει τον ισχυρό πρόεδρο του, ο πρόεδρος είναι και πολύ φίρμα και απρόσιτος λέμε!).
 Αντιλαμβάνομαι την επιλογή των δημοσιογράφων να μην στοχεύσουν στην αλήθεια ή την αδυναμία τους για πρακτικούς λόγους να μιλήσουν γι’ αυτήν στα πλαίσια της προώθησης ενός ψυχαγωγικού προϊόντος. Το αποτέλεσμα που προκύπτει όμως είναι μια άστοχη αναπαραγωγή στερεοτύπων περί kitch Ανατολικής Ευρώπης, για σεξουλιάρες με μακριά (και ανοιχτά) πόδια κτλ. Οι συντελεστές σοκάρονται, δήθεν, όταν παρίστανται σε έναν τρόπον τινά διαγωνισμό σεξ που περιλαμβάνει σεξ σε δημόσια θέα, ένα μικρό αγόρι να γλείφει μια ενήλικη κοπέλα, μια ενήλικη κοπέλα να φιλά στο στόμα έναν καλοσυνάτο σκύλο.
 Μια παρατήρηση: φαντάζομαι στο Woodstock τα ίδια έκαναν, είτε το 1969 είτε το 1994. Δεύτερη παρατήρηση: πως γίνεται στο μεν Woodstock να μην σκεφτόμαστε την εθνικότητα των συμμετεχόντων στη γιορτή της απαγορευμένης ηδονής αλλά την πολιτιστική, ή και μη, ταυτότητα (hippies, yippies, freaks, drop-outs) των έξαλλων νέων και στο δε χίπικο Ουκρανικό καρναβάλι το θέμα να εξετάζεται, έστω και έμμεσα, με κριτήριο την εθνικότητα? Γιατί να φαίνονται όλα αυτά ξένα στους νεαρούς open minded δημοσιογράφους? Γιατί ο άντρας της παρέας δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να σταθεί μπροστά στην κάμερα καλώντας δίπλα του υπερ-γκόμενες από τις οποίες και ζητά να κάνουν μια περιστροφή μπροστά στην κάμερα προς τέρψιν των θεατών? 
 Άσχετα με το τι επιτρεπόταν να πουν ή και να δείξουν, βαθύτερη επιθυμία (δεν το εικάζω, το πιστεύω) των δημοσιογράφων ήταν να παρουσιάσουν το θέμα τους ακριβώς κατ’ αυτόν τον τρόπο. 100% Sixties generated individuals, όπως κι αυτοί του Vanguard, οι δημοσιογράφοι του Vice μας αποκαλύπτουν μία ακόμη πτυχή μιας κληρονομιάς που κουβαλούν οι νέοι 40 χρόνια τώρα. Η αδυναμία, ή η επιλογή να μην δεις το ουσιώδες είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που οικοδομήθηκε πάνω στον άξονα ατομικής απελευθέρωσης εκείνα τα χρόνια. Δυστυχώς στη ζωή αυτή οποιοδήποτε πρόταγμα που δύναται να περικλείει θετικές παραμέτρους και βρίσκει χώρο να εκφραστεί και να πάρει ορατή μορφή, πολλές φορές καταλήγει σε ένα de facto αξίωμα σκέψης και πράξης. Τα τόσο όμορφα παιχνιδιάρικα προτάγματα των φοιτητών του Παρισιού, ήδη ενέκρυβαν το σπόρο του κακού που φυτρώνει σήμερα σε λογής λογής εργαστήρια νεανικής πρωτοπορίας. Είναι καιρός να είναι καιρός, που γράφει και ο Δημητριάδης∙ είναι καιρός για λίγη σοβαρότητα βρε αδερφέ. Η ατομική απελευθέρωση που συνετελέσθη παράλληλα με την έκρηξη του marketing και του advertising δημιούργησε αυτό το υπέροχο και λαμπερό μοντέλου του νέου ανθρώπου με κούφια liberal συνθηματολογία και άνοστες ευαισθησίες για πάσης φύσεως ανθρώπινα δικαιώματα.
 Το βασικό δικαίωμα του ανθρώπου φυσικά, είναι η ύπαρξη του ως Πολιτικό Ον. Αυτό φαίνεται να μην προσμετράται καθόλου από το σύνολο των απελευθερωμένων από τα καταναγκαστικά δεσμά του παρελθόντος ανθρώπων. Τα δεσμά αυτά υποδείκνυαν ιδέες τόσο ξένες στους νέους του σήμερα (π.χ. η ανάγκη για συλλογικότητα), όσο ξένες ήταν κάποτε οι σημερινές ιδέες (π.χ. η ειρωνική αποστασιοποίηση ως μέσο αποφυγής οποιουδήποτε είδους συγχρωτισμού με τους γύρω σου). Αυτό το "we should replace vague ideas with clear images" που βλέπουμε να αναγράφεται στον τοίχο - ντεκόρ της ταινίας του Jean Luc Godard La Chinoise (1967), μας βγήκε ξινό. Ο διττός χαρακτήρας αυτής της έκφρασης αποδίδει ιδανικά την αμφισημία των Sixties. Μεταφράζοντας το έργο των Marx και Lenin σε κινηματογραφικές εικόνες ή φράσεις–συνθήματα η επανάσταση θα γινόταν κατανοητή και προσιτή σε όλους. Όπως όμως επισήμανε ο Eric Hobsbawm πρόκειται για "εικόνες που υπαινίσσονται απλώς τα συμφραζόμενα και αγνοούν τις συνέπειες."
 Τις συνέπειες τις βρήκαμε μπροστά μας και φυσικά συνίστανται στην παραμορφωτική απεικόνιση της πραγματικότητας από ανθρώπους που λέκιασαν τις «καθαρές εικόνες» με το ίδιο τους το σπέρμα. Ο ολοένα κι αυξανόμενος αυνανίζον χαρακτήρας των νέων ανθρώπων δεν συνίσταται στην έκρηξη της βιομηχανίας του πορνό μα στη δικιά τους αυτιστική ομφαλοσκόπηση που μόνος της σκοπός είναι το χάϊδεμα ενός υπερτροφικού Εγώ. Personal is the Political λέγανε στα Sixties μα τώρα αυτό το τσιτάτο δεν δηλώνει τίποτε άλλο από την πλήρη απουσία του Πολιτικού προς όφελος του αυτιστικού, ναρκισσιστικού, τεμαχισμένου προσωπικού.   


Φοτο: -icy-










28.5.10

Ι. Τι απέγιναν τα Sixties? Η αβάσταχτη σκοπιμότητα του Vanguard




 Στις μέρες μας, το liberal περιτύλιγμα της διάτρητης δημοκρατίας της Δύσης παίρνει πολλά από τα δάνεια του από τις διεκδικήσεις-κατακτήσεις που απαιτήθηκαν-επιτεύχθηκαν κατά την διάρκεια της μεγαλύτερης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, των long Sixties. Οι αγώνες της τότε εποχής για πάσης φύσεως human rights παρέμειναν στην επικαιρότητα και μας έφεραν μπροστά στη γελοιότητα που μας περιρρέει σήμερα. Όλοι ζητούν λιγότερο ρατσισμό και διακρίσεις, π.χ. απέναντι στους Τσιγκάνους, ενόσω την ίδια στιγμή δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι είναι αυτό που μας (αν μας) διαφοροποιεί απ΄αυτούς.
 Οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες δεν αντιμάχονται τον ρατσισμό αλλά κοιτάνε να απαλύνουν τον πόνο των θυμάτων, κάτι σαν “βαράτε τους, αλλά ας μην τους αφήσουμε μονάχους να κλαίνε, ας τους κάνουμε λίγο παρέα,” λίγο όμως. «Παρέα,» μια κουβέντα είναι αυτή τώρα. Έχω κάθε λόγο να αμφιβάλλω για το είδος της παρέας που κάνουν αυτοί που κόπτονται για τα συμφέροντα μελαμψών, μαύρων, κίτρινων αδυνάτων. Κατ΄αρχήν πολύ αμφιβάλλω αν είναι σε θέση να αντιληφθούν πως πρόκειται για ανθρώπινα όντα σαν κι αυτούς.
 Η πολύ τηλεόραση βλάπτει, το ίδιο και η πολύ ανάγνωση αριστερίστικων ανακοινώσεων-καταγγελιών. Νομίζω πως η ευρεία αντίληψη θέλει τους «νοσηλευόμενους» αδυνάτους ένα είδος - μακρινό συγγενή του ανθρώπινου - καταραμένο από Θεούς και δαίμονες, ένα είδος το οποίο θέλει αποκλειστικά περίθαλψη. Επίσης, νομίζουν, πως θέλει να χαμογελά και να νοιώθει πως είναι καλά, πως υπάρχει ελπίδα. Είμαι πεπεισμένος πως αυτή η πεποίθηση προέρχεται εξ ιδίων. Είναι πρωτίστως αυτοί που επιθυμούν να είναι καλά, είναι επίσης αυτοί που έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια το πανανθρώπινο δικαίωμα στο θρήνο. Οι «νοσοκόμοι» δεν αφήνουν τους «ασθενείς» τους να θρηνήσουν, τους υποδεικνύουν πως πρέπει να χαμογελούν και να κάνουν όνειρα. (Μα δεν είναι τα ίδια τα όνειρα - μέσα στην άγρια και έξαλλη χαοτική τους απεραντοσύνη συναισθημάτων και αισθήσεων - που δηλώνουν ρητά στον άνθρωπο πως δικαιούται να είναι κάτι περισσότερο από  ένας καλόβουλος ονειροπόλος)?
 Η προσπάθεια τους να δουν τον άλλο ως αυτό που πραγματικά είναι (άνθρωπος με Επιθυμίες) σκοντάφτει πάνω στη βαριά σκιά της Δυτικής αντίληψης τους. Η Δύση είναι παντοκράτωρ, αν δεν ανήκεις σ΄αυτήν - όχι κατ΄ανάγκην γεωγραφικά, αρκεί και το copy paste του manual της - δεν είσαι παρά ένα εξωτικό... κουκούτσι (το φρούτο μας τελείωσε, τα έφαγαν όλα οι τουρίστες). Ο χαρακτηρισμός εξωτικό που κάποτε έδινε συγχωροχάρτι για όσους είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε ένα μέρος όπως η Δομινικανή Δημοκρατία δεν έχει ισχύ πλέον. Ούτως ή άλλως βέβαια εξαρχής ήταν μια προσπάθεια να μην δεις τον Άλλο, ένας ηλίθιος εξωραϊσμός της πραγματικότητας ώστε να δημιουργήσεις μια ψευδαίσθηση δεκτικότητας ως προς τον ξένο άλλο. 
 Ανέκαθεν η Δύση όταν έκανε τις διακοπές της, τα υπαρξιακά της ταξίδια, ή και τα business plan της, έβλεπε τον Άλλο ως κάτι πολύ, μα πάρα πολύ, ξένο. Δε θα αναφερθώ στους conquistadores που είδαν τους Ινδιάνους σαν ζώα, ούτε στους παλιούς ταξιδευτές που είδαν τους Αφρικανούς σαν αιμοβόρους ή και μη, tribals on acid. Θα μιλήσω για τους απόγονους των Sixties.
 Αυτοί συνίστανται σε νέους, ωραίους (όμορφους ή και ωραίους τύπους γενικά), με κοινωνικές ευαισθησίες (του τύπου που περιέγραψα προηγουμένως), καλόγουστους, προχωρημένους, αφηρημένα liberal σε μια τρόπον τινά πολιτική τοποθέτηση (κατ’ ουσίαν παράγωγο της Sixties ελαφρότητας και ανοιχτότητας προσέγγισης του θέματος), συγκεκριμένα open σε πολιτιστικού τύπου αυτο-προσδιορισμούς (μέσες άκρες ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, “anything goes” που έγραφε και ο Lyotard).
 Πρώτο χρήσιμο παράδειγμα, τα ντοκιμαντέρ του Vanguard. Ερευνητική δημοσιογραφία στα μοντέρνα της, με πολυφυλετικό και αρκούντως λαμπερό καστ, το Vanguard εκπέμπει στο κανάλι του γνωστού οικολόγου και αμόλυντου πολιτικού Al Gore ο οποίος χαράσσει αξιόλογη πορεία στο trend, πρώην πολιτικός νυν ευαισθητοποιημένος προαγωγός ανθρωπίνων διακιωμάτων. Οι πέντε δημοσιογράφοι της ομάδας του Vanguard εξορμούν ανά τον κόσμο για να αναδείξουν γνωστά ή άγνωστα προβλήματα με τον αέρα μιας ανεξάρτητης και to the point δημοσιογραφίας. Κατά πόσο πραγματώνουν την υπόσχεση τους είναι ένα άλλο θέμα. Τυχόν απορίες λύνονται με τη θέαση ενός ντοκιμαντέρ για τη διακίνηση ναρκωτικών στη νότια Ιταλία. Η ερευνητική δημοσιογραφία που ευαγγελίζονται οι συντελεστές φαντάζει κακόγουστο αστείο, βλέποντας το ντοκιμαντέρ νομίζεις πως διαβάζεις την ανακοίνωση Τύπου της Αστυνομίας. Το θέμα μας είναι αλλού όμως.
 Στα ντοκιμαντέρ αυτά, οι λαμπεροί δημοσιογράφοι εξορμούν σε μέρη εξωτικά με τον αέρα πεφωτισμένου και πολιτισμένου Αμερικάνου executive, είναι οι Δυτικοί που σκοπός τους είναι να αναδείξουν τον παράξενο οπισθοδρομικό χαρακτήρα των θεμάτων τους. Ουκ ολίγες φορές τα προβλήματα ανάγονται σε μια τοπική ιδιομορφία-καθυστέρηση παρότι το όλο προϊόν πλασάρεται σε ένα globalised concept. Βλέποντας τον σχιστομάτη ή την Πορτογαλέζα ρεπόρτερ ο νους σου απομακρύνεται από την αλήθεια όπως αυτή εκφράζεται πιο ικανοποιητικά με τη συμμετοχή στη δημοσιογραφική ομάδα ενός Αμερικάνου πρώην στρατιωτικού με προϋπηρεσία στο Αφγανιστάν. Appereances matter όπως γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά και όπως επίσης μας δίδαξαν τα Sixties.
 Η ουσία ωστόσο δεν μπορεί παρά να είναι ο τρόπος με τον οποίο αναγνώσκουν το υλικό τους, κι αυτός ο τρόπος είναι εξοργιστικός. Στο ντοκιμαντέρ για τους Ρώσους νεοναζί το όλο θέμα ανάγεται σε μια τοπική ανωμαλία-ιδιομορφία Ρώσων με ανθρωποφαγικές ορέξεις. Αν αφήσουμε στην άκρη το πρωτεύον φυσικά θέμα το οποίο συνίσταται στον κούφιο χερισμό ενός προβλήματος όπως ο ρατσισμός, θα διαπιστώσουμε το σιχαμένο τροπάρι του αφ’ υψηλού προοδευτικού πολιτισμένου δημοκράτη της Δύσης. Το μεταμοντέρνο ειρωνικό μειδίαμα του δημοσιογράφου ενώπιον του λεκτικού οχετού του αρχηγού μιας νεοναζιστικής οργάνωσης είναι μια κούφια χειρονομία αποδοκιμασίας που ικανοποιεί μονάχα τον αυτάρεσκο χαρακτήρα των λαμπερών δημοσιογράφων και των απανταχού ακολούθων τους, Δυτικούς νεανίες με ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικώς και αορίστως.
 Ο ίδιος δημοσιογράφος δρα πιο απροκάλυπτα στο ντοκιμαντέρ για τη μαφία της κοκαΐνης στην Ιταλία. Όταν επισκέπτεται (στην ουσία συνοδεύοντας την Ιταλική αστυνομία) ένα αχούρι στο οποίο αράζουν Αφρικανοί τοξικομανείς θα συναντήσει μια πόρνη, Αφρικάνα κι αυτή, η οποία θα δεχτεί να μιλήσει στο φακό της κάμερας. Ένα ακόμη θύμα του trafficking, η κοπέλα εκμυστηρεύεται στον δημοσιογράφο ότι για να αποκτήσει την ελευθερία της πρέπει να «πάρει» έναν, ας πούμε αρκετά μεγάλο, αριθμό πελατών. Ο δημοσιογράφος τη στιγμή που συνειδητοποιεί το νούμερο αντιδρά με τον τρόπο που θα αντιδρούσε ένας ήρωας Αμερικάνικης σαχλοκωμωδίας βάζοντας την να επαναλάβει τον αριθμό. Την ίδια στιγμή η κάμερα που συνήθως κρύβει το πρόσωπο των συνεντευξιαζόμενων σε τέτοιες περιπτώσεις, κάνοντας διάφορα τσαλιμάκια, στην ουσία αποκαλύπτει το πρόσωπο της στα αχόρταγα βλέμματα των θεατών.
 Σ’ ένα ακόμη προβληματικό (λέγε με βρώμικο) ντοκιμαντέρ της ομάδας, με θέμα τη μετά τον εμφύλιο Σρι Λάνκα, η βία που αποτυπώνεται σε raw images μπροστά στα μάτια μας είναι τόσο σοκαριστική που φέρνει στο νου τον Slavoj Žižek όταν μας έλεγε πως τα Μ.Μ.Ε. αρέσκονται να μας δείχνουν διαμελισμένα πτώματα όταν αυτά βρίσκονται στη Σομαλία ή στη Βοσνία, μα δεν κάνουν το ίδιο όταν πρόκειται για τα καθ’ ημάς, την αγαπημένη μας Δύση:
the same "derealization" of the horror went on after the WTC bombings: while the number of victims is repeated all the time, it is surprising how little of the actual carnage we see - no dismembered bodies, no blood, no desperate faces of the dying people... in clear contrast to the reporting from the Third World catastrophies where the whole point was to produce a scoop of some gruesome detail: Somalis dying of hunger, raped Bosnian women, men with throats cut. These shots were always accompanied with the advance-warning that "some of the images you will see are extremely graphic and may hurt children" - a warning which we NEVER heard in the reports on the WTC collapse. Is this not yet another proof of how, even in this tragic moments, the distance which separates Us from Them, from their reality, is maintained: the real horror happens THERE, not HERE?[1]

 Με άλλα λόγια, μπορεί να έχουμε τα προβληματάκια μας και μεις εδώ στη Δύση αλλά σαν αυτούς (δόξα σοι ο Steve Jobs), δεν είμαστε.

Φοτο: -icy-


[1] Welcome To The Desert Of The Real, - 10/7/01 - Reflections on WTC - third version -by Slavoj Zizek, http://www.lacan.com/reflections.htm#2

16.5.10

Πεθαίνοντας αδιαμαρτύρητα (ο πληγωμένος εγωισμός του ευρωλιγούρη).


One Way
Originally uploaded by Carpe~Diem

 Σήμερα, μια άλλη χώρα. Το αύριο μας ήρθε, και εντάξει, λογικό να είμαστε επιφυλακτικοί. Πανικόβλητοι? Ίσως. Όταν η πραγματικότητα σε πλακώνει ξαφνικά τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο άσχημα. Το χαμόγελο που φορούν ακόμα οι αμετανόητοι χαρωποί μεταμοντέρνοι ίσως και να μην παγώσει (στην πραγματικότητα η ψυχή τους έχει ήδη παγώσει από καιρό). Αυτό εξηγείται, εύκολα κιόλας. Το χαμόγελο αυτό είναι μια οφθαλμαπάτη.
 Κοιτώντας γύρω μου νέους ανθρώπους σχηματίζω την εντύπωση πως πολλοί από δαύτους αντιδρούν σαν να τους θίχτηκε ο εγωισμός. Αντιδρούν όπως αντιδρά ένα μικρό παιδί όταν πας να του πάρεις μέσα από τα χέρια το αγαπημένο του παιχνίδι. Η πρόσληψη της νέας πραγματικότητας καθώς μπαίνουμε σε μια νέα ιστορική συγκυρία, γίνεται με όρους ενός μικρού παιδιού. Το κουτσούρεμα του εύρους αντίληψης του σύγχρονου ανθρώπου όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στην παντελή έλλειψη οράματος ή έστω προοπτικής αντανακλάται στις αντιδράσεις της νεανικής μάζας σήμερα. Στην ουσία το πλήθος αδυνατεί να συλλάβει την καταστροφή γιατί πολύ απλά αδυνατεί να συλλάβει ένα μέγεθος το οποίο του είναι απόλυτα ξένο∙ το μέγεθος αυτό σχετίζεται με κάτι που εκτείνεται πέρα από τη μύτη ναρκισσιστικών Εγώ, τόσο κουτσουρεμένων όσο και χαϊδεμένων. Η καταστροφή αυτή είναι συλλογική, όχι μόνο γιατί αφορά πολλούς αλλά γιατί επίσης οι μόνες άμυνες δύναται να σχηματοποιηθούν συλλογικά, συμμετοχικά. Φυσικά και η απόσυρση είναι μια κάποια λύσις αρκεί να δηλωθεί όχι μόνο ως μια ενσυνείδητη επιλογή αλλά και ως μια παραδοχή αδυναμίας (εξαιρέσεις αποσυρθέντων δυνατών υπάρχουν, λιγοστές όμως). 
 Αναρωτιέμαι πάντως αν κάποιος θα μπορεί να αναγνωρίσει τη χώρα σε 10-15 χρόνια. Εντάξει, αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Δηλαδή κάθε μα κάθε φορά που ο άνθρωπος έρχεται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα είθιστε να τα χάνει, ή τουλάχιστον να σκιαγραφεί μια πιο ζοφερή εικόνα απ’ αυτή που του δίνεται στην πραγματικότητα. Στην περίπτωση μας όμως, τα περιθώρια παρερμηνείας στενεύουν. Γίνεται ξεκάθαρο σε μένα πως εν μια νυκτί θα δούμε τα καμμένα της Ηλίας να γίνονται τουριστικοί γκολφοπαράδεισοι πέντε αστέρων∙ θα δούμε επίσης το ξεπούλημα (από την επίσημη αγαπημένη όλων, την εκκλησία) εκείνου του κομματιού γης στην Κρήτη - ξεπούλημα που είχε πάρει - αναβολή λόγω της αντίδρασης των κατοίκων - να γίνεται άμεσα χωρίς διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (η εκκλησία πάντως μια χαρά θα διαπραγματευτεί-κονομήσει)∙ τα μικρά νησάκια παράδεισοι των free campers ήρθε η ώρα να αναδειχτούν μιας και τόσα χρήματα χάνουμε κάθε χρόνο από αυτούς που πιάνουν τόσο χώρο στις παραλίες και την βγάζουν με ντομάτες που πλένουν στη θάλασσα∙ άλλα νησιά θα αποκτήσουν προσωπικό χαρακτήρα∙ Μήλος - ο παράδεισος των Αυστριακών συνταξιούχων, Δήλος - το meeting point των φιλελλήνων Γάλλων θαυμαστών του αρχαίου κάλλους, Αντίπαρος – το λιμανάκι του διεθνούς star system (εμείς μπορούμε κάλλιστα να εκπαιδευτούμε βατραχάνθρωποι και να τους σερβίρουμε εν πλω), Μύκονος – αυτή θα παραμείνει αναλλοίωτη με προοπτική αυξημένης δόμησης, το ίδιο άλλωστε θα πρέπει να συμβεί και στα άλλα νησιά, στην ανάγκη μπορούμε να τα κάνουμε όλα επίπεδα ώστε να κτιστούν πιο έυκολα, ακούγεται πιο πρακτικό.
 Επίσης θα δούμε και άλλα όμορφα πράγματα. Το παλιό κέντρο θα μαραζώσει ολοσδιόλου. Μπορεί η Βουλή να βρίσκεται εκεί και η Ακρόπολη λίγο παραδίπλα μα είναι και γι’ αυτό (σύμβολα μιας άλλης εποχής, το πρώτο απορριφθέν το δεύτερο ακατανόητο) που οι κεφαλαιούχοι θα την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια για παραλία μεριά. Η Λυρική και η Βιβλιοθήκη ετοιμάζονται και μαζί τους ένας ολόκληρος (εμπορικός) νέος κόσμος από νεόκτιστες lux κατοικίες, χώρους πρασίνου, ένα μοντέρνο λιμάνι παραδίπλα, εταιρικά γραφεία, πολλά εταιρικά γραφεία και άλλα. Η παλιά Ελλάδα βιάζεται χωρίς προφυλακτικό και κρύβεται κάτω από το χαλάκι. Δεν υπονοώ καμία νοσταλγία ή μελαγχολία για καμία παλιά Ελλάδα. Λέω ευθέως όμως πως η βίαιη επιβολή μιας νέας πραγματικότητας (η οποία τυγχάνει να είναι σκληρή αλά τα παλιά, πριν την περίοδο της πλαστικής ηδονής και της πνευματικής αφασίας) με τη γνωστή μέθοδο του shock doctrine είναι η ύψιστη μορφή  βίας. Η μάζα νοιώθει αβοήθητη και σ΄αυτό συνηγορεί η αδυναμία της να διαχωρίσει την ήρα από το στάρι.
 Δίχως άλλο, ο άνθρωπος βρίσκει πολλές φορές ακατόρθωτο να ξεχωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό από τον βόθρο της μάζας. Εκεί γεννάται το Κακό, μπροστά στη μάζα το μόνο που νοιώθουν πολλοί άνθρωποι είναι σοκ και δέος. Σοκ και δέος νοιώθουν και οι Έλληνες αυτές τις μέρες μπροστά στη λαίλαπα του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ προσλαμβάνεται ως ένα απόλυτο μέγεθος Κακού, η τρόικα του είναι άνθρωποι χωρίς φωνή και σώμα, είναι φιγούρες άυλες, μέλη της αυλής ενός απρόσιτου βασιλιά (ΔΝΤ) ο οποίος κατέχει θέση θεότητας στη φυλή. Το ΔΝΤ δεν συμβολίζει το κεφάλαιο αλλά το μεγάλο πέος ενός αρχαίου Θεού με πολλά χέρια το οποίο ήρθε να αντικαταστήσει το δικό μας. Το ανδρικό μόριο, σύμβολο της ακλόνητης φαλλικής εξουσίας (σε πείσμα των φεμινιστριών), υποκαταστάται από ένα γιγαντιαίο artificial πεός που ήρθε να ασελγήσει πάνω μας λεκιάζοντας μας από πάνω έως κάτω. Χρησιμοποιώ αυτήν τη μεταφορά ώστε να τονίσω το γεγονός ότι η μάζα δεν αντιλαμβάνεται ποτέ του τι πραγματικά συμβαίνει. Στην πραγματικότητα αυτό που νομίζει πως συμβαίνει είναι πάντοτε μονάχα μια πτυχή, υπαρκτή ή όχι, του Πραγματικού.
 Στην εποχή μας, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, η άσφαιρη ομφαλοσκόπηση αυτιστικού χαρακτήρα και μηδαμινού βάθους είναι η βασική συνθήκη ύπαρξης του πλήθους. Ανάμεσα στο πλήθος πρέπει να ψάξεις πολύ αν θες να συναντήσεις κάποιον ο οποίος ενδιαφέρεται για τον Dostoyevsky (όχι  απλά ως ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα) και όχι για ένα σαχλό παιχνίδισμα διαθέσεων μιας δήθεν αυτο-ανακάλυψης. Άλλο τόσο πρέπει να ψάξεις φυσικά αν θες να βρεις έναν άνθρωπο ο οποίος να εμφορείται από ένα όραμα, όραμα σαν αυτά που είχαμε κάποτε. Προσοχή όμως, ένα κάποιο όραμα δεν εγγυάται τίποτα απολύτως παρά τις όποιες πραγματιστικές διαθέσεις μπορεί να έχει. Η μάζα έχει συχνά διαθέσεις ανθρωποφαγικές και συνηθίζει να σε περιμένει στη γωνία κρατώντας μια ματσέτα. Ένας οραματιστής όμως δεν είναι νομικός, δεν καταθέτει ένα σχέδιο λύσης με ρυθμισμένη κάθε πονηρή λεπτομέρεια. Αντιθέτως χαράσσει πιθανότητες για νέες πραγματικότητες οι οποίες μένει να ανατραπούν, να εμπλουτιστούν, να μετασχηματιστούν και άλλα πολλά να.
 Η νέα πραγματικότητα που μας βρήκε ξαπλωμένους στο ντιβάνι του ψυχολόγου εξιστορώντας πικάντικες ιστορίες σ’ έναν βαριεστημένο educated fool τύπο, γίνεται αντιληπτή από τη μάζα με τρόπο απελπιστικά στενό. Εξαρχής, όντας εγκλωβισμένοι εντός του καπιταλισμού ψυχή τε και σώματι (ο Ζίζεκ έλεγε πως το όλο θέμα είναι αν μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας εκτός του καπιταλισμού με την απάντηση να είναι μάλλον αρνητική), το θέμα προσλαμβάνεται με ένα τρόπο μεταφυσικό. Αυτό γιατί επουδενί κανείς δεν επιθυμεί τον αποχωρισμό του από την MasterCard ζωή μας, ούτε από την απέραντη πλαστική ηδονή που μας περιβάλλει. (Ίσως αυτό να μην είναι και τόσο παράλογο, φυσικά δεν είναι και κατακριτέο, δεν κάνω απόδοση ευθυνών, αυτήν την αφήνω σ΄αυτούς που μέχρι πρότινως ανέφεραν μετά περηφάνιας πως αυτοί δεν ασχολούνται με την πολιτική μα τώρα ως διά μαγείας δύναται να αποκωδικοποιήσουν τα μυστήρια της spread οικονομίας μας).
 Το ΔΝΤ αποτελεί το αρχέγονο προαιώνιο μυστηριώδες Κακό, η τρόικα των τεχνοκρατών (sic) τον επίδοξο ανεπιθύμητο μνηστήρα της μοναχοκόρης μας, η διαφθορά του Ελληνικού κράτους παίρνει διαστάσεις εξωπραγματικές και μας παρουσιάζεται σαν μια κατακλυσμιαία επιδημία με μόνο φάρμακο έναν εξορκισμό, την αποβολή δηλαδή από το σώμα ενός βλαβερού ξενιστή. Αυτό το τελευταίο φυσικά θα συνεπαγόταν και μια ριζική επαναδιαπραγμάτευση των όρων ύπαρξης του Ελληνικού σώματος και το ερώτημα φυσικά που τίθεται είναι, προς ποία κατεύθυνσις?
 Δυστυχώς η ευρωλιγουρίαση είναι ένα φαινόμενο με γερές ρίζες στη χώρα μας (και όχι μόνο φυσικά). Το «όραμα» της Ευρώπης που δεν λέει να εγκαταλείψει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μας (ένα όραμα immitacion) προσκρούει στην σκληρή πραγματικότητα όπως την αποδίδει ιδανικά ο Κ. Τσουκαλάς:
-          Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αδυσώπητη αντικειμενική προέκταση της τρέχουσας συγκυρίας. Μια διεφθαρμένη και αναποτελεσματική αλλά ανθρώπινη και στοιχειωδώς αλληλέγγυα κοινωνία που βαυκαλιζόταν ακόμη πως μπορεί να επιζεί βολεύοντας τα πάντα εκ των ενόντων καλείται να μεταμορφωθεί σε μιαν έλλογη, «υπεύθυνη» και αμείλικτα απάνθρωπη ατομοκεντρική κοινωνία όπου όλοι μπορεί να επαίρονται πως κανείς δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν. Αυτό ακριβώς είναι το ευγενές όραμα του παγκοσμιοποιημένου αναπτυξιακού καπιταλισμού. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.[1]

 Αναρωτιέμαι τι είδους αντίλογος μπορεί να προταθεί μπροστά στη νηφάλια, πραγματιστική κατάθεση του Τσουκαλά (βλ. όλο το κείμενο). Χωρίς να χαρίζεται (κάθε άλλο!) στην πραγματικότητα όπως τη ζήσαμε έως τώρα, ρίχνει στο τραπέζι τα χαρτιά του, χαρτιά από άλλη τράπουλα απ’ αυτήν τη σημαδεμένη με την οποία μοιράζουν πολλοί και διάφοροι: φαν της ευρωλιγουρίασης με νεοφιλελεύθερες αγάπες (αναμένεται να κονομήσουν)∙ φαν της ευρωλιγουρίασης εξαιτίας κοντόφθαλμης και άστοχης αντίληψης περί της διαμορφωθείσας κατάστασης∙ πολέμιοι του Ελληνικού μπάσταρδου καπιταλισμού με νεοφιλελεύθερες αγάπες (αναμένεται να κονομήσουν)∙ πολέμιοι του Ελληνικού μπάσταρδου καπιταλισμού με άδολες ευρωλιγούρικες αγάπες∙ ηλίθιοι∙ παπαγάλοι∙ καλλιτέχνες-«διανοητές» με ευρωλιγούρικες αγάπες∙ και πολλοί άλλοι.




10.5.10

Η ταρίχευση ενός ιδεαλιστή



 Το πλήθος είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Αλαφιασμένοι, απελπισμένοι, η οργή τους ήταν μεγάλη (μικρότερη πάντως από την εξαθλίωση τους). Περπατούσαν φτύνοντας δίπλα τους, ρίχνοντας κατάρες στον εχθρό που τους ήταν πρόχειρος, τις δυνάμεις καταστολής (τώρα τελευταία αυτές οι τελευταίες είχαν ψηλώσει 10 πόντους στη συνείδηση του κόσμου∙ οι «άθλιοι» τους κοιτούσαν κατάματα με βλέμματα που αν απελευθέρωναν ενέργεια θα είχαν κάψει τους εχθρούς τους σε κλάσματα δευτερολέπτου). Το πλήθος: ξεδοντιάρηδες, τύποι με μαλλιά άλουστα εδώ και μέρες, ηλικιωμένοι με ανθρωποφαγικές διαθέσεις, πολλοί νέοι (κάποιοι με κοιλιές, άλλοι με ροζ μαλλιά, μερικοί μαστουρωμένοι απ΄τα πριν, η πλειοψηφία κουβαλούσε πάνω της τελευταίας τεχνολογίας συσκευές καταγραφής της πραγματικότητας η οποία εδώ και καιρό είχε αρχίσει να προσδιορίζεται από τη δράση αυτών των έξυπνων συσκευών), οπορτουνιστές αλήτες κάθε είδους.
 Ενόσω έξω η δυσοδία είχε αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα (το πλήθος έκαιγε πλαστικό, εκσφεδόνιζε κουράδες προς τις γραμμές του εχθρού, άλλοι ξερνούσαν από τις αμπούλες υπερηχητικής βρώμας που τα ελικόπτερα έριχναν από ψηλά), μέσα τα πράγματα συνέχιζαν σχεδόν ως πάντα. Η μόνη διαφορά ήταν η απουσία των δύο εγγυητών της τάξης. Βλέπετε, ακόμα και σ’ αυτό το μικρό παράρτημα του Αρχηγείου του κράτους (κανείς δεν θυμόταν πια πότε ακριβώς ο τραπεζικός κολοσσός του Mr Bill είχε αναλάβει τη εξουσία∙ για την ακρίβεια όλες τις εξουσίες), ο κίνδυνος θεωρητικά υπήρχε. Ο κόσμος είχε απελπιστεί όταν του ανακοινώθηκε από τον νέο αρχηγό του κράτους πως απώλεσε τα δικαιώματα του πολίτη, ήταν πια καταναλωτής. Όφειλε δηλαδή να καταναλώνει έναν συγκεκριμένο αριθμό προϊόντων εβδομαδιαίως. Όπως ήταν φυσικό, πολλοί αδυνατούσαν να ανταποκριθούν∙ η τιμωρία τους ήταν κατ’ οίκον περιορισμός μετά σιωπής, ο παραβάτης δεν επιτρεπόταν να βγάλει ούτε μια κουβέντα για μία εβδομάδα, επιτρεπόταν ωστόσο να δει τηλεόραση. Εικόνες ελεγχόμενου χάους ήταν πια συνηθισμένες. Τα πλήθη έβγαιναν συχνά στους δρόμους, τους είχε γίνει συνήθεια πια. Τις πιο πολλές φορές δε χρειαζόταν να ανταποκριθούν σε κάποιο κάλεσμα για συγκέντρωση, ήταν πολλοί αυτοί που δεν είχαν και τίποτα άλλο να κάνουν (όχι πως δεν ήθελαν, απλά δεν είχαν), έτσι μαζεύονταν αυθόρμητα.
 Μέσα στο ΖΝ2341 τραπεζικό κατάστημα, οι εργαζόμενοι δούλευαν κανονικά, ασχέτως αν δεν το επιθυμούσαν και πολύ. Είχαν αφουγκραστεί από καιρό ότι ζούσαν σε περίεργους καιρούς. Ωστόσο, ήταν το ένστικτο της επιβίωσης που τους έκανε να μην το πολυσκέφτονται το όλο θέμα. ¨Ένοιωθαν κάπως τυχεροί, κάπως όμως, όχι πολύ. Βασικά σνομπάρανε και λίγο - άλλες φορές περιφρονούσαν  κιόλας - τους έξω∙ τους ενοχλούσαν τα λιπαρά μαλλιά τους, επίσης το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς φορούσαν πολύχρωμα ρούχα. Αυτοί είχαν συνηθίσει πλέον την εικόνα που τους είχε επιβληθεί να έχουν. Επιτρεπόταν να επιλέγουν ένα συγκεκριμένο χρώμα ανά εβδομάδα για την ένδυση τους. Οι άντρες ήταν όλοι τους με ξυρισμένο το κεφάλι. Οι γυναίκες είχαν όλες τους μακριά μαλλιά, φρεσκολουσμένα (ήταν υποχρεωτικό να λούζονται δύο φορές την ημέρα), έπρεπε όμως να επιλέγουν ένα κοινό χρώμα, μετά από μεταξύ τους συνεννόηση, για ένα εργάσιμο έτος (συχνά επέλεγαν το ανοιχτό ξανθό, σχεδόν άσπρο).
 Εκείνη τη μέρα δούλευαν εντατικά, όπως πάντοτε άλλωστε. Οι θόρυβοι που ακούγονταν απ’ έξω ήταν κάτι συνηθισμένο γι’ αυτούς, ήξεραν όμως πως έπρεπε να παραμείνουν προσηλωμένοι στη δουλειά τους. Άλλωστε, ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι ανησυχητικό. Τις πιο πολλές ημέρες οι δύο άγρυπνοι φρουροί εγγυώνταν την ασφάλεια τους με επιτυχία. Όταν ο κόσμος ξεχυνόταν πολύς αυτοί οι δύο έπαιρναν ρεπό για να μην προκαλούν τους εξαθλιωμένους (στα ρεπό τους ενθαρρύνονταν να γαμιούνται μεταξύ τους, δεν ήταν καλό να μπλέκουν σε φλερτ καθώς έπρεπε να παραμένουν προσηλωμένοι στη δουλειά τους, λίγη εκτόνωση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν βέβαια πίστευε η εργοδοσία). Ήταν από καιρό που ο πολύς κόσμος τα είχε βάλει μαζί τους, ήταν ο εύκολος στόχος άλλωστε. Οι μέσα με τους έξω πολύ συχνά αδιαφορούσαν ο ένας για τον άλλο, υπήρχε όμως μια υποβόσκουσα απέχθεια.
 Η μάζωξη εκείνη δεν διέφερε πολύ από τις άλλες. Όλες οι εκδηλώσεις δυσφορίας κατέληγαν σε ένα παιχνίδι, αυτό μεταξύ του κλέφτη και του αστυνόμου. Συνήθως όλες οι πλευρές έμεναν ικανοποιημένες. Ο ίδιος ο Mr Bill είχε βαπτίσει το παιχνίδι «επαναστατική γυμναστική,» το ίδιο το παιχνίδι καθώς και οι κανόνες του τον έβρισκαν σύμφωνο. Είχε φροντίσει να βάλει στο κόλπο και τους ίδιους τους συμμετέχοντες, βέβαια. Ανα τακτά χρονικά διαστήματα οι καταναλωτές λάμβαναν προσωπικά μηνύματα στο κινητό τους που τους ενημέρωναν για διάφορες λεπτομέρειες όσον αφορά την ομαλή διεξαγωγή της άσκησης. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί καταναλωτές αδιαφορούσαν ή και κατέκριναν αυτά τα μηνύματα. Παρόλα αυτά, υπήρχε μια σιωπηλή συναίνεση∙ κανείς δεν ζητούσε κάτι άλλο, όλοι συμφωνούσαν πως ήταν πρακτικά αδύνατο το παιχνίδι να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που ο ίδιος ο Mr Bill είχε πακετάρει ως επαναστατική γυμναστική (ο πανούργος ηγέτης το είχε πατεντάρει κιόλας∙ το σύνολο των χωρών της Κεντρικής Αμερικής είχαν αγοράσει τα δικαιώματα πληρώνοντας αδρά).
 Το πεδίο άσκησης ήταν σχεδόν πάντοτε το κέντρο της πόλης, μαραζωμένο πια (οι πιο προνομιούχοι το είχαν εγκαταλείψει από καιρό για το νεόκτιστο επιχειρηματικό-οικιστικό θαύμα που ανεγέρθηκε παραλιακά). Το κέντρο συνήθως μύριζε και κάτι, εκείνη τη μέρα πάντως βρωμοκοπούσε και από την εκσφεδόνιση δεκάδων κιλών μπαγιάτικου ρυζιού ποτισμένου από τα ούρα του πλήθους (το ρύζι είχε γίνει η βασική διατροφική επιλογή των πολλών). Ταυτόχρονα με την επαναστατική γυμναστική, τα πάντα συνέχιζαν με τους ίδιους ρυθμούς. Ούτως ή άλλως, τα πιο πολλά μαγαζιά του κέντρου φυτοζωούσαν και οι ιδιοκτήτες τους σε μερικές περιπτώσεις έμοιαζαν με τους περιφερόμενους άθλιους. Κατά την διάρκεια της επαναστατικής γυμναστικής πολλοί μαγαζάτορες φορούσαν ένα κρυφό χαμόγελο μιας και όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών, βαριόντουσαν μέχρι θανάτου τη ζωή (όχι μόνο τη δική τους αλλά γενικά). Ακόμα και η μυρωδιά της βρώμας δεν τους ενοχλούσε πάντοτε καθώς ήταν ένα καλοδεχούμενο σοκ ξυπνήματος έστω και μιας εκ των αισθήσεων.
 Εν μέσω άναρθρων κραυγών και αλαλαγμών ένας σκυφτός τύπος πλησίαζε σιγά σιγά την είσοδο του ΖΝ2341. Κρατούσε δύο μεγάλες σακούλες με το γνωστό σε όλους λογότυπο Skunks. Η πιο δημοφιλής αλυσίδα junk φαγητού αποτελούσε τον αδιαφιλονίκητο κυρίαρχο στην αγορά. Από την στιγμή που τα Skunks προσέθεσαν εκείνο το super E (πολλά είχαν αλλάξει από τότε που το απλό Ε θεωρούνταν βλαβερό) στα φαγητά, η ηδονή της βρώσης του ήταν ανεπανάληπτη (πολλοί μιλούσαν για εθισμό∙ κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα όμως). Ένα τσούρμο ξεδοντιάρηδων, άλλοι οπουρτουνιστές άλλοι ιδεαλιστές (αυτοί αποτελούσαν τον περίγελο για πολλούς∙ αντιπροσώπευαν κάποιο περίεργο ανθρώπινο είδος υποτίθεται μακρινό συγγενή του ανθρώπου) αντιλήφθηκαν την παρουσία του delivery boy. Λίγο η πείνα, λίγο ο φθόνος (τα Skunks ήταν απαγορευτικά ακριβά για πολλούς), αρκετά η επιθυμία για αναταραχή, ώθησαν ένα τσούρμο ανθρώπων να χυμήσουν πάνω στον άτυχο νεαρό.
 Σπρώχνοντας από δω κι απο κει και παλεύοντας στα τυφλά, το τσούρμο προσγειώθηκε στην είσοδο του ΖΝ 2341. Τα φαγητά μαζί με το delivery boy είχαν βρεθεί στο φρεσκοπλυμένο πάτωμα∙ κάποιοι χύμηξαν με τις γλώσσες τους προτεταμένες προς τις μικρές λίμνες από σάλτσα, κάποιοι άλλοι όμως αντιλήφθηκαν ότι είχαν εισχωρήσει στα άδυτα ενός παραρτήματος του αρχηγείου. Κάποιοι κοντοστάθηκαν ατενίζοντας το χώρο ο οποίος πάντως είχε αδειάσει από τους εργαζόμενους (είχαν κρυφθεί στα πίσω δωμάτια εκεί που θα καταβρόχθιζαν τα εδέσματα των Skunks). Στον επόμενο τόνο, φλόγες ξεπήδαγαν από παντού. Μονομιάς, οπουρτουνιστές και ιδεαλιστές, πετάχτηκαν έξω παρασέρνοντας μαζί τους και το delivery boy. Οι εργαζόμενοι που είχαν βρει καταφύγιο στις τουαλέτες, συνάντησαν το θάνατο, ίσως πρόωρα.
 Έξω οπορτουνιστές, ιδεαλιστές, το πλήθος, κοιτούσαν το πυρ να αφήνεται στο καταστροφικό του έργο. Κανείς δεν ήξερε πάντως πως ξεκίνησε η φωτιά∙ κάποιοι πίστεψαν πως τα βλέμματα των οπουρτουνιστών - βλέμματα που ξερνούσαν φωτιά - ξεκίνησαν το κακό∙ άλλοι θεώρησαν πως ήταν τα βλέμματα των ιδεαλιστών – μια σχιζοειδής μίξη από πάθος, οργή, περιφρόνηση, σάστισμα, αμηχανία που δημιούργησε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
 “Το φαΐ ρε μουνιά,” ακούστηκε να φωνάζει ένας ξεδοντιάρης λιπαρός γέρος. Το πλήθος αμφιταλαντευόταν∙ άλλοι την έβρισκαν με το δωρεάν θέαμα, η αρχέγονη δύναμη της φωτιάς τους είχε κυριεύσει∙ άλλοι όμως αναλογίστηκαν τις συνέπειες, οι μέσα μάλλον την είχαν πατήσει.
 Τις επόμενες μέρες είχαμε εξελίξεις. Ο Mr Bill δυσαρεστήθηκε από την αναπάντεχη τροπή που πήρε τo αγαπημένo του παιχνίδι και αποφάσισε την προσωρινή κατάργηση του. Οι οπορτουνιστές δεν στεναχωρήθηκαν καθόλου, πάντα βρίσκανε τρόπους να βγάζουν το ψωμί τους. Οι ιδεαλιστές αισθάνθηκαν ανακουφισμένοι∙ το αναπάντεχο εκείνο γεγονός τους είχε φέρει σε μεγάλη αμηχανία. Η κατάργηση της επαναστατικής γυμναστικής θεωρητικά δεν τους έβρισκε σύμφωνους∙ οι καιροί ήταν περίεργοι όμως, κι αυτό το είχαν κατανοήσει καλά.
 Πέρασαν χρόνια μετά το γεγονός∙ οι καιροί εξακολουθούσαν να είναι περίεργοι. Οι ιδεαλιστές άλλωστε είχαν εκλείψει∙ ο τελευταίος μάλιστα είχε ταριχευθεί. Τοποθετήθηκε δίπλα ακριβώς από την είσοδο του ΖΝ2341. Ναι, τα είχαν ρίξει όλα σ’ αυτούς∙ ναι, τα είχαν ρίξει όλα από μόνοι τους στους ίδιους.














7.5.10

Το «δικαίωμα στην τεμπελιά» και το American Dream.



 Από ποια μεριά θα προσεγγίσεις το απύθμενου σκότους θέμα των ημερών, ο ΔοΝηΤής ως ο αντικαταστάτης του πατροπαράδοτου Ελληνικού πέους δηλαδή, εξαρτάται από την όρεξη σου. Άλλοι μιλάνε για την παγκόσμια κρίση, άλλοι για την Ελληνική διαφθορά, άλλοι για μια τρόικα η οποία ξοδεύει μόνο 45 ευρώ για το κολατσιό της (οι ασκητές αντιπρόσωποι του ΔΝΤ vs. οι σπάταλοι νεόπλουτοι Ελληναράδες, μήπως χάθηκε κάθε μέτρο με το αυτομαστίγωμα?), άλλοι για το δικομματισμό, άλλοι για τους κακούς Γερμανούς, άλλοι για τη νεοφιλελεύθερη ταφόπλακα των λαών κτλ.
 Εγώ θα ήθελα να αναφερθώ σε μια αναντιστοιχία η οποία και με βασανίζει. Ένα σωρό ανθρώποι αναπαράγουν με περίσσεια ευκολία στερεότυπα για Έλληνες καλοπερασάκηδες, τεμπέληδες, αρπακολλατζήδες, αιθεροβάμονες. Η κρίση εξηγείται μέσω της απόδοσης ευθυνών σε άρπαγες δημόσιους υπαλλήλους, σε μια νοοτροπία βλαπτική που οδήγησε όλους μας στην καταστροφή (πρόκειται περί καταστροφής πάντως, καμία κινδυνολογία, μόνο ρεαλισμός). Ο λαϊκιστής Γερμανός μας πληροφορεί πως “ζούσαμε καλύτερα από όσο μπορούσαμε” και ήρθε ο καιρός να ξεχρεώσουμε.
 Τα δεχόμαστε όλα αυτά και προχωράμε προς Αμερική μεριά, δυο χρόνια πίσω. Τότε ήταν που έσκασε η φούσκα των στεγαστικών δανείων με αποτέλεσμα μια παγκόσμια κρίση. Ένα σωρό άνθρωποι αγόραζαν σπίτια - από εκείνα τα ωραία προκάτ που βρίσκουμε στα προάστια - ενώ δεν ήταν σε θέση να τα ξεπληρώσουν. Ζούσαν δηλαδή, καλύτερα από όσο μπορούσαν, ή τουλάχιστον προσπάθησαν να ζήσουν. Καθόλου, ή έστω λίγη, κουβέντα έγινε για εκείνη την κοινωνική τάξη στο Αμέρικα η οποία προσπάθησε μέσω τραπεζών-ευγενείς χορηγούς μιας υποσχόμενης, και εν ολίγοις ψευδεπίγραφης ευημερίας, να ζήσει πάνω από τις δυνατότητες της.
 Το American Dream είναι ο ενδιάμεσος κρίκος στην ιστορία. Οι ταλαίπωροι άνθρωποι που αγόραζαν σπίτια την ίδια στιγμή που ήξεραν ότι θα αντιμετώπιζαν αξεπέραστες δυσκολίες να τα ξεπληρώσουν λειτουργούσαν υπό το προστατευτικό κέλυφος του American suburban dream πάνω και στο οποίο οικοδομήθηκε η μυθολογία της υπερδύναμης. Είναι ξεκάθαρο πως τούτο το όνειρο είναι καπιταλιστικό∙ με αυτό εννοώ πως είναι ένα λειτουργικό όνειρο μιας και δεν αντιτίθεται αλλά αντίθετα συνυπάρχει ιδανικά με τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις ευτυχίας-επιτυχίας στα πλαίσια της ζωής όπως μονάχα είμαστε σε θέση να την αντιληφθούμε εδώ και κάμποσο καιρό (Ας θυμηθούμε τον Ζίζεκ∙ το όλο θέμα είναι αν μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας εκτός του καπιταλισμού με την απάντηση να είναι κλίνει συντριπτικά υπέρ του όχι).
 Η κανονικότητα της παρέκκλισης των Αμερικάνων μικρομεσαίων έρχεται σε αντίθεση με την μη-λειτουργικότητα του είδους της παρέκκλισης των Ελλήνων. Δεχόμενοι για τις ανάγκες της σύγκρισης τις κατηγορίες για την τεμπελιά και την απερισκεψία των Ελλήνων μικρομεσαίων, βλέπουμε πως το δικό τους όνειρο δεν νομιμοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο. Το κέρασμα του επιδειξιομανούς large μέλους της παρέας, το ξόδεμα των χρημάτων μας σήμερα και αύριο έχει ο Θεός, η συνήθης υπερ-παραγωγή των Ελληνικών διακοπών όπου χαλάς όσα δε χάλασες σε μπόλικους μήνες κτλ κτλ είναι συνήθειες και πρακτικές οι οποίες είναι λιγότερο ηθικά νομιμοποιημένες.
 Στην περίπτωση της Αμερικάνικης κρίσης, το σύστημα δεν τέθηκε υπό εξονυχιστική εξέταση. Το όλο θέμα ανάχθηκε στην απληστεία μερικών «κακών» καπιταλιστών, λέγε με golden boys, οι οποίοι υποτίθεται πως δεν εξέφραζαν καμία πτυχή-λειτουργία του συστήματος παρά μόνο την ανθρώπινη απληστία. Το σύστημα ευθυνόταν μονάχα για κάποιες τρύπες που το ίδιο είχε δημιουργήσει ώστε τα «χρυσά αγόρια» να στήσουν ένα ξέφρενο πάρτυ. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, το σύνολο των Ελλήνων εκφράζουν και αντικατοπτρίζουν ένα διεφθαρμένο σύστημα το οποίο συνολικά δεν λειτουργεί σωστά. Αυτό φυσικά δεν είναι ψέμα, ο μπάσταρδος Ελληνικός καπιταλισμός είναι διεφθαρμένος (πελατειακές σχέσεις, γενική ανομία, φακελάκια, κονέ κτλ), δηλαδή, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. καιη Ν.Δ. είναι φορείς μιας διαφθοράς που ήδη εγγράφεται στο σύστημα. Η ίδια συστημική διαφθορά όμως παρατηρείται και στην Αμερικάνικη περίπτωση ή και στην Ισλανδία. Αυτό που μερικοί τολμούν να πουν είναι ότι το θέμα μας δεν είναι μόνο ο ανάπηρος εγχώριος καπιταλισμός αλλά επίσης ο έως πρόσφατα αγέρωχος Αμερικάνικος, ή Γερμανικός, ή Ισλανδικός καπιταλισμός. Και στις δύο περιπτώσεις άλλωστε, αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι η σαρωτική επέλαση του νεοφιλελευθερισμού που απαιτεί πλέον να συνθλίψει τους αντιπρόσωπους της κάποτε κραταιάς μεσαίας τάξης.

Το πως θα ονομαστεί η επερχόμενη καταστροφή είναι ένα θέμα το οποίο δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί ιδιαίτερα. Η ουσία συνίσταται στην ωμή αλήθεια πως ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στον Δυτικό κόσμο θα (εξ)αναγκαστεί να ζήσει σε αρκετά χειρότερες συνθήκες απ’ αυτές που είχε συνηθίσει. Ο Ζίζεκ έλεγε - αναφερόμενος στα τελευταία 40-50 χρόνια στον Δυτικό κόσμο - πως ποτέ άλλοτε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι πληθυσμού δεν έζησε σε τόσο καλές συνθήκες απολαμβάνοντας δηλαδή τόσο μεγάλη ευημερία (μιλώντας προφανώς χονδροειδώς just to make a point). Η περίπτωση της Ελλάδας ασφαλώς και είναι ενδεικτική.

 Η ανάγκη να αναστηθεί το βρωμερό Ελληνικό πτώμα μέσω του νεοφιλελεύθερου μαγικού χαπιού, προκρίνεται ως μια απόλυτη ανάγκη. Οι ίδιοι οι Έλληνες συνηγορούν σ΄αυτό - έστω σε κάποιο βαθμό - αηδιασμένοι από τη χρόνια έκθεση τους σε ένα αποτυχημένο-δυσλειτουργικό κράτος. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τους υπόλοιπους Δυτικούς συναγωνιστές μας παρότι και αυτοί είναι από καιρό εκτεθειμένοι σε ένα - φαινομενικά αρτιότερο μοντέλο κράτους - κατ΄ουσίαν όμως κι αυτό αποτυχημένο μιας και ένα κερδοσκοπικό παιχνίδι μιας χούφτας τραπεζανθρώπων στην Ισλανδία έφερε τα πάνω κάτω. Φυσικά, αυτοί δεν ήταν μόνοι τους. Όσο οι Έλληνες ευθύνονται συνολικά για το κακό χάλι της οικονομίας άλλο τόσο οι Ισλανδοί ευθύνονται συλλογικά για το κακό που τους βρήκε. Αν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι ήταν κατασπαλητές του δημόσιου χρήματος και τη βγάζανε όμορφα και ωραία με τα μπουζούκια τους, ας μην ξεχνάμε ότι και οι Ισλανδοί την έβγαζαν κια αυτοί μια χαρούλα στα πλαίσια της ευνομούμενης κοινωνίας τους.      
 Γενικά μιλώντας πάντως, όλοι ζούσαμε καλύτερα από όσο μπορούσαμε. Αυτή η διαπίστωση προκύπτει τόσο φυσικά, όσο αυταπόδεικτο είναι και το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία στηρίζεται στο δανεισμό χρημάτων που δεν έχουν πουθενά αντίκρυσμα αλλά εγγράφονται στη συλλογική επιθυμία μιας περασμένης εποχής (εκκίνηση με το τέλος του WWII) για εξημέρωση των παθών∙ τα πάθη αυτά κόστισαν κάμποσα εκατομμύρια νεκρών και πολύ πολύ πόνο. Η εξημέρωση των παθών πήρε σάρκα και οστά με την απόλυτη επικράτηση του liberal Δυτικού μοντέλου το οποίο γιόρτασε την έναρξη της δικής του χιλιετίας όταν ο Francis Fukuyama ανακοίνωσε το τέλος της ιστορίας και ανύψωσε τον προηγούμενο κόσμο μας στα ουράνια.
 Όλα αυτά μας τελείωσαν πανηγυρικά (χορηγός επικοινωνίας του πανηγυριού η MasterCard) και το επίγειο βασίλειο των liberal παραδείσων μας γκρεμοτσακίστηκε από τα ουράνια που έφταναν οι ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη, στην έρημο του προσφάτως ξεχρεωμένου από τα UAE, Dubai. Το ερώτημα φυσικά δεν είναι άλλο από το τι μας περιμένει. Με δυο λέξεις, κάτι χειρότερο. Εναλλακτική? Τσου.