8.7.19

Καλοκαίρι, 2016.





Θερινό Αφήγημα

Μνήμη I



Η τελευταία φορά που έβαλα ξυπνητήρι ώστε να παρακολουθήσω ποδόσφαιρο μέσα στη μέση της νύχτας ήταν πριν από 22 χρόνια.



Τότε, το καλοκαίρι του ’94, ξενύχτησα κάποιες βραδιές για την εθνική ομάδα του Αλκέτα Παναγούλια αλλά και για την ομάδα του Ρομάριο και του Μπεμπέτο, την αληθινή ποδοσφαιρική αγάπη της παιδικής και πρώιμης εφηβικής μου ηλικίας. 

Αρχές Ιουνίου, ενόψει του Μουντιάλ της Αμερικής, είχα ζητήσει από τον θείο μου να μου αγοράσει ένα σημαιάκι της Βραζιλίας. Είχα στο νου μου εκείνα τα σημαιάκια με την κοντή λευκή πλαστική βάση που συναντούσε κανείς στα γραφεία των τουριστικών πρακτορείων, ο θείος μου όμως αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Επισκέφθηκε τον Ηλία Κοκκώνη στην ακμάζουσα, τότε, Στοά Αρσακείου στο κέντρο της Αθήνας, και διάλεξε ένα σημαιάκι με ξύλινη βάση τριπλάσιου, τουλάχιστον, ύψους απ ότι είχα φανταστεί. Χώρια που το σημαιάκι που συμβόλιζε την αγάπη μου προς την εθνική ομάδα της - εξωτικής στα μάτια μου - Βραζιλίας συνοδευόταν από μία ακόμη σημαία, κάπως παρείσακτης στα εφηβικά μου μάτια. 

Η δεύτερη σημαία, αγκαζέ με εκείνη της Βραζιλίας, ήταν της Ελλάδας. Είχα ονειρευτεί ένα απλό σημαιάκι της ομάδας που υποστήριζα στον Μουντιάλ, έφτασαν στα χέρια μου δύο σημαιούλες απ’ αυτές που τοποθετούνται σε ξύλινα τραπέζια συνεδριάσεων τα οποία φιλοξενούν διπλωματικές αντιπροσωπείες ή εκπρόσωπους εμπορικών επιμελητηρίων δύο χωρών.

Καθόλου παράδοξη επιλογή, αν σκεφτεί κανείς πως το δωμάτιο του θείου μου (φανατικού τηλεθεατή των βραδυνών εκπομπών του Γρηγόρη Μιχαλόπουλου στην συχνότητα του Τηλε Άστυ) κοσμούσε ένα κάδρο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη διπλάσιου μεγέθους απ’ εκείνου του Ιησού Χριστού. Ήμουν μόλις 13 ετών, οι σκελετοί θα παρέμεναν στην ντουλάπα για λίγα ακόμη χρόνια.

Μπορεί να μην είχα κάποια αρνητική προδιάθεση εναντίον της Ελληνικής σημαίας, ανυπομονούσα άλλωστε για τις - δεδομένες στα αμαθή εφηβικά μάτια μου - επιτυχίες του Σαργκάνη, του Σαραβάκου, και των υπολοίπων διεθνών στο Μουντιάλ της Αμερικής, είχα νοιώσει ωστόσο μεγάλη αμηχανία. Τι δουλειά είχε άλλωστε ο θρύλος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας δίπλα δίπλα με τη νεοσύλλεκτη, και παντελώς ανέτοιμη για τα μεγάλα σαλόνια όπως θα διαπιστώναμε εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού του 1994, εθνική Ελλάδος;

Με τον καιρό έμαθα να διασκεδάζω τον εαυτό μου με το παράδοξο αυτών των δύο σημαιών να ανεμίζουν η μία δίπλα στην άλλη. «Ελλάς - Βραζιλία: Συμμαχία!» σκεφτόμουν καμιά φορά, παράδοξο γιγαντιαίων διαστάσεων άλλωστε μιας και το 90% των Ελλήνων δεν γνωρίζουν ποια είναι η πρωτεύουσα της Βραζιλίας, χώρια που η Βραζιλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 ενώ η Ελλάδα κατάφερε να γίνει ανέκδοτο στα χείλη των ποδοσφαιρόφιλων ανά τον πλανήτη.






No comments:

Post a Comment