Θερινό Αφήγημα
Μνήμη ΙΙΙ
Την
επόμενη Κυριακή αδιαφορήσαμε πλήρως για την Μπαρτσελόνα και τις φαντεζί τρίπλες
του Ροναλντίνιο, λίγα χρόνια πριν καταλήξει στις πίστες της Μυκόνου. Επισκεφθήκαμε
λοιπόν το πολυσύχναστο πάρκο Σιουταντέλα όπου μερικές χιλιάδες επισκέπτες
ξάπλωναν στα χορτάρια, έπαιζαν μουσική, φλέρταραν.
Κάποιοι
κλώτσαγαν και μια μπάλα, ανάμεσα τους κι εγώ, ίσα ίσα για να μην πιαστούμε από
το ολιγόωρο άραγμα στο πάρκο. Χώρια που ασφυκτιούσα προηγουμένως στο πηγαδάκι που είχε σχηματιστεί στο γκαζόν. Στο κέντρο της
προσοχής βρισκόταν μια Ελληνίδα «χωμένη» στις ξακουστές καταλήψεις της πόλης. Μιλούσε με μια πνιγηρή για εμένα σοβαρότητα, ανταλλάξαμε ένα δυο αδιάφορα βλέμματα, καταλάβαμε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα μας. Φορούσε ξεβαμμένα μαύρα ρούχα, παντελόνι και ξεχειλωμένο κοντομάνικο, ήταν φυσικά τελείως άβαφη, στο πρόσωπο της όμως διέκρινες ξεκάθαρα μια αυτοπεποίθηση γιγαντιαίων διαστάσεων, απόρροια πιθανότατα της ανατροφής της ως κόρη διπλωμάτη με μόνιμη κατοικία τις Βρυξέλλες. Ώρες αργότερα, όπως ήταν αναμενόμενο, σχολιάστηκε
αρνητικά η αντίθεση μεταξύ της κόρης/καταληψία – πατέρα/διπλωμάτη, κάτι που δεν
με βρήκε ακριβώς σύμφωνο αλλά ούτε και εντελώς σίγουρο για τη άποψη που έπρεπε
να υποστηρίξω, πόσο μάλλον αν έπρεπε να πάρω αναγκαστικά θέση εδώ που τα λέμε!
Δεν είχε ακόμη ξεκαθαρίσει μέσα μου πως είναι χίλιες φορές προτιμότερο τα παιδιά
των διπλωματών να καταπιάνονται με ουτοπίες, ακόμα κι αν αστοχούν
ενίοτε ως προς την αυστηρότητα με την οποία κρίνουν τον περίγυρο τους, από το να μηχανεύονται τρόπους αναδιανομής του εισοδήματος από τους μικρομεσαίους στην ελίτ μέσω μιας καριέρας στα think tanks της πρωτεύουσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Απ’ εκείνο
τον υποτυπώδη αγώνα ποδοσφαίρου σε λιγοστά τετραγωνικά γκαζόν θυμάμαι
αποκλειστικά την Βαρκελωνέζα φιλενάδα του Ελληνοϊταλού συγκάτοικου η οποία
συμμετείχε στις αθλοπαιδιές φορώντας ένα χαχόλικο λινό διάφανο λευκό παντελόνι
μέσα από το οποίο ξεχώριζε ένα μαύρο στρινγκ το οποίο μάλιστα κατά την διάρκεια
του παιχνιδιού ξεπρόβαλλε μέσα από το παντελόνι της. Είχε λευκό δέρμα, κάτωχρο
σαν του φαντάσματος, μακρύ πρόσωπο από το οποίο ξεχώριζαν τα τεράστια υγρά
κατάμαυρα μάτια της και τα μονίμως κατακόκκινα χείλη της. Είχε μπλαζέ ύφος,
σύχναζε στο Σόναρ και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Είχε πάνω μου την ισχύ του
βλέμματος ικανού να παραλύσει ολόκληρο το σώμα σου για μερικά δευτερόλεπτα που
μοιάζουν με αιωνιότητα. Κινηματογραφικά μιλώντας, σκεφτείται ένα κοντινό πλάνο
στο πρόσωπο ενός ξαπλωμένου στο λιβάδι ανθρώπου ο οποίος αντικρύζει τον ουρανό
με ένα χαζοχαρούμενο χαμόγελο εντελώς παραδομένος στις δυνάμεις της φύσεως - αμέσως
μετά fade out. Η επιστροφή στην πραγματικότητα έπειτα από ένα γυναικείο
βλέμμα το οποίο παραλύει τις αισθήσεις σου είναι πάντοτε μια περίπλοκη υπόθεση, σε αφήνει μετέωρο, ευγνώμων μεν - ως εραστή του ωραίου - που τόση ομορφιά βρέθηκε στο διάβα σου, μελαχολικό δε που η ομορφιά της έμελλε να σε προσπεράσει.
Οι διακοπές στην Βαρκελώνη κράτησαν περίπου ένα μήνα,
έπειτα έπρεπε να συνεχίσουμε τις διακοπές στη βάση μας, το Καστεγιόν, μια μικρή
κωμόπολη δίπλα ακριβώς από το Βιγιαρεάλ, μία ώρα από τη Βαλένθια, στο πανεπιστήμιο
του οποίου βρισκόμουν άλλωστε ως υπότροφος του προγράμματος Εράσμους, μιας απόπειρας
ώστε νέοι από κάθε γωνιά της Ευρώπης να νοιώσουν πως ανήκαν σε ένα κοινό κοινωνικοπολιτικό
οικοδόμημα. Και νοιώσαμε, ασχέτως αν κάποια χρόνια αργότερα η εξαναγκαστική
συμμετοχή των Ελλήνων πολιτών στο πανευρωπαϊκό πρόγραμμα οικονομικής λιτότητας και φαστ τρακ
παραγωγής κοινωνικών ανισοτήτων δημιούργησε σοβαρές ρηγμές στο υπερεθνικό
συστατικό της ταυτότητας μας, δηλαδή το «Ευρωπαίος».[1]
Εν τέλει, δεν επισκεφθήκαμε ποτέ το Καμπ Νου, η αλήθεια
είναι ότι στοχεύαμε περισσότερο στην πολιτιστική κληρονομιά του Γκαουντί από τη
ζώσα λαϊκή κουλτούρα
που αναπτύσσεται γύρω από το ποδόσφαιρο. Σαγκράδα φαμίλια δηλαδή αλλά όχι μόνο· μπύρες από
Πακιστανούς που τις πουλούσαν παράνομα στο δρόμο, σοκολάτα στα πάρκα της πόλης,
τάπας σε φθηνά, παρακμιακά συνοικιακά φαγάδικα, πάρτυ σε σπίτια αγνώστων στα
οποία χρειαζόταν να γνωρίζεις τον κωδικό εισόδου – σε ρωτούσαν από το
θυροτηλέφωνο.
Το Μάρτιο του 2004 που βρέθηκα στην Βαρκελώνη είχαν ήδη
περάσει 4 μήνες από το ανεπίσημο ντεμπούτο του Μέσι στην πρώτη ομάδα της
Μπαρτσελόνα το Νοέμβρη του 2003 σε έναν φιλικό αγώνα απέναντι στην Πόρτο του
Χοσέ Μουρίνιο. Έπρεπε να περάσουν άλλοι 7 μήνες ώστε ο Μέσι να ντεμπουτάρει σε
επίσημο αγώνα με την ομάδα του. Το σούσουρο όμως γύρω από το όνομα του είχε ήδη
ξεκινήσει και είχε φτάσει στ’ αυτιά μου, πριν καλυφθεί εντελώς από τον
εκκωφαντικό κρότο της βομβιστικής επίθεσης τζιχαντιστών στη Μαδρίτη στις 11
Μαρτίου του 2004.
Φυσικά, δεν ήταν η πρώτη φορά που η ποδοσφαιρική
οικουμένη ανέμενε το νέο Μεσσία. Πόσοι και πόσοι 16άρηδες, 17άρηδες, 18άρηδες
έχουν ονειρευθεί πως θα γίνουν τα νέα αστέρια του αθλήματος; Για κάθε Μέσι και
Κριστιάνο Ρονάλντο υπήρξε ένας Ντε λα Πένια κι ένας Σωτήρης Νίνης.
[1] Η μάχη για την
Ευρώπη, όπως τουλάχιστον εκπαιδευτήκαμε να τη φανταζόμαστε, δίνεται τη στιγμή
που μιλάμε, όπως μας υποδεικνύει άλλωστε η περίπτωση της - ψηφοφόρου του
κόμματος του Γιάνη Βαρουφάκη - Καρόλα Ρακέτε αλλά και εκατοντάδων άλλων διωκόμενων
Ευρωπαίων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. https://www.opendemocracy.net/en/5050/hundreds-of-europeans-criminalised-for-helping-migrants-new-data-shows-as-far-right-aims-to-win-big-in-european-elections/
No comments:
Post a Comment