Μνήμη ΙΙ
Η τελευταία φορά που έβαλα ξυπνητήρι ώστε να παρακολουθήσω ποδόσφαιρο μέσα στη μέση της νύχτας ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1994.
Ήταν το
πρώτο Μουντιάλ το οποίο θα παρακολουθούσα ως «μεγάλος», κάπως έτσι τουλάχιστον αντιλαμβανόμουν
τα πράγματα εκείνο το καλοκαίρι. Βλέπετε, ήμουν μόλις 5 ετών όταν διεξήχθη του
Μουντιάλ του 1986 από το οποίο δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα. (Η πρώτη μου μνήμη
από αθλητικό γεγονός είναι φυσικά το Ευρωμπάσκετ του ’87). Όσο για το 1990 και
το Μουντιάλ της Ιταλίας, θυμάμαι κάποια πράγματα, κυρίως όμως πίκρες:
πρώτον,
τον πρόωρο αποκλεισμό του Φαλκάο, του Καρέκα και των υπολοίπων Βραζιλιάνων από την Αργεντινή του Κανίγια και του Μαραντόνα και,
δεύτερον, το φαρμάκι του χαμένου τελικού της Αργεντινής έναντι των αντιπαθών πάντσερ, όπως ήταν γνωστή τη δεκαετία του ’80 η ομάδα της (Δυτικής) Γερμανίας, εθνική ομάδα αμυντική, σκληροτράχηλη και ανθεκτική. Στο σπίτι μας, εκείνη την εποχή, κανένας ποτέ δεν θα γιόρταζε νίκη των Γερμανών έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου. Ούτε ακόμα
και των - μετέπειτα αγαπημένων για μια περίοδο - Άγγλων. Γεύτηκα λοιπόν διπλή πίκρα στο Μουντιάλ του ’90, χώρια φυσικά το δηλητήριο
της αίσθησης της αδικίας εξαιτίας του αμφισβητούμενου πέναλτυ που έκρινε τον τελικό υπέρ της Γερμανίας στα τελευταία λεπτά του αγώνα.
Ίσως λοιπόν, τώρα που το σκέφτομαι, το Μουντιάλ του Ιταλίας
το 1990 να ήταν εκείνο το πρώτο που παρακολούθησα ως «μεγάλος», καθώς άλλωστε τα συναισθήματα της απογοήτευσης και της ανημπόριας μπροστά στην διαιτητική αδικία δεν ανήκαν επουδενί στο ψυχικό κόσμο ενός παιδιού που περνούσε το καλοκαίρι του ’90 α ν έ μ ε λ α στο Νέο Ψυχικό:
το τείχος του Βερολίνου ετοιμαζόταν να πέσει, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε κριθεί οριστικά προς όφελος της Δύσης (άρα και της
Ελλάδας), η διεθνής
κοινότητα ετοιμαζόταν να εισέλθει στον αστερισμό του Φουκουγιαμισμού στην
στρατόσφαιρα του οποίου αιωρούμασταν δίχως πολλές σκοτούρες στα ‘90’s, τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ είχαν σφυρηλατήσει τη μεσαία τάξη (και ειδικά την καλοζωισμένη
δημοσιοϋπαλληλική) η οποία πανηγύριζε την είσοδο μας στην Ενωμένη Ευρώπη του
Μάαστριχτ.
Όπως και
να ‘χει, το Μουντιάλ των Η.Π.Α. το 1994 ήταν το πρώτο το οποίο παρακολούθησα συστηματικά.
Είχα πρόγραμμα.
Τον πάγο
έσπασε το πρώτο γκολ των Αργεντίνων απέναντι στην Ελλάδα διά ποδός Γκαμπριέλ
Μπατιστούτα. Πολύ σύντομα όλα άρχισαν να μπερδεύονται γλυκά – η προσμονή για
τις συγκλονιστικές κι ανεπανάληπτες επιτυχίες της ποδοσφαιρικής Ελλάδας
αντικαταστάθηκε από την καζούρα για τα χάλια του Τσαλουχίδη, του Μητρόπουλου,
και των υπόλοιπων γεροντοπαλίκαρων του Αλκέτα. Εμείς, οι μικροί, δε διστάσαμε
ούτε δευτερόλεπτο να γίνουμε τα μεγάφωνα των «μεγάλων» επαναλαμβάνοντας τα
ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν ευρέως για την ομάδα που έμεινε στην ιστορία των
Παγκοσμίων Κυπέλλων ως εκείνη που εφάρμοσε ιδανικότερα από κάθε άλλη το ποδοσφαιρικό
σύστημα 4-4-2:
Είχαμε χάσει άλλωστε και τους τρεις αγώνες του ομίλου με τα εξής
αποτελέσματα: 4-0 από την Αργεντινή του Μαραντόνα, 4-0 από τους Βούλγαρους του Στόϊτσκοφ, 2-0 από τη Νιγηρία του Ρασίντ Γεκινί.
Η Ελληνική συμφορά με βρήκε σ’ ένα τουριστικό κατάλυμα
στην κατασκήνωση του Αγίου Ανδρέα, ενός Αττικού παραδείσου για τις οικογένειες
των στρατιωτικών, θείου στη δική μου περίπτωση. Δύο παραλίες, ένα θερινό σινεμά, όπου παρακολούθησα για πρώτη φορά στη ζωή μου ταινία (Dennis the Menace) μακριά από την επιτραπέζια SONY με τη ξύλινη
επένδυση, ένα self service εστιατόριο, μπόλικα πευκόδεντρα και πολλά
τζιτζίκια.
Όσο για
τον Βραζιλιάνικο θρίαμβο με βρήκε πίσω στην Αθήνα, στο γνώριμο παιδικό δωμάτιο όπου είχαν προστεθεί πλέον οι δύο μικρές σημαίες. Η Ελληνική σημαία είχε προλάβει να αποκλειστεί με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, η Βραζιλιάνικη ωστόσο έμελλε να θριαμβεύσει σε παγκόσμιο τουρνουά έπειτα από ξηρασία 24 ολόκληρων
χρόνων.
Η
λιγότερο εντυπωσιακή εθνική Βραζιλίας που είχε εμφανιστεί, έως τότε, σε ένα
Μουντιάλ, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο
έπειτα από έναν βαρετό τελικό. Παραδόξως, εκείνος ο αγώνας δεν έχασε τη
νηφαλιότητα του ούτε κατά τη διάρκεια των πέναλτυ. Η αίσθηση μιας μικρής
ματαίωσης, παρά την κατάκτηση του τροπαίου από την ομάδα της προτίμησης μου, ήταν
μονίμως υπαινικτικά παρούσα καθόλη τη διάρκεια του τουρνουά όταν η Βραζιλία
κέρδιζε χωρίς ακριβώς να κλέβει καρδιές με την απόδοση της. Ο σπόρος της
αμφιβολίας είχε φυτευτεί για τα καλά μέσα μου, το jogo bonito ήταν επισήμως παρελθόν.
Στο
μέλλον, θα άλλαζα τις εθνικές ομάδες σαν τα πουκάμισα καθότι το πρωτεύον κριτήριο
για εμένα δεν θα ήταν πια οι νίκες των ομάδων που υποστήριζα αλλά πόσο συναρπαστικό και αξιομνημόνευτο θα ήταν ένα παιχνίδι:
συγκίνηση vs εγωϊσμός σημειώσατε 1.
No comments:
Post a Comment