Βρέχει. Βρέχει δολλάρια. Από τον ουρανό πέφτουν. Στην οδό Σεξεργασίας και πέριξ. Αληθινά δολλάρια, όχι σαν εκείνα τύπου Monopoly που με είχαν λούσει προηγουμένως.
Χαρτονομίσματα του ενός, των δύο, των πέντε δολλαρίων, γεμίζει ο δρόμος από George Washington, Thomas Jefferson και Abraham Lincoln. Βρέχει αρκετά. Άνθρωποι όλων των χρωμάτων μαζεύουν αλαφιασμένοι dollars εξ ουρανού.
Κάτοικοι της γειτονιάς εμφανίζονται μέσα από εξώπορτες με ξύλινη επένδυση, στέκονται στο πεζοδρόμιο, ανοίγουν και πόρτες λεπτές μεταλλικές, βγαίνουν οι «υπηρεσίες» από τα «σπίτια», γυναίκες κάποιας ηλικίας που προσέχουν τα «κορίτσια», οι σεξεργάτριες μέσα,
«ίσως έχουν δίκιο οι Άραβες, η αλήθεια βρίσκεται σε πολλά μαζί όνειρα, άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει»[1],
νεαρός Αιγύπτιος μαζεύει ταχυδακτυλουργικά χαρτονομίσματα με το πρόσωπο του Lincoln, στα έξι σταματάει, δράττεται της ευκαιρίας της απουσίας της υπηρεσίας από το σπίτι με αριθμό 128, χάζευε καμιά βραδιά μια ψηλή Ρωσίδα με γεμάτο πισινό και πιασίματα, της αφήνει δέκα δολλάρια tip,
Έλληνας συνταξιούχος χαζεύει για λίγο το θέαμα, αρπάζει οκτώ δολλάρια για μονό ελληνικό και δύο ποτηράκια τσίπουρο/μεζέ στο καφενείο που συχνάζει στην Ευγενίου Καραβία, κατευθύνεται Πιπίνου, κάθε δεύτερη Τρίτη του μήνα, πρωί προς μεσημέρι, επισκέπτεται την Ελεονόρα, το καλλιτεχνικό της, το αληθινό της ίσως να ‘ναι Έλενα, Αλβανίδα milf με μεγάλο, κουρασμένο πια, στήθος, μαλλιά μπούκλες και κυτταρίτιδα στα μπούτια, τον υποδέχεται με ύφος μπουχτισμένης μάνας απέναντι στον ανεπρόκοπο ενήλικο γιο της,
η μάχη για το δολλάριο συνεχίζεται, Ελληνίδα που κοντεύει τα πενήντα με ρόμπα μωβ κραγιόν και τσιγάρο αγναντεύει -κάπως απαθώς- από το μακρόστενο μπαλκόνι του 1ου ορόφου, απλώνει το χέρι και μαζεύει λίγα, επιστρέφει στο σαλόνι,
Αφγανή με μωβ χιτζάμπ σφιχτά και ευλαβικά περασμένο στο κεφάλι, σκούρα ρούχα τυλίγουν ολόκληρο το σώμα της, προσεύχεται με δάκρυα γονατισμένη δίπλα από ένα ford fiesta του 1992 μπλε χρώματος, μείον την πόρτα του οδηγού, χρώματος γκρι,
μια γειτόνισσα της από την Συρία, επίσης σκεπασμένο το κεφάλι, μαζεύει με υπερένταση όσα πιο πολλά μπορεί, σκοπεύει να τα ξοδέψει στην λαϊκή του Σαββάτου επί της Μιχαήλ Βόδα, κρεμμύδια, ρόδια, πατάτες, κάλτσες, και παιχνίδια για τα μικρά, τρία τον αριθμό,
και δυο και τρεις και ένας χαμούλης από χαμηλοσυνταξιούχες Ελλάδας και πασών των Βαλκανίων χαζεύουν αμέτοχες τα γεγονότα πίσω από τα τζάμια του 2ου και του 3ου ορόφου,
πενηντάρης Αλβανός, παλιός θαμώνας του ‘Johnny’s Name Pub’ επισκέπτεται την αγαπημένη του Βουλγάρα στο νούμερο 100, κτίριο προπολεμικό, οι μαύρες sexy κάλτσες από δερματίνη που φτάνουν πάνω από το γόνατο τονίζουν ένα ζευγάρι απίθανα μακριά πόδια,
άεργος μεσήλικας συνοδεύει τον υπερήλικα πατέρα του, τον κύριο Φίλια, περπατά με κόπο και μπαστούνι, του θυμίζει πως του άρεσε να τρώει πάπια με δαμάσκηνα, πλήρωνες ακόμη με δραχμές,
Γκανέζος μέσης ηλικίας με πλάτες κολυμβητή και πόδια μαραθωνοδρόμου μπουκάρει στο 168, του ‘λαχε νταρντάνα Μολδαβή,
παρέα Πολωνών έξω από το στέκι τους, μαγαζί με ψιλικά, λίγο πιο κάτω Πακιστάν, μαγαζί με ψιλικά και λίγα ζαρζαβατικά, εγκαταλείπουν βιαστικά τις θέσεις τους (καφάσια από μπύρες, σκαμπό, καρέκλα τραπεζαρίας με βελούδινη επένδυση) για βουρ στον παρά, παρασέρνουν στην βιασύνη τους γυάλινα μπουκάλια Heineken και Άλφα, χύνονται τώρα στον υπόνομο,
μια Ρουμάνα είκοσι ετών στέκεται στην πόρτα που βγάζει πεζοδρόμιο, φοράει στολή εργασίας, μικροσκοπικό κόκκινο εσώρουχο που δένει με κορδόνι, ψηλοτάκουνο, βαρύ άρωμα, βαμμένη σε στυλ Σαββατόβραδο, τέως Μπουρνάζι, το ‘χε πρόσφατο το κομμωτήριο, μαύρα μαλλιά ως τον ώμο, petite γύρω στο 1.60, 50 τα κιλά, το δέρμα της είναι καφετί και λάμπει από λάδια κρέμες moisturizers, κοντά λεπτά τα ποδαράκια, λεπτά μπρατσάκια, νορμάλ και τα μπουτάκια, τετράγωνος επίπεδος ο πισινός, τέλος, ένα ζευγάρι από τεράστια πλαστικά στήθη κρύβουν τον θώρακα της, μικρές θηλές και ανύπαρκτη θηλαίω άλως επιτείνουν την αβυσσαλέα δυσαρμονία, βυζιά που δεσπόζουν παράταιρα πάνω από μια σέξυ επίπεδη κοιλιά,
«η καρδιά χτυπάει χωρίς να κατανοεί», με βομβαρδίζουν τα αισθήματα, καρδιοχτύπι που λιγώνει, μ’ ανακατώνει,
δεν ξεφεύγει της δαγκάνας Πατρινής, και μιας φίλης της Καταλανής, vegan ποδηλάτισσες με αχτένιστα σγουρά μαλλιά, διασχίζουν την πάλαι ποτέ Φυλής, λίγες ώρες αργότερα, στα εγκαίνια μιας γκαλερί στην Κυψέλη, μεταφράζουν την εικόνα που συνέλαβαν τυχαία ως εξής:
«εσείς το ξέρατε πως στους Αιθίοπες αρέσουν τα μεγάλα, τα πολύ μεγάλα, πλαστικά βυζιά;»
η παρεξήγηση θα ντυνόταν παρανόηση ώστε να μεταγγιστεί στο κοινωνικό σύνολο ως κουτσομπολιό, αμάρτημα με μεγαλύτερη θνησιμότητα από τον κορωνοϊό σύμφωνα με τον παγκόσμιο ηγέτη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (“gossip is a plague worse than Covid")·
“Everybody
is making love
Or else expecting rain
And the Good Citizen, he’s dressing
He’s getting ready for the show
He’s going to the festival tonight
On Desolation Row
The Costa Smeralda sails at dawn
And everybody’s shouting
“Which Side Are You On?”
And Ezra Pound and T. S. Eliot
Fighting in the captain’s tower
While pop singers laugh at them
And workers enjoy a cold beer
And nobody has to think too much
About Desolation Row
No comments:
Post a Comment