15.8.24

Summer Pop

 

 DISORDER

Έπαιρναν πρωινό, κόντευε η ώρα δέκα, το καταδιασκέδαζε η Τζο, όσο το Λινάκι αφηγούταν με κόκκινα τα μάγουλα πως όταν ξύπνησε βρήκε στο κρεβάτι τον Αριστομένη, ο οποίος,

μπήκε στην κουζίνα μαζί με τον Σάγκυ στις δέκα και μισή, δυόμιση ώρες είχαν κοιμηθεί, καταβρόχθισαν κράκερς με βούτυρο και μέλι από θυμάρι και άγρια βότανα, μπανάνες, φρυγανιές με μαρμελάδα φράουλα, ήπιαν γαλλικό καφέ,

«ειλικρινά δεν θυμάμαι πως βρέθηκα στο δωμάτιο» είπε ο Αριστομένης,

η Δανάη, έστυβε χυμό πορτοκάλι, η Μαριάνθη που τσιμπολογούσε, χαμογελούσαν, θα ξεκαρδίζονταν όταν έφθασε ο οικοδεσπότης, ξύπνησε κεφάτος, το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του όταν το βλέμμα του καρφώθηκε στον τοίχο, όπου,

αντί για το πορτρέτο μιας μεσήλικης κυρίας, ζωγραφική στο στυλ των Φαγιούμ, πίνακας με συναισθηματική αξία για την μητέρα του, τον είχε αγοράσει, από ένα μαγαζί στην είσοδο της Ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, εξαιτίας μιας εντυπωσιακής –συγκινητικής, στα μάτια της οικογένειας- ομοιότητας μεταξύ των δύο γυναικών, έζησαν με χίλια οκτακόσια τριάντα δύο χρόνια διαφορά,

ο Καρακάξης αντίκρυσε γεωμετρικά σχέδια στο στυλ του Mondrian, έργο μιας ερασιτέχνιδας ζωγράφου, οικογενειακής φίλης,

οι πίνακες είχαν αλλάξει θέση, ο κόσμος είχε έρθει ανάποδα,

είναι αλήθεια πως η Τζο, είχε σηκωθεί νωρίτερα απ’ όλους, αναρωτήθηκε για μια στιγμή ποιος, και γιατί, είχε μετακινήσει την καφετιέρα από την θέση της, δίπλα στον νεροχύτη, στην άλλη άκρη του πάγκου, αριστερά από το ψυγείο, έβαλε να γίνεται ο καφές, ξεχάστηκε, όπως δεν το πολυσκέφτηκε όταν ανοίγοντας το πρώτο συρτάρι να πάρει ένα κουτάλι βρήκε λινές πετσέτες φαγητού, δοκίμασε το δεύτερο, τα μαχαιροπήρουνα τα εντόπισε στο τρίτο, αφηρημένη, με την σκέψη στην θάλασσα, το σεξ που είχαν κάνει (στις εννιά Ιουλίου για τελευταία φορά) με τον τύπο που γούσταρε στην Αθήνα, ξεκίνησε να ετοιμάζει πρωινό, καλημερίζοντας την Δανάη που επίσης δεν συνειδητοποίησε πως όλα τα αντικείμενα που διακοσμούσαν τον χώρο, ή δεν τον διακοσμούσαν, απλά χρησίμευαν σε κάτι, είχαν αχρείαστα αλλάξει θέση, ό,τι βρισκόταν προηγουμένως στα δεξιά, είχε μετακομίσει στα αριστερά, και ανάποδα,

ένα κεραμικό διακοσμητικό με κυκλαδίτικο τοπίο καταλάμβανε πλέον τον χώρο του ψάθινου καλαθιού για το ψωμί, το βάζο με τα ροζ τριαντάφυλλα (τα είχε κόψει από τον κήπο το Λινάκι) είχε αντικατασταθεί με μια πορσελάνη με ανάγλυφα χειροποίητα σχέδια, αναμνηστικό οικογενειακών διακοπών από την Ιταλία, το ρολό κουζίνας είχε τοποθετηθεί στο ντουλάπι, την θέση του είχε πάρει το μπλέντερ Moulinex, τα συρτάρια είχαν τραμπάρει τα περιεχόμενα τους, έψαχνες αλάτι, έβρισκες ξύδι, ένα κομμάτι γραβιέρα ξεπρόβαλλε μέσα από την χαρτοσακούλα με το επιτραπέζιο σταφύλι βικτώρια,

ξημερώματα, κατά τις επτά, κατά τα φαινόμενα, μέσα στην τρελή χαρά, ο Αριστομένης και ο Σάγκυ είχαν αναδιατάξει την σειρά των πραγμάτων, την θέση των αντικειμένων, προβλέποντας άλλωστε με ευκολία την υπερβολική, αναπόφευκτα φρικαρισμένη, αντίδραση ενός νευρωτικού,

πράγματι, ο Καρακάξης δεν έχασε καθόλου καιρό, ξεκίνησε να επανατοποθετεί τα πάντα στην προηγούμενη, την σωστή, θέση, επί την ευκαιρία ξεσκόνισε, άνοιξε όλα τα συρτάρια, επιθεώρησε ντουλάπια, το εσωτερικό των βάζων, πιθανές ή ανύπαρκτες κρυψώνες, αντικατέστησε το τραπεζομάντηλο του ξύλινο ορθογώνιου τραπεζιού αν και δεν υπήρχε λόγος, έστειλε την Μαριάνθη να φέρει λευκά τριαντάφυλλα στην θέση των ροζ που τα πέταξε φρέσκα στα σκουπίδια, τσέκαρε τα περιεχόμενα του ψυγείου, άνοιξε και μύρισε όλα τα μπουκάλια του νερού, όντως, ένα Κορπή ανέδυε μυρωδιά Κρητικής ρακής, ήταν μάλλον η προφανέστερη, και ηλιθιωδέστερη, από τις σκανδαλιές των δύο αγοριών, οι οποίοι,

έσκασαν στα γέλια, έσπευσαν να εξαφανιστούν για την επόμενη μία ώρα και δέκα λεπτά, όσο διήρκεσε δηλαδή η επαναφορά της τάξης, και της λογικής, στην κουζίνα, στο ισόγειο του σπιτιού των γονιών του Καρακάξη,

ο Σάγκυ άραξε στην ξύλινη πέργκολα με καφέ, τσιγάρα, το τεύχος 143 της Βαβέλ [1] (ξεκίνησε από το επεισόδιο του Édika), ο Αριστομένης βγήκε στην βεράντα με νερό και παρέα τον Walter Benjamin,

η Τζο και η Δανάη προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τον Καρακάξη, συγκρατώντας, όποτε μπορούσαν, όσο ήταν δυνατόν, το γέλιο τους, το Λινάκι με ροδοκόκκινα μάγουλα επίσης, έβαλε ένα χεράκι, η Μαριάνθη πήρε ένα μήλο φιρίκι (γλυκιά γεύση, ελληνική ποικιλία), έτρεξε στο basement, να προλάβει τα νέα στους υπόλοιπους, αραχτούς ή κοιμισμένους,

η κουζίνα, το σπίτι, η ψυχοσύνθεση του Καρακάξη, ήρθαν εκ νέου σε ισορροπία, έως ότου διαταραχθεί -πρόσκαιρα- ξανά,

«ποιός άνοιξε πάλι την τηλεόραση γαμώτο μου!;!» φώναξε από την κουζίνα, του έκανε παρέα το Λινάκι, έπιναν καφέ και κάπνιζαν, είχαν ξεμπερδέψει με το σιγύρισμα,

«πήρε χρυσό μετάλλιο η Φανή Χαλκιά στα 400 μέτρα εμπόδια...» ακούστηκε η φωνή του Κέιβ από το υπόγειο,

«ΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΡΕ ΣΠΑΡΙΛΑ!!! δεν σας έφερα εδώ για να δούμε Ολυμπιακούς...»,

«είναι ωραία γκόμενα!»,

«και εσύ είσαι σαν ΑΝΑΠΟΔΟ ΓΑΜΩΤΟ!» δυνάμωσε την φωνή ο Καρακάξης,

 

...χαμήλωσε τον ήχο από το τηλεκοντρόλ η Μαρού, ή Ραλλού, επικράτησε ησυχία, καλοδεχούμενη στον πάνω όροφο, κάπως άβολη η σιωπή στο basement, την διατάραξε μια μελωδία, βγήκε από την τρομπέτα του Μπακού, ακούστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη του σπιτιού, λειτούργησε σαν προσκλητήριο, ξεκίνησαν άμεσα οι ετοιμασίες για την θάλασσα, οι περισσότεροι δεν ήθελαν να μπουν στο αυτοκίνητο, δεν είχαν πρόβλημα να επισκεφθούν την ίδια παραλία, στο Λινάκι είχε μόλις έρθει περίοδος, θα έμενε σπίτι, η Τζο και η Δανάη ήθελαν να να κολυμπήσουν σε διαφορετική θάλασσα, ο Σάγκυ πήγε με τα κορίτσια.

 

 

 

 

 

 



[1]Το ελληνικό μηνιαίο περιοδικό κόμικς κυκλοφόρησε από τον Φεβρουάριο του 1981 μέχρι τον Ιούνιο του 2008, εκδόθηκαν συνολικά 246 τεύχη.

 

No comments:

Post a Comment