2.8.24

Summer Pop

 


 THEY CAME FROM GREECE, THEY HAD A THIRST FOR ZOMBIES

Στο Pop (με την pulp γραμματοσειρά στην πινακίδα) έπαιζε (indie) pop & rock,

οι djs (άντρες, straight ή gay) δεν έβαζαν -σε βινύλια- μόνο τα hitάκια, τραγούδια που έμπαιναν στην playlist (δεν έβγαιναν για τρία χρόνια) ενός δημοφιλούς ραδιοφωνικού σταθμού (π.χ. RED 96,3 FM), αναπαράγονταν εξαντλητικά σε rock café της συμφοράς, της Αθήνας, των νησιών τα καλοκαίρια,

δεν θα μπούχτιζες τους Pulp από overplay του Common People, πιο πιθανό ήταν να κολλήσεις με το Razzmatazz (κυκλοφόρησε ως bonus track), έτσι και συνέβη, λάτρευαν τον Jarvis Cocker οι popάδες,

οι άντρες, τα αγόρια, δύσκολα ξεπερνούσαν το 1,78 σε ύψος, φορούσαν πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, T-shirt με στάμπα (γεωμετρικά σχέδια, όνομα συγκροτήματος, slogan εξυπνάδα), παντελόνι, sneakers,

οι γυναίκες, τα κορίτσια, σπάνια ξεπερνούσαν το 1,65 σε ύψος, πιο ευφάνταστες στυλιστικώς, προτιμούσαν τα φλοράλ φορέματα, χαμηλόμεσα τζην, reefer jackets και trench coats, παντελόνια καμπάνες, παπουτσάκια Mary Jane, ballet flats, Converse All Stars, vintage ‘60s καταστάσεις γενικώς,

αγόρια φιλούσαν αγόρια, χωρίς να ανησυχούν για βλέμματα αποδοκιμασίας, ματιές αποστροφής, μια εμφάνιση του Κωνσταντίνου Γιάνναρη πάντως σχολιάστηκε με θυμηδία,

ο γνωστός κινηματογραφικός σκηνοθέτης είχε επισκεφθεί το Pop ξημερώματα Σαββάτου, συνοδευόταν από δύο νεαρούς Πακιστανούς, της φτωχολογιάς, που συναντούσες στις λαϊκές αγορές, στους δρόμους γύρω, και κάτω, από την Ομόνοια, πιωμένοι, σε μεγάλο κέφι και οι τρεις, λίγα χρόνια πριν το γαργαλιστικό all-inclusive statement επί της οδού Κλειτίου απέναντι στις ταξικές και φυλετικές προκαταλήψεις, η δεύτερη, και καλύτερη, ταινία του Γιάνναρη (Από Την Άκρη Της Πόλης, 1998), είχε σκανδαλίσει εξαιτίας της unapologetic απεικόνισης sex work, drugs, & urban poverty μιας παρέας νεαρών Ρωσοπόντιων στο Μενίδι, και το κέντρο της Αθήνας, απέσπασε το δεύτερο κρατικό βραβείο σκηνοθεσίας στο 39ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Ελληνοαυστραλός προβοκάτορας απάντησε με υψωμένο κωλοδάχτυλο-fuck off στο «κατεστημένο», το ίδιο έτος ο Θόδωρος Αγγγελόπουλος κέρδισε επτά βραβεία για το Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα (προηγήθηκε ο Χρυσός Φοίνικας, το Οικουμενικό βραβείο της επιτροπής στις Κάννες),

υπέροχα κοκτέιλ σερβίρονταν στο Pop, σήμα κατατεθέν του μαγαζιού το zombie,

ένα blend τριών ρουμιών με χυμό λάιμ, γρεναδίνη, Pernod, λευκό γκρέιπφρουτ, σιρόπι κανέλας, angostura bitters, και falernum (το παραδοσιακό λικέρ ρουμιού της Καραϊβικής) στην original έκδοση του, το πιο δημοφιλές tiki κοκτέιλ, είναι ένα βαρύ κοκτέιλ, "a mender of broken dreams," σύμφωνα με τον δημιουργό του Donn Beach, ο οποίος,

το 1933, άνοιξε στην Καλιφόρνια το πρώτο Polynesian-themed (Tiki) bar restaurant, στα 36 τετραγωνικά μέτρα του μαγαζιού γεννήθηκαν τα εξωτικά κοκτέιλ ("Rhum Rhapsodies"), τα απόλαυσαν, μεταξύ άλλων, ο Charlie Chaplin, η Greta Garbo, ο Orson Welles, οι Marx Brothers,

-

        "after World War II, tiki took off and joined the trend of themed restaurants that flourished in the late 1950s and early ’60s, by the 1990s, tiki was just about dead, as the Zombie and Painkiller gave way to the Appletini and Cosmo, but all trends eventually become retro, the craft cocktail revolution of the 2000s paved the way for the modern tiki renaissance, around 2008 tiki bars began sprouting up all over, just like their predecessors, modern tiki bars seek to evoke a sense of escape,[1]

στην Αθήνα, το πρώτο tiki bar άνοιξε το 2007 (σήμερα λειτουργούν 250-300 παγκοσμίως), λίγα χρόνια προηγουμένως, χίλια τριακόσια μέτρα από το Κουκάκι,

δεκαεπτά λεπτά με τα πόδια, για τον νηφάλιο Μπακού, την Μαρού, ή Ραλλού, εικοσιεπτά λεπτά, με μπίρι μπίρι, χαζολόγημα καθοδόν, για μια κεφάτη κοριτσοπαρέα (Λινάκι, Μαριάνθη, Τζο, Δανάη), μόλις επτά λεπτά και τριάντα δευτερολέπτα τις νύχτες της άσβεστης δίψας για αλκοόλ, του Καρακάξη, του Σάγκυ,

ραψωδίες από ρούμι προσφέρονταν στο Pop με θαρραλέα μεζούρα, σε νορμάλ τιμές, μέσα σε κομψά ποτήρια, δεν υπήρξε θαμώνας να μην πήρε για το σπίτι,

mai tai, daiquiri, mojito, και φυσικά zombie, για την Τζο (1 κλεμμένο ποτήρι), το Λινάκι (4 μαζί με το αγόρι της), τον Καρακάξη (1), την Δανάη (2), o Σάγκυ έπινε piña colada (white Russian για μια σεζόν, tribute στον Jeffrey "The Dude" Lebowski), λευκό κρασί ή margarita για την Μαριάνθη (2), βότκα με πάγο για τον Αριστομένη (1), ο Μπακού δεν το χε με το αλκοόλ και την πολυκοσμία, ουίσκι σε φλασκί για τον Κέιβ (2), καθώς άλλωστε,

μέσα από την μεγάλη τζαμαρία του μπαρ, Παρασκευές, τα Σαββατόβραδα, ο πεζόδρομος της Κλειτίου γέμιζε από κόσμο, θύμιζε νησί, safe zone εντός της πόλης, νησί εντός των ορίων του κέντρου της πρωτεύουσας, όπου ξημεροβραδιάζονταν,

φαν της indie μουσικής, γραφίστες, φοιτητές, εναλλακτικοί, part time μποέμ της μεσαίας τάξης, indie μουσικοί, με την εξαίρεση της καλύτερης μπάντας της pop & rock της εποχής, τους Raining Pleasure, ζούσαν και εργάζονταν στην Πάτρα, τα party animals και οι αργόσχολοι εκ των Αθηναίων bourgeois, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (media, διαφήμιση), βόρεια προάστια, καλλιτέχνες με περισσότερο ελεύθερο χρόνο πριν την εποχή των projects... 

...κάθε Σάββατο το βράδυ, ξημερώματα της Κυριακής, η αυλαία έπεφτε με το Sensitive από Field Mice.

 

 

 

No comments:

Post a Comment