19.8.24

Summer Pop

 

 LEMON TREE

Άπλωσε την πετσέτα δίπλα στην Δανάη, έβγαλε το κοντομάνικο, ξάπλωσε, το έβαλε στο πρόσωπο, έφερε τα χέρια πίσω από το κεφάλι, έσμιξαν τα δάχτυλα του, ο νους ταξίδεψε στην Τζο,

τον διασκέδασε ιδιαιτέρως η σκέψη πως είχε επιλέξει πολεμική τέχνη της Κίνας, αντί για Ιαπωνική, όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά και παγκοσμίως, οι περισσότεροι εξασκούνται σε aikido, judo, ju-jutsu, ή karate, η Τζο, βεβαίως, δεν συμμεριζόταν το γούστο και τα must μαζών, εγχώριων ή διεθνών,

η επιλογή του shuai jiao ταίριαζε απολύτως με την ιδέα που είχε σχηματίσει ο Σάγκυ για εκείνη, άκουγε Pixies όταν τους γνώριζαν πεντακόσιοι άνθρωποι στην Αθήνα, όταν οι φανς της alternative rock μπάντας από την Βοστώνη έφθασαν τους πέντε χιλιάδες προτιμούσε την jangle pop των Felt από το Water Orton του Warwickshire της Μέσης Αγγλίας, τους γνώριζαν περίπου ογδόντα πέντε Αθηναίοι (τους άκουγαν σαράντα τέσσερις), εν τω μεταξύ,

η blazé έκφραση στο πρόσωπο της ήταν από τις πλέον αβίαστες που είχε συναντήσει στον πλανήτη των indie εναλλακτικών, ανήκε, αναμφίβολα, στο top-20 των Pop faces που οριοθετούσαν την φάση έναντι μιας εν δυνάμει ανεπιθύμητης εισροής (εισβολής) από άκυρους, το bar δεν είχε «πόρτα» φυσικά, κάτι σύνηθες μονάχα στα μεγάλα mainstream club, μια παρέα από δέκα gay αγόρια που είχαν για στέκι τους το Pop έδιναν μάχη οπισθοφυλακής, ντύνονταν εξαντρίκ, αναλόγως της μόδας της σεζόν, με χρώματα και αρώματα, λουλουδάτα πουκάμισα, στενά υφασμάτινα παντελόνια, πολύχρωμα φουλάρια, ένα man to man φιλί στο στόμα, ξενέρωνε, τότε ακόμα, έτρεπε σε αηδιασμένη φυγή πελάτες που επισκέπτονταν από περιέργεια το Pop - είχε αποκτήσει hype,

η Τζο, μονίμως unimpressed, έχασε την ψυχραιμία της ένα τυχαίο βράδυ μιας ασυννέφιαστης Πέμπτης όταν στην Κλειτίου περπάτησε -as if she owned the place- ένα κορίτσι, δεκαοκτώ στα δεκαεννιά, που το ‘λεγαν Λεμονιά, θα πέρναγε από το Pop καμιά φορά, όχι και πολύ συχνά συχνά, δεν άντεχε την κάπνα, ούτε το στριμωξίδι, στεκόταν έξω στον πεζόδρομο, έπινε αυστηρά το ένα τρίτο από το κοκτέιλ της, margarita κάθε φορά, η πρώτη αρνητική εντύπωση της Τζο για την Λεμονιά, την χαρακτήρισε «ξινή», δεν έμελλε ποτέ να μετριαστεί, η γειτόνισσα της στo Μαρούσι τα επόμενα χρόνια θα γινόταν γνωστή στο πανελλήνιο ως Monika, η οποία,

ξεκίνησε να ασχολείται με την μουσική σε ηλικία 14 χρονών το 1999, έπαιζε κιθάρα και σαξόφωνο στην indie pop μπάντα του μεγαλύτερου αδερφού της που σύχναζε στο Pop (οι Serpentine άνοιξαν τις συναυλίες του Devendra Banhart και του Michael Gira από τους Swans), το 2004 συνέχισε σόλο, τέσσερα χρόνια αργότερα θα γνώριζε την πρώτη της μεγάλη επιτυχία με το Over The Hill, η Monika έζησε, εργάστηκε, στην Αμερική, εμφανίστηκε στο Tiny Desk Concerts NPR Music το 2016 (την ίδια χρονιά με τον Ben Folds, τον Graham Nash, τον Andrew Bird, την Daymé Arocena, τον Saul Williams), κάποτε επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου,

τραγούδησε στην εκδήλωση για τα 40 χρόνια της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φιλοξενήθηκε στο Ζάππειο Μέγαρο το 2021, έγραψε ένα νέο τραγούδι με τίτλο ELLAS 21 για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, ανέβηκε στο You Tube ανήμερα της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου,

τα γεγονότα ερμηνεύθηκαν από την Τζο ως ένα είδος προσωπικής -των indie γενικότερα- ιστορικής δικαίωσης, μια επίσημη επικύρωση της τοποθέτησης της Monika στους άκυρους, το γιόρτασε με ποστ στο Facebook (κόπι πέιστ, χωρίς αναφορά στην πηγή, από τον τοίχο ενός δημοσιογράφου, θαυμαστή του Βασίλη Καρρά): «Μόνικα ξαναδώσε πανελλήνιες!»·

όπως και να ‘χει, το 2021, το indie -ως urban tribe- είχε πάψει να υφίσταται, επιβιώνει ως ταυτοτικό στοιχείο (indie/independent/ανεξάρτητο), αντί για μουσικό υπο-είδος, ανήκει λίγο περισσότερο στο ψηφιακό αρχείο της ιστορίας της ποπ κουλτούρας, αντί για την πραγματική πραγματικότητα,

όσο για τους εναλλακτικούς, ο καθένας πήρε τον δρόμο του,

κάποιους τους έβγαλε με Taxibeat στα events του Onassis Stegi, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Plisskën Festival, άκουγαν πλέον dark techno, hyperpop, acid house, plunderphonics, mash-ups, hip-hop instrumentals beats σε online radio, binge-watching με τηλεοπτικές σειρές στο Netflix, ταινίες σινεφίλ στην streaming πλατφόρμα του Cinobo, podcasts για χαλάρωμα, έμαθαν να εκτιμούν το υπέροχο, ζωογόνο, σωτήριο σμίξιμο, το πάντρεμα της folk, της pop, του rock[1], της electronic, με την τοπική μουσική παράδοση,[2]

και άλλους στην αλγοριθμική αγκαλιά του Spotify, του You Tube (συν συναυλίες επετειακά), αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα την παγκόσμια πρωτακαθεδρία του hip hop έναντι της rock, την reggaetónοποίηση της pop, την κυριαρχία στα dancefloors της electronic dance music (νοσταλγούσαν Italo disco), την ανίερη συμμαχία κλαρίνου και κιθάρας, την υπερβολική χρήση Autotune δεν γλύτωσαν το ok boomer εκ μέρους της Gen Z·

 

«τα πιο ωραία εναλλακτικά
σε μπαρ με διαλεχτά ποτά
τα είχαμε ακούσει
με ντισκομπάλα η οροφή
κι οι κρυάδες μας καρφί
κι από το πρώτο το ρεφρέν,
στο στόμα το ‘χαμε το ‘δεν’

κορίτσια αγόρια σ’ ένα χωλ
και τα τσιγάρα έσβηναν στο μπολ
και φάση στην βεράντα
με το ρυθμό της μουσικής
Converse All Star Αμερικής
μια εφηβεία διαρκής
που έγινε σαράντα

δεν γυρνάνε λέμε, πίσω ποτέ,
τα
cool παιδιά σ’ εκείνα τα χρόνια
έρωτά μου τώρα νοσταλγέ εναλλακτικέ
data είμαστε στου world wide web τα σαλόνια

έλα τι θες
τι τα θες σε αγάπησα
γέλια και τρέλες πολλές λαχτάρησα

έλα τι θες
τι τα θες στ’ ορκίζομαι
για παραισθήσεις καυτές φημίζομαι,

τα πιο ωραία εναλλακτικά
σε μπαρ με καθαρά ποτά
τα είχαμε λατρέψει
με ντισκομπάλα η οροφή
και οι ατάκες μας καρφί
μια ‘αιώνια επιστροφή’...»

 

 


 

 



[1]"Rock and roll, which developed in the United States in the 1940s and 50s, originated from African American music, it is a fusion of gospel, jazz, rhythm and blues and country music," Wikipedia.

[2]Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Imam Baildi, Villagers of Ioannina City, Thrax Punks, Sofia Sarri, Alkyone, κ.α.

No comments:

Post a Comment