19τ.μ.
Cool στο Σαββατόβραδο, έστω και αν και το πρόγραμμα δεν είχε συναυλία των Franz Ferdinand, φεστιβάλ με εγχώρια εναλλακτικά συγκροτήματα στο Vinyl Microstore, το hip δισκάδικο της πόλης στην οδό Διδότου, στα Εξάρχεια, πάρτυ σε σπίτι ο γνωστός του γνωστού με τσαμπέ ποτά, τότε ακόμα, δεν είχε επισήμως καθιερωθεί το bring your own booze (ΒΥΟΒ),
ήπιαν, ο Σάγκυ ρακόμελο στο μεζεδοπωλείο στο Θησείο, το εθνικό ποτό του Πουέρτο Ρίκο στο Pop, άδειασε σχεδόν ένα πακέτο Winston μπλε (του έκαναν δύο τράκες), ούζο Μίνι, cosmopolitan, δέκα Camel για την Λίνα,
στριμώχθηκαν, στα 19 τετραγωνικά του μαγαζιού (μείον τουαλέτα, μπαρ), ήταν φίσκα κάθε Παρασκευή, Σαββάτο, ενίοτε και καθημερινές, νύχτες πολύβουες, μέγα συνωστισμού σαν και αυτές, η σερβιτόρα έριχνε διακριτικές κλωτσιές, στόχευε τις κνήμες πελατών που έπρεπε, ήταν σχεδόν αδύνατον, να κάνουν λίγο χώρο να περάσει, να φτάσει ως την πόρτα, διαρκώς μπλοκαρισμένη από χέρια πόδια, γέλια και ποτήρια, να βγει έξω να σερβίρει κοκτέιλς, τζην, και βότκες σε εκείνους που κουβέντιαζαν όρθιοι σε πηγαδάκια, καθισμένοι σε πεζούλια των γειτονικών μαγαζιών, αραχτοί χύμα στο έδαφος,
η Τιτίκα, έδινε ’80s όγκο στα κατάμαυρα μαλλιά της, είχε μεγάλα σκούρα μάτια και έντονο eyeliner σε βαθύ μαύρο, φορούσε πάντοτε βαθύχρωμη στολή εργασίας (μίνι στενό φόρεμα με καλσόν, δερμάτινα μποτάκια), γινόταν λόγος για την τρομερή της μνήμη καθώς είχε την δυνατότητα να δέχεται την παραγγελία 26 πελατών ανά ηρωική έξοδο στο πλακόστρωτο της Κλειτίου, τόσα και τα χρόνια της, συνήθιζε να κάνει μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, αλλά και τα στραβά μάτια, για τα γυάλινα ποτήρια που εξαφανίζονταν μέσα στις τσάντες που ανήκαν συνηθέστερα σε γνώριμες φάτσες, ξεμπρόστιαζε ωστόσο, έως και έξι μήνες αργότερα, όσους τολμούσαν να «ξεχάσουν» να πληρώσουν ένα από τα τέσσερα (ή πέντε) μπέρμπον της βραδιάς, άντρες δηλαδή,
αγέρωχη, δυσπρόσιτη, ιδιαιτέρως πειστική να δείχνει πως αντιπαθεί τους πάντες όταν, στην πραγματικότητα, απλά αδιαφορούσε, ή το αντίθετο, κανείς δεν κατάλαβε ακριβώς, στα δέκα χρόνια που εργάστηκε στο Pop, δεν ήταν σίγουρος ούτε καν ο ιδιοκτήτης, ο Γιάννης Τυρολόγος, ο οποίος,
δεν ήταν cool, αλλά ένας καλαίσθητος mainstream gay άντρας με αγάπη για την pop των ‘80s, και πρωτίστως τις ικανότητες που διακρίνουν τον έμπορο, διαίσθηση και τόλμη σε συνδυασμό με λογική, πάντοτε παρών στο μαγαζί, έξω, ή και πίσω, από την μπάρα, ο Τυρολόγος απασχολούσε το μυαλό του με την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, αντί για το coolness των πελατών, πόσο μάλλον το δικό του, τα στέκια, ως γνωστόν, αντανακλούν την ψυχοσύνθεση του αφεντικού, φιλικός, ορεξάτος, ελάχιστα παρεμβατικός, ένοιωθαν άνετα στον χώρο οι Popάδες, τον ένοιωθαν δικό τους,
η Τιτίκα, επίσης, δεν ήταν cool, ουκ λίγοι μάλιστα την είχαν κατατάξει στα στραβόξυλα, στραβοκοίταζε άλλωστε τον Καρακάξη («κακομαθημένο»), άφηνε στην ησυχία τους Τζο, Δανάη, Μαρού ή Ραλλού, έριχνε λοξές ματιές προς το Λινάκι («γλυκερή») και την Μαριάνθη (αντανακλαστικά, ως κολλητή της), άγχωνε τον Σάγκυ («παλιόπαιδο»), αδιαφορούσε για Αριστομένη, Κέιβ, ή Μπακού,
ήταν πάντως αδύνατον, για όσους σύχναζαν στο μπαρ, να φανταστούν οποιονδήποτε άλλο, δεν ήθελαν άλλη σερβιτόρα στην θέση της Τιτίκας, η οποία,
άκουγε Διάφανα Κρίνα, Bjork, και Sigur Ros (τους κέρασε κάποτε σφηνάκια), στα ρεπό της διάβαζε Σκανδιναβικό νουάρ, εγκατέλειψε αιφνιδιαστικά το πόστο της, μετανάστευσε στην Ισλανδία το καλοκαίρι του 2010, παντρεύτηκε, έναν χρόνο αργότερα, τονAhti από την Φινλανδία, άνοιξαν μια αγροτουριστική φάρμα, έφυγε από την ζωή στα ενενήντα εννέα της χρόνια αφήνοντας πίσω της τέσσερα παιδιά και εννιά εγγόνια·
Σάββατο βράδυ στο κέντρο της πόλης, στο Pop, κάθε τσιγάρο ήταν μια μάχη να μην κάψεις το ρούχο, τα μαλλιά του διπλανού, η τουαλέτα θύμιζε επικίνδυνη αποστολή, έπρεπε να σπρώξεις, όσο δυνατόν πιο ευγενικά, να παραμείνεις άγαλμα μετά, ακινητοποιημένος κάπου στα μισά, να περιμένεις έπειτα στην ουρά, ήταν τόσο άβολα την ώρα αιχμής (00:30-03:00) ώστε οι μη τακτικοί πελάτες συχνά να δυσφορούν, τα indie kids της πόλης πάντως δεν γκρίνιαξαν ποτέ, όπως δεν διαμαρτυρήθηκε η Τζο, η Μαριάνθη, η Δανάη, το Λινάκι, ο Καρακάξης, ο Σάγκυ, ο Κέιβ, και ο Μπακού όταν...
- άκουσαν το Lazy Line Painter Jane των Belle & Sebastian, indie pop από την Σκωτία,
- κουνήθηκαν (γοφοί) με το B Movie από Lali Puna, electro pop από το Μόναχο,
- μισοτραγούδησαν το Heavenly Pop Hit των Chills από Νέα Ζηλανδία,
- συνόδευσαν, τα κορίτσια, την τραγουδίστρια των Heavenly από την Οξφόρδη στο "Fuck You, No Way!" από το Atta Girl,
- συγκινήθηκαν, ως συνήθως, με το All My Little Words των Magnetic Fields από Βοστώνη,
μια βραδινή έξοδος, άνοιξη του 2004, την απόλαυσαν λιγάκι περισσότερο από το συνηθισμένο, δεν την σημάδεψε κάτι συγκεκριμένο, εξαιρετικές στην ολότητα τους, ελλείψει happening, περιστατικών, ή (μικρο)γεγονότων, νύχτες σαν αυτές μέλλει φυσικά να ξεχαστούν, επιμένουν ωστόσο, επιβιώνουν ως μια εσωτερική αίσθηση, αχαρτογράφητη εξ ορισμού,
ξημερώματα της Κυριακής, κράτησαν ένα τέταρτο της ώρας οι αποχαιρετισμοί φίλων, γνωστών, και κολλητών, το Λινάκι με αγκαλιές και φιλιά, σαν να μην ήθελε κανείς τους να τελειώσει η βραδιά, να διαρκέσει η ευφορία εις το διηνηκές, κάποτε έληξε, περπάτησαν ως το Σύνταγμα, ο Σάγκυ ζήτησε από το κορίτσι του να τον βγάλει μια φωτογραφία με την Canon του Μπακού (την κουβάλαγε στο back pack) μπροστά από ένα εγκατελελλειμένο κτίριο,
το Μέγαρο Πάλλη, το μόνο σωζόμενο προπολεμικό κτίσμα της Πλατείας Συντάγματος, ένα δείγμα όψιμου γαλλικού νεοκλασικισμού με πολλά εκλεκτικιστικά νεομπαρόκ στοιχεία, πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως υπουργείο συγκοινωνιών, λειτούργησε ως υποκατάστημα της τράπεζας Μακεδονίας- Θράκης, στις 18 Οκτωβρίου του 1944 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έβγαλε από τον εξώστη τον «λόγο της Απελευθέρωσης», την δεκαετία του 1960 λειτούργησε το καφενείο-στέκι ηθοποιών Διόνυσος,
η Μαριάνθη πήρε ταξί μαζί με τον Μπακού, το ζευγάρι έκανε στάση στα McDonalds, στήθηκαν στην ουρά, παρήγγειλαν τα γνωστά, ο Σάγκυ cheeseburger, τηγανητές πατάτες, δύο mini φακελάκια μαγιονέζας δωρεάν, η Λίνα κάθε φορά το McMenu™,
«τα πρωινά της Κυριακής πάντα τους βρίσκαν ξύπνιους
με Amstel από το περίπτερο
τσιγάρα, και Μακντόναλντς
μέχρι να πάει κάτω το αλκοόλ
ο Σάγκυ δεν βιαζόταν
ήθελε βόλτες στην Πλάκα
να δει την πόλη από ψηλά
η Λίνα να βρουν ταξί
να φτάσουν γρήγορα στο σπίτι
τα πρωινά της Κυριακής πάντα τους βρίσκαν ξύπνιους...»
No comments:
Post a Comment