IΙI
Η ώρα είναι 22.33. Απέναντι από το Καλλιμάρμαρο ένας υπερβολικά αγχωμένος μελαμψός Ασιάτης με ρωτάει κατά που πέφτει το Μετρό στο Σύνταγμα. Βοηθάω όσο μπορώ. Μια κλούβα των ΜΑΤ ξεθωριάζει λίγο ακόμη την βαμμένη στα κόκκινα Βασιλίσσης Όλγας μαρσάροντας προς την Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ομολογουμένως, οι δρόμοι απόψε τους ανήκουν, όπως συνέβαινε κάποτε με «βασιλείς και βουλευτάδες, οι ψευταράδες και οι μασκαράδες».
Φθάνω στο ύψος της Βασιλέως Αλεξάνδρου, από τα δεξιά με πολιορκεί η μελαγχολία για την οριστική απώλεια της μοντερνιστικής ομορφιάς του παλαιού κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης. (What a Carve Up!) Στα αριστερά μου προσποιούμαι πως δεν εγκαινιάστηκε ποτέ σταθμός του Μετρό στον Ευαγγελισμό. Μπατσικά κάνουν ελέγχους έξω από το Χίλτον. “You work your side of the street and I’ll work mine” σεληνιάζομαι με απόσταση ασφαλείας μπόλικες αδειανές λωρίδες κυκλοφορίας ανά μεταξύ μας.
Περασμένες 23:00, όσους συναντώ στο δρόμο, δηλαδή ελάχιστους, βιάζονται. Λογικό. Στις 23:10, κοιτάζω το φεγγάρι, μοιάζει, αν και δεν είναι, ολόγιομο, δεκάρα όμως δε δίνω απόψε για τις χάρες του. Αναζητώ τα επίγεια φώτα της πόλης, τη Μαρίκα που ξέμεινε Αθήνα μακριά από την οικογένεια της και νοιώθει σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, θεές με ψηλοτάκουνα έτσι για το χάζι, κάποιον Άγιο με κουστούμι κι άλλον έναν που την έχει πέσει σε κάποιο πεζοδρόμιο, βραχύσωμα κοντοκουρεμένα γυναικεία ξωτικά με πολύχρωμα παλτά ετών όσο νοιώθουν τελοσπάντων, έναν γυρολόγο ατημέλητο άπλυτο μουσάτο να μου τσαμπουνίσει καμιά μεγάλη αλήθεια της ζωής που δεν θα ‘χα πρόβλημα να ξανακούσω από τα χείλη του· αναζητώ να συναντήσω με το βλέμμα μου όσους ονειρεύονται και ποθούν. Κατά προτίμηση μ’ αυτή τη σειρά.
Μια κοπέλα καπνίζει στριφτό τσιγάρο σε μια στάση λεωφορείου επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Παριστάνει πως περιμένει το λεωφορείο παρότι εδώ και ώρα έχουν σταματήσει τα δρομολόγια. Υποδύομαι κάποιον που ενδιαφέρεται να φθάσει στον προορισμό του έγκαιρα. Στην πραγματικότητα, διεκδικεί με πείσμα το δικαίωμα της παρουσίας της στην πόλη με κάθε τζούρα που τραβάει· το ίδιο κι εγώ με κάθε μου βήμα. «Είμαστε συνομώτες και υπέροχα ενθουσιασμένοι» για μια στιγμή και μόνο. Με κοιτάει, την κοιτάω, δεν ξέρω να γράφω διαλόγους, end of story.
Reality check: το skill της αδολεσχίας από smartass hilarious witty ατάκες θα ταίριαζε πολύ περισσότερο στην περίσταση από μια μυστήρια βουβαμάρα ή ένα διαπεραστικό βλέμμα που αφοπλίζει τον αντίπαλο σαν αυτά που μεταχειρίζεται κανείς σε αφιλόξενα περιβάλλοντα. (Βγάζω μπλοκάκι και σημειώνω: να μην αφήσουμε να καταντήσουν την πόλη μας hostile ground με μοναδικές οάσεις οργανωμένες παραλίες με εισιτήριο και λόμπι με μπαρ ξενοδοχείων). Τα ‘χω με τον εαυτό μου αλλά και τις mini-series που ψαρεύω από τα τορεντάδικα πιο πολύ. Ίσως να πρέπει να πάψω να συναρπάζομαι τόσο πολύ με spy thrillers / war movies / crime stories / true detectives όπου ενίοτε η σιωπή των πρωταγωνιστών δεν είναι απλά χρυσός, αλλά σωτηρία και επιβίωση μαζί, και να αρχίσω να συγκινούμαι εκ νέου με τις ταινίες του Noah Baumbach όπως συνέβαινε κάποτε, σε μια άλλη χώρα, που τυχαίνει να είναι η ίδια, κατ’ όνομα τουλάχιστον, μ’ αυτήν στα τσιμέντα της οποίας ουρανοβατώ κι απόψε.
Καταλήγω στο πρώτο New Year's resolution της ζωής μου: να κατεβάσω με την πρώτη ευκαιρία το Normal People αντί για το Tehran, και το Fleabag (για να μη μας πούνε και «normάλ!») αντί του Homeland.
Ώρα όμως να εγκαταλείψω τις φωτισμένες κεντρικές αρτηρίες μιας πόλης φάντασμα (άρα άσαρκης), έρημης (δηλαδή spooky), άδειας από ψυχή, ευνουχισμένης από ηδονή, ξεκοιλιασμένης, πείτε το όπως θέλετε. Στον σταθμό του Μετρό στο Μέγαρο Μουσικής το κόβω για Μιχαλακοπούλου όπου όλα είναι πιο σκοτεινά. Προσπερνώ δύο καλοντυμένες γυναίκες γύρω στα σαράντα που μιλούν και γελούν δυνατά στα Αμερικάνικα. Είναι οι πρώτοι και τελευταίοι άνθρωποι που συναντώ εκείνο το βράδυ που δεν φαίνεται να ανησυχούν. Καθόλου. Υποθέτω πως οι ευδιάθετες γυναίκες εργάζονται στο εξωτερικό, εξού και τα χαμόγελα, στο Αμερικάνικο έδαφος επί της Βασιλίσσης Σοφίας δηλαδή. «Από το Δόγμα του Τρούμαν (1947) κι έπειτα αδύνατον να ξεφύγει κανείς από το ‘Πνεύμα της Πρεσβείας’ σ’ αυτή τη χώρα» αναλογίζομαι μιας και είχα αποφύγει συνειδητά να περάσω μπροστά από την Αμερικάνικη Πρεσβεία χρονιάρα μέρα. Έκαστος και οι δεισιδαιμονίες του.
Προσπερνάω το κτίριο που κάποτε στέγαζε τον Δ.Ο.Λ. το οποίο ανακαινίζεται ώστε να υποδεχθεί το διεθνές κεφάλαιο – από την παραγωγή ειδήσεων για εγχώρια κατανάλωση εξουσίας στην αγορά συναλλάγματος σε version πλανητικού λαβυρίνθου (ο οποίος, αψηφώντας τη σοφία του Δαίδαλου, αντί να προσπαθεί να απομονώσει τον Μινώταυρο του στρώνει κόκκινο χαλί), μια χρεωκοπία δρόμος. Και μια μεταβίβαση εξουσίας.
But why should do I care about all these?
No comments:
Post a Comment