IV
Η πόλη μου είναι (και) οι μνήμες μου.
Λίγα στενά πιο κάτω, κοιτώ ενστικτωδώς αριστερά. Υπήρξε κάποτε στη ζωή μου ένα υπόγειο σε ένα άσημο στενό κάθετο στην Μιχαλακοπούλου όπου ένας τύπος κερνούσε ολονυχτίες με σύννεφα καπνού. Πότε εμένα, πότε κάποιον άλλον, κι άλλοτε την πάρτη του. Κάθε φορά, λίγο μετά τις 05:00 το πρωί, αναδύομασταν από τα έγκατα μιας παλιάς Αθηναϊκής πολυκατοικίας που έμοιαζε με τόσες άλλες, γκρι, ώστε να φθάσουμε γελώντας σαν μπαφόνοι ως το απέναντι πεζοδρόμιο. Απαλλοτριώναμε εθιμοτυπικά τις ίδιες προμήθειες (ένα Δέλτα Φρέσκο Γάλα Light 500ml και ένα κρουασάν μάρκα «κάψε με») από το κλειστό εκείνη την ώρα γειτονικό σουπερμάρκετ, οι διανομείς είχαν προλάβει να κάνουν τη δουλειά τους, κάναμε κι εμείς τη δική μας. Εγώ γυρνούσα χορτάτος πλέον με το πρώτο μετρό, εκείνος θαρρώ πως την έπινε λιγάκι ακόμη πριν πέσει για ύπνο. Χρόνια αργότερα, αφότου είχαμε πλέον χαθεί, έμαθα πως ήταν γκέι. Ένας γκέι από τη Μάνη. Μετά το coming out, δεν ξαπαπάτησε το πόδι του στο χωριό. Κι εκείνο βέβαια τον διέγραψε από τα μητρώα του. Θυμήθηκα έναν Αύγουστο στο μέρος που γεννήθηκε, μεγάλωσε, και εγκατέλειψε για πάντα. Πίναμε ελληνικό καφέ στην πλατεία του χωριού όταν συναντήσαμε τυχαία τον αδερφό του ο οποίος οπλοφορούσε, μονίμως και νομίμως. «Μου θυμίζεις αυτούς τους Γάλλους τους ηθοποιούς» μου είχε πει χαμογελώντας. Γέλασα κι εγώ από ευγένεια, ο αδερφός του τράβηξε μια τζούρα απ’ τα Camel του. «Μοιάζεις μ’ αυτούς τους Γάλλους τους πούστηδες» ήθελε να πει, έπρεπε ο γκέι σ’ αυτήν την ιστορία να είναι κάποιος άλλος, ένας φίλος από την πρωτεύουσα, ένα μαλακιστήρι Αθηναίος, οποιοσδήποτε εκτός από τον μικρό του αδερφό.
«Elementary ‘μετάθεση’ (που λεν και οι ψυχολόγοι) my dear Μανιάτη... δεν επισκεπτόταν κάποιος Γάλλος το χωριό σου, φυτρώνει Γαλλία και στα μέρη σας» μονολόγησα στην αρχή της Μεσογείων.
Η ώρα έχει φθάσει πλέον λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Στέκομαι ανάμεσα στην Πρώην Σχολή της Χωροφυλακής και το κουφάρι της Χρυσής Αυγής. Αναρωτιέμαι αν η υπόγεια βρωμερή σύραγγα κάτω από την λεωφόρο Μεσογείων, γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ της Ε.Λ.Α.Σ. και του νοσηρού παραμάγαζου, κατεδαφίστηκε με ελεγχόμενη έκρηξη έπειτα από το κλείσιμο των γραφείων των ναζί. Θυμάμαι να στρέφω αλλού το βλέμμα μου κάθε μα κάθε μα κάθε φορά που το Β5 περνούσε μπροστά από τη νεκροζώντανη απόδειξη της ντροπής που μας αναλογεί ως χώρα. Δεν ξεχνώ τη μέρα που το αντίκρυσα μέσα από το τζάμι του λεωφορείου αδειανό πλέον από ζόφο και μίσος. Το ημερολόγιο έγραφε 16 Σεπτεμβρίου 2019.
Λίγο βορειότερα, η εναέρια πεζογέφυρα του Καλατράβα μπορεί να μην εκπέμπει πλέον την ίδια αύρα αισιοδοξίας που την συνόδευε στα πιο ανέμελα χρόνια της ανέγερσης της (πιάτσα πρέζας από καιρό), στις ασυντήρητες ξύλινες τάβλες της ωστόσο η εφηβεία της πόλης, αναιδώς ανεπηρέαστη, επιμένει να trapάρει, να φασώνεται, να tagάρει και να ονειρεύεται ατενίζοντας την πόλη από ψηλά.
Ανεβαίνω στην γέφυρα. 00:06 του νέου έτους αντικρύζω τον ουρανό πάνω από το Πεντάγωνο να γεμίζει από πυροτεχνήματα. Ένα πουλί πέφτει απ’ τον ουρανό. ΝΕΚΡΟ.
Last entry: “Eχουμε χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Η πόλη, περισσότερο από τον ιό, φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό. H πόλη αυτή, εξυπακούεται, είμαστε εμείς.
THE SHOW MUST GO ON.
No comments:
Post a Comment