26.12.25

Sexάρχεια

 





IIΙ

Περπατώντας και μοιρολογώντας, για το χάλι της πλατείας, δεν άργησε, με διέκοψε χαμογελώντας: «από τις φωτογραφίες σου κατάλαβα πως είσαι φλώρος!», αιφνιδιάστηκα διπλά, εκείνη την βραδιά,

αρχικά, έστειλε μήνυμα στις 23:30, ζήτησε να συναντηθούμε σε μία ώρα, έβγαλα μια Fischer από το ψυγείο, όταν βρεθήκαμε, πρότεινε να πάμε απευθείας στο διαμέρισμα της, αμφιταλαντευόμουν ακόμα αν θα παράγγελνα Metaxa ή βότκα τόνικ οπουδήποτε επιλέγαμε να πάμε για ποτό εκεί κοντά, ήπια μιάμιση μπύρα στον καναπέ της, αφού πρώτα με σύστησε στην γάτα που μας περίμενε στην πόρτα, βαπτίστηκε με απώτερο σκοπό την εκπλήρωση μιας λαϊκής παροιμίας: «η Μάρα και η Σάρα»,

γέλασα, χαλάρωσα, ακολούθως ξεκινήσαμε να συζητάμε, αναφέρθηκε, επανέρχονταν συχνά, σε θέματα οικονομικής ανασφάλειας και δυσπραγίας, αφηγήθηκε δυσάρεστες ιστορίες με πρώην γκόμενους, μικροεπεισόδια ενδοοικογενειακής βίας, δράματα του παρελθόντος, άγχη σε χρόνο ενεστώτα, ανησυχία για το αβέβαιο μέλλον πότισαν σεξοκτόνο δηλητήριο την ακριβής τοποθεσία, όπου έναν μήνα αργότερα θα κάναμε σεξ καθιστό, παθιασμένο, όσο και χαοτικό, έφερε το χάπι της επόμενης ημέρας,

«πρέπει να γνωρίζεις τα πάντα για εμένα» ανέφερε χαϊδεύοντας ταυτόχρονα την πλάτη μου, μάλλον παρηγορητικά, ήδη, βέβαια, από το chatting στο OkCupid, σταδιακά πιο άμεσο και ειλικρινές, το βαρύ συναισθηματικό φορτίο της υποψήφιας ερωτικής παρτενέρ ήταν προφανές, γενικά μιλώντας, είμασταν απροπόνητοι, ελάχιστα εξοικοιωμένοι, με το know how της εποχής, διεθνώς και εγχώρια, σύμφωνα με το οποίο δύο εν δυνάμει εραστές ενσαρκώνουν ρόλους comédie, πρόκειται για ένα ελαφρύ θεατρικό, κινηματογραφικό, ή τηλεοπτικό είδος, με εύθυμα στοιχεία και λιγοστά alcohol free δραματικά, έτσι ώστε να κυλήσει χωρίς εκπλήξεις η βραδιά, να επιβιβαστούν σε ταξί, να αποβιβαστούν σε όποιο διαμέρισμα βολεύει, να κάνουν σεξ εθιμοτυπικά, λυτρωτικά, ψυχαγωγικά, ή διαδικαστικά,

θα ήταν αναληθές ωστόσο, αν ισχυριζόμουν πως δεν σκιάχτηκα όταν στα προεόρτια -αναμενόμενων- ερωτοτροπιών, στις τρεις τα ξημερώματα, η Μάρα διηγιόταν βάσανα λεπτομερώς, συμφορές προ δεκαπενταετίας, όπως δεν είναι ανακριβές πως, πράγματι, στην Ελλάδα, τότε, το παράπονο μας έφερνε κοντά, η κοινή μας απαισιοδοξία έστεκε ως φάρος συνεννόησης, η μίρλα λειτουργούσε ως μαγνητική πυξίδα, όργανο πλοήγησης με βελόνα που ευθυγραμμίζονταν με το μαγνητικό πεδίο της γκρίνιας επί της Γης, περιστρεφόταν ελεύθερα, βοηθώντας στον αποπροσανατολισμό στο ίντερνετ και στην εύρεση, αντί για του Βορρά, του πουθενά, όπου άλλωστε,

κατέληξε η βραδιά, οι σκελετοί από την ντουλάπα που ρίχτηκαν άγαρμπα στα πόδια μου, ο κομφορμισμός της by the book επιλογής «1η φορά σεξ στο 3ο ραντεβού», προσέδωσαν στην νύχτα μια ανυπόφορη αίσθηση του pity sex, δεν την ακολούθησα όταν πέρασε το χέρι της στον ώμο μου, έδειξα συγκαταβατική κατανόηση σε διακριτικά χάδια, λίγο μετά τις 04:00, η Μάρα συνειδητοποίησε πως δεν θα άλλαζε σεντόνια, πρωί προς μεσημέρι Κυριακής, το άδοξο τέλος του Σαββατόβραδου ήταν μονόδρομος, ζήτησε επιτακτικά να φύγω.





24.12.25

Sexάρχεια

 


II

Η ζουζού ήταν démodé, ήδη από τον Ιούνιο του 1997, όταν οι Dandy Warhols από το Portland, του Oregon, κυκλοφόρησαν το Not If You Were the Last Junkie on Earth, ο Courtney Taylor-Taylor τραγούδησε με νόημα πως "heroin is so passé",

χρήστες ουσιών, η δερματοστιξία στο σώμα τους σημάδια από πληγές, δερματικές παθήσεις, διαταραχές, αντί για ανεξίτηλα σχέδια από χρωστικές ουσίες, σέρνονταν έξω από τον Γρηγόρη μικρογεύματα, το πρώτο κατάστημα άνοιξε στην Αθήνα το 1972, πωλούνταν τυρόπιτες, λουκανικόπιτες, ζαμπονοτυρόπιτες, λουκουμάδες και παγωτό από πρόβειο γάλα, όταν γιόρτασε τα πεντηκοστά της γενέθλια, η επιχείρηση, μέσω μιας αλυσίδας franchise 367 καταστημάτων σε Ελλάδα, Κύπρο, Ρουμανία, και Γερμανία, εμπορεύονταν πλέον καφέ, ροφήματα, χυμούς, πίτες, σαλάτες, γλυκίσματα, vegan & wellbeing επιλογές,

ασυνήθιστα πολλές, προσέφερε το κεντρικό περίπτερο της πλατείας, όπου περίμενα την Μάρα, μαζί με snacks, τσιγάρα, παγωτά, νερά, αναψυκτικά, και μπύρες, έβρισκες μπροσούρες, fanzines, φυλλάδια, περιοδικά-βιβλία εκτός εμπορίου, παραγεμισμένα με ευφάνταστες εξηγήσεις, ανόθευτες τρέλες, γνήσιες παρανοήσεις, θεωρίες για την επανάσταση, την συλλογική χειραφέτηση, την καταστροφή του κράτους, το τέλος του καπιταλισμού, και ό,τι άλλο βάζει ο εξεγερμένος νους, ο δικός μου είχε επιλέξει το σημείο ώστε να αποφύγω το μπουλούκι των τοξικοεξαρτημένων,

η εποχή που ανιχνεύονταν στο αίμα brown sugar μαζί, ή χώρια, με βαρβιτουρικά είχε περάσει προ πολλού, από τα 1970s έως τα 1990s, ανάμεσα σε άλλους, στου Sonny Clark, της Janis Joplin, του Alan Wilson, του Gram Parsons, του Jim Morrison, του Tim Buckley, του Leny Bruce, της Donyale Luna, του Emmett Grogan, του John Belushi, του Jean-Michel Basquiat, του River Phoenix, του Eric Show, σε ένα παράξενο στριφογύρισμα της μοίρας, το τελευταίο διάσημο θύμα της white nurse (το 2014) ήταν ο δραματικός των δραματικών ηθοποιών του κινηματογράφου Richard Seymour Hoffman, ασυναγώνιστος όταν ενσάρκωνε το εύρος, τα δαιδαλώδη βάθη της ανθρώπινης περιπέτειας, της ακροβασίας από την στιγμή που γεννιόμαστε (χωρίς να έχουμε ερωτηθεί) μέχρι τον θάνατο, στα βαθιά γεράματα, έστω, παρά την θέληση μας συμβαίνει, οικειοθελώς αποχώρησαν, δι’ απαγχονισμού, ο Chris Cornell τον Μάϊο του 2017, Ιούλιο ο Chester Bennington, ο Anthony Bourdain το 2018, έναν χρόνο αργότερα ο Keith Flint, απέδρασαν από το σπιράλ καθόδου της κατάχρησης, ξέμεινε μια δόση από απελπισία,

βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριά από την εξαώροφη μοντερνιστική «μπλε πολυκατοικία» (1933), βαπτίστηκε από το χρώμα του κοβαλτίου που χρησιμοποιήθηκε για τις εξωτερικές επιφάνειες, ο αρχιτέκτονας είχε δανειστεί στοιχεία από τον σχεδιασμό των καραβιών, τα κοίλα τόξα στις πόρτες έμοιαζαν με φινιστρίνια, κηρυγμένο διατηρητέο, εκ κατασκευής έτοιμο για να σαλπάρει, εκείνη την στιγμή, ακόμα και ο πλέον αισιόδοξος συμφωνούσε πως θα ‘ταν για το πουθενά, οι τοίχοι του είχαν γεμίσει tags, αφίσες ανακοίνωναν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, παρουσίαζαν μανιφέστα ακτιβιστών, αναθέματα κατά της εξουσίας, κατηγορητήρια αναρχικών ομάδων, ενημέρωναν για φοιτητικά parties και συναυλίες ξένων συγκροτημάτων, στο ισόγειο το Φλοράλ Patisserie Deluxe είχε κατεβάσει ρολά, καφέ-ζαχαροπλαστείο με έτος γέννησης το 1936, η ονομασία έλκει την καταγωγή της από το Παριζιάνικο καφενείο του μεσοπολέμου Café de Flore, στον χώρο φιλοξενούνταν παρουσιάσεις βιβλίων και συναυλίες στις οποίες δεν θα παρευρίσκονταν, ούτως ή άλλως, η τραγουδίστρια Mary, κάτοικος Εξαρχείων, έμεινε στον τόπο στο διαμέρισμα της έπειτα από OD με κεταμίνη, αντί για heroin, η οποία,

σύμφωνα με το πνεύμα της άκρατης αισιοδοξίας της επιστημονικής επανάστασης του 19ου αιώνα, βαπτίστηκε ηρωίδα, η λέξη προέρχεται από το γερμανικό heroisch, παρασκευάστηκε με σκοπό να υποκαταστήσει την μορφίνη, κυκλοφόρησε ως φάρμακο από την Γερμανική φαρμακευτική εταιρεία Bayer το 1895, αφότου βγήκε στην παρανομία, έγινε γνωστή στον 20ο αιώνα ως αντιηρωίδα, απάλυνε προσωρινά από τον πόνο, έκλεψε για πάντα την ανάσα αντιηρώων, έτσι ώστε,

στις αρχές του 21ου αιώνα, τα καταπραϋντικά της οφέλη να προσφέρονται πλέον από μια σειρά από νέα νόμιμα συνταγογραφούμενα οπιοειδή φάρμακα (το 2021, στο αίμα του νεκρού 21χρονου rapper Lil Peep, ανιχνεύθηκε Hydrocodone, Hydromorphone, Oxycodone and Oxymorphone), όσο για τον δρόμο, και τις πιάτσες, την θέση της κατέλαβε η china white, ήταν αδύνατον να αγοράσεις φαιντανόλη στην πλατεία, έβρισκες μπάφους, ή και αμφεταμίνες, όσο για βιταμίνες,

έπαιρναν απουσία από τα σώματα των νεαρών που συμμετείχαν στην σύρραξη στο κέντρο της πλατείας, ξεκίνησε όταν ένας δεκαεπτάχρονος Αλγερινός έπιασε από τον λαιμό, χτύπησε στο κεφάλι με βαρύ αντικείμενο, σώριασε στο έδαφος, συνομήλικο του Πακιστανό, το soundtrack της βίαιης συμπλοκής που ακολούθησε, όταν συνέτρεξαν  ομοεθνείς, εχθροί, και φίλοι, σχημάτιζαν κραυγές εμψύχωσης, βογγητά, ουρλιαχτά, φωνές που καλούσαν σε ηρεμία, επήλθε έπειτα από δυο λεπτά, το ωστικό κύμα της βίας δεν έσπασε τα τζάμια από τα παράθυρα στις γύρω κατοικίες, προκάλεσε, ωστόσο, ρήγμα στα τσιμέντα, δεν έδειχνε, προσώρας, να φθάνει μέχρι τα καταστήματα περιμετρικά από την πλατεία...

...το Corto, ένα καφέ μπαρ με πελατεία άντρες και γυναίκες 45 με 50 ετών, κάτοικοι της περιοχής, εισοδηματικά μικρομεσαίοι, κάθονταν έξω, έπιναν μπύρες και ουίσκι με πλάτη στην πλατεία, μέσα από το κατάστημα έβγαιναν χορευτικά beats από playlist, στον ίδιο χώρο, είχε λειτουργήσει το gay friendly Wunderbar, οι djs έδειχναν προτίμηση στην eclectic electronic, ένα μίνι μάρκετ, ένα κλειστό μπαρ, ένα στέκι για τσάι και ναργιλέ, το βιβλιοπωλείο της πλατείας, αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας των Εξαρχείων, φιλοξενούσε διαχρονικά περισσότερους εκδοτικούς οίκους από κάθε άλλη της Αθήνας, ένα καλαίσθητο café με μαρμάρινα τραπέζια και καφέ στην χόβολη, ένα μεζεδοπωλείο, ένα φαρμακείο, ένα φαγάδικο, μια καφετέρια, ένα old school hard rock bar,

τέλος, η ταράτσα ενός γωνιακού διώροφου κτιρίου φιλοξενούσε τον θερινό κινηματογράφο ΒΟΞ, διέθετε λαστιχένιες καρέκλες, τραπεζάκια, λίγες γλάστρες, και λευκό πανί στον τοίχο πάνω στον οποίο έπεφτε η μηχανή, προβάλλονταν arthouse ταινίες και επανεκδόσεις του κλασικού κινηματογράφου, τα εγκαίνια είχε κάνει, τον Ιούνιο του 1938, η Κυρία με τας Καμελίας: «το αισθηματικώτερο αριστούργημα της Γαλλικής Φιλολογίας, το έργο που εξακολουθεί να συγκλονίζη και να γοητεύη όλον τον κόσμο», σύμφωνα με την διαφημιστική προώθηση της εποχής, το café στο ισόγειο, με τις μεγάλες τζαμαρίες, τις vintage ξύλινες καρέκλες, και την δανειστική βιβλιοθήκη, έκλεισε λόγω της οικονομικής κρίσης το 2011,

ο χώρος καταλήφθηκε από μέλη της συλλογικότητας Ρούκουνας, σημαίνει ο ακλόνητος, ο σταθερός, στην Κρήτη ρούκουνα ονόμαζαν την γωνιά του πετρόκτιστου σπιτιού που ήταν το ποιο γερό σημείο του κτίσματος, για κακή τους τύχη, δεν γνώριζαν πως στην αθηναϊκή αργκό ήταν κάποτε συνώνυμο με τον μεθύστακα, χρησιμοποιούνταν επίσης ως προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι, οι καταληψίες σέρβιραν σε φιλικές τιμές τσίπουρο, κατάρες για την εξουσία, χύμα αφορολόγητο κρασί και μπύρες, απειλές για το Σύστημα, τα τελευταία τρία χρόνια ο χώρος είχε σφραγιστεί από την αστυνομία τρεις φορές Παρασκευή το βράδυ, άνοιξε εκ νέου το πρωί της Δευτέρας,

η ζωή συνεχιζόταν, στου Ρούκουνα, στην μυθική Ιθάκη της Πηνελόπης, στα Εξάρχεια, και την Αθήνα, επεκτείνονταν, επίσης, ο χρόνος της αναμονής, η Amstel στο κουτί κόντευε να αδειάσει, είχε λήξει ο καυγάς τουλάχιστον, τώρα είχε ανάψει, ως συνήθως, μια μικρή φωτιά (έκαιγαν χαρτόκουτες, ξερά φύλλα και χόρτα, πλαστικές και χάρτινες συσκευασίες), είχαμε βέβαια συνηθίσει τα πάντα: τα άσκοπα μπάχαλα, την διατάραξη κοινής ησυχίας από τα καταστήματα εστίασης, τις αναίτιες επιθέσεις της αστυνομίας και τις συλλήψεις στον σωρό, την τυφλή βία των χουλιγκάνων, την περιέφεραν μεταξύ ποδοσφαιρικών γηπέδων, Εξαρχείων, και συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας για τα μέτρα λιτότητας στην πλατεία Συντάγματος, το tagάρισμα -εντός 48ωρου-της φρεσκοβαμμένης πρόσοψης οποιουδήποτε κτιρίου βρίσκονταν γεωγραφικά εντός των ορίων των εννιακοσίων στρεμμάτων, την γκρίνια, το ημίφως, την απαισιοδοξία, την ματαίωση, διότι, σαφώς,

κάπως αλλιώς είχαμε φανταστεί την μετάβαση του κέντρου της πόλης, από την εποχή που η Αθήνα διαβιούσε ως «κλεινόν άστυ» (κλεινόν σημαίνει ένδοξο στα αρχαία ελληνικά, το άστυ είναι η πόλη), ο αυτοχαρακτηρισμός της αποδόθηκε, μάλλον αρχοντοχωριάτικα, στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα από τους νιόφερτους κατοίκους της, την περίοδο 1961-2001 ο πληθυσμός της πρωτεύουσας αυξήθηκε κατά 82% ως αποτέλεσμα μιας αναγκαστικής εσωτερικής μετανάστευσης από την επαρχία για οικονομικούς λόγους,

προς μία urban μητροπολιτική καθημερινή εμπειρία τύπου 100 Global Cities, θα προκαλούσε μια νέου τύπου αισθητηριακή διέγερση σε μόνιμους κατοίκους, τουρίστες, επισκέπτες, και digital nomads, ανάλογη και σχετική με εκείνη που μνημόνευε ένας Έλληνας, στα 2000s-2010s, για πόλεις όπως η Βαρκελώνη, η Λυόν, το Άμστερνταμ, η Πράγα, η Μπολόνια, και η Κοπεγχάγη, όπου είχε βρεθεί για διακοπές, εργάζονταν μόνιμα, ή είχε επιλέξει για σπουδές, άπαξ της επιστροφής καθόλου σπάνιο δεν ήταν να γκρίνιαζε για την Βαλκανική μας μοίρα, θα την εξέφραζαν, μορφοποιούσαν, μετέφραζαν, επικοινωνούσαν, θα την εδαφικοποιούσαν:

φούρνοι νέας γενιάς (θα διατίθεται επίσης φρέσκο ψωμί, αντί αρτοσκευασμάτων αποκλειστικά), wine bars, boutique hotels, concept stores, όπου συνυπάρχουν η τέχνη, η μόδα, η διακόσμηση και το design,

η pizza al taglio, ψήνεται σε μεγάλο ορθογώνιο δίσκο και στη συνέχεια πωλείται σε μεγάλες φέτες των 20x10 εκατοστών σε 36 γεύσεις (με κρέας, χορτοφαγικές, και Hawaiian γλυκές!), την απολαμβάνουν στην Ρώμη, στα slice shops της Νέας Υόρκης,

σουβλατζίδικα, falafel houses, kosher deli, Asian, Mexican, Indian, κι ό,τι άλλο θέλει, παραδοσιακά καφενεία, Chinese Tea stores, café σκανδιναβικής αισθητικής για την Gen Z, vintage μαγαζιά, street bars, βιβλιοπωλεία, art spaces, 3rd wave coffee

...όσο για το κύμα βρώμας που εισέπνευσα, οφείλονταν σε άνδρα με απλυσιά εβδομάδων και μακρύ λαδιάρικο μαλλί, ζήτησε κέρματα να πάρει τσιγάρα, ένας με πυκνή γενιάδα ρώτησε την ώρα, οι τρίχες είχαν κιτρινίσει στο μουστάκι, η ανάσα του ξινή από το κόκκινο κρασί, δεν ρώτησε, αν και ήθελε να μάθει, τι γύρευα τόση ώρα εκεί, είχα φθάσει δέκα λεπτά νωρίτερα, άλλο τόσο αργοπόρησε η Μάρα,

σκεφτόμουν, προβληματιζόμουν δηλαδή, ανάμεσα σε ζευγαράκια, λούμπεν γυρολόγους, μαυροντυμένους αντιεξουσιαστές, βιαστικούς περαστικούς, ασφαλίτες, κεφάτους φοιτητές, στο ακριβές σημείο όπου,

κινούμενοι από αντίθετες κατευθύνσεις σε βάθος 32-35 μέτρων, σκάβοντας ημερησίως 10-15 μέτρα ώστε να ολοκληρωθεί μια σήραγγα 12,8 χιλιομέτρων, κάποια χρόνια αργότερα, έμελλε να συναντηθούν δύο μετροπόντικες, η Νίκη θα συναντούσε την Αθηνά στην πλατεία των Εξαρχείων για τις ανάγκες της Γραμμής 4 του ΜΕΤΡΟ, σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, θα μεταμόρφωναν το αστικό κενό σε σκέτο κενό, ένας νέος κύκλος ζωής θα άνοιγε για την ιστορική γειτονιά του κέντρου της ιστορικής πόλης της Αθήνας.

 

 


20.12.25

Sexάρχεια

 

THIRD WAY, THIRD WAVE, THIRD DATE

I

Η πλατεία Εξαρχείων ήταν μισοσκότεινη, σπασμένες οι μισές λάμπες, αρκετές δεν άναβαν ούτε στους γύρω δρόμους, συνολικά επτά στενά περικλείαν, κατέληγαν στην πλατεία, δύο εκ των οποίων είχαν πεζοδρομηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο ένας ήταν φωτεινός, ένεκα μιας πολυσύχναστης παραδοσιακής ταβέρνας τριάντα πέντε ετών, ο δεύτερος συνηθισμένος στο ημίφως, ήταν ταμένος στο αλισβερίσι, ψώνιζαν οι φοιτητές, πεντάευρο αλβανικό χασίσι,

χαμηλός ο φωτισμός, θαμποσκότεινο φάνταζε το μέλλον της γειτονιάς, της πόλης, της χώρας γενικά, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, που ακολούθησαν την κρατική χρεωκοπία την άνοιξη του 2010, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί μετά το 2016 και την άφιξη, την προσωρινή διαμονή, εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, στα Εξάρχεια φιλοξενούνταν σε ξενοδοχεία, καταλήψεις, κλειστά κτίρια και κρατικές υποδομές, στην πλατεία, όπου συχνά επικρατούσε συνωστισμός, οι πάντες ένοιωθαν πιο άνετα, και ασφαλείς, στα μισοσκότεινα, η διάθεση όσων βρίσκονταν στα πέριξ εκείνη την βραδιά, κάθονταν σε ουζερί, καφέ, και μπαρ, άραζαν σε ξύλινα παγκάκια και πεζούλι από γρανίτη, δεν ήταν θεοσκότεινη, ούτε όμως ασκοτείνιαστη, ουκ ολίγοι αρκετοί οι σκυθρωποί, μια σκοτεινάγρα σκέπαζε αρκετά πρόσωπα η ποικιλομορφία των οποίων σε ταξίδευε σε περισσότερες γωνιές του κόσμου σε σχέση με το παρελθόν, τα Εξάρχεια ρυμοτομήθηκαν το 1876, εκτείνονταν σε εννιακόσια στρέμματα, όπου

δίπλα στους Έλληνες, τους Βαλκάνιους (στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία Αλβανούς, επίσης Βούλγαρους, Ρουμάνους), Ελληνογεωργιανούς και Ελληνορώσους, Πολωνούς, Μολδαβούς, Ουκρανούς λιγοστούς, Άραβες, Φιλιππινέζους, Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς εργάτες και μικροπωλητές, στο παρεμπόριο εργάζονταν επίσης άνθρωποι από αρκετά κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, είχαν όλοι τους φθάσει στην χώρα στα 1980s-1990s, όταν η Ελλάδα, για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, έγινε χώρα υποδοχής, αντί εξαγωγής, εργατικού δυναμικού, προστέθηκαν, από το 2016 και έπειτα, για σύντομο χρονικό διάστημα οι περισσότεροι, Άραβες από την Συρία, το Ιράκ, τον Λίβανο, την Αλγερία, το Μαρόκο, Αφγανοί, Κούρδοι, Ιρανοαφγανοί και Ιρανοί, άνθρωποι από αρκετά κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, πρόσφυγες και μετανάστες στο μακρύ, επίπονο, επισφαλή, ταξίδι προς την Βόρεια Ευρώπη, την οποία,

θύμιζε η πλατεία, στάθηκε επίσης πόλος τουριστικής έλξης νέων Δυτικών, διέμεναν σε hostel, αργότερα σε Airbnb, φοιτητές, creatives, με έξη προς το riot/crisis porn,

ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, ατένιζαν τους επισκέπτες οι Τρεις Έρωτες, αγόρια με στεφάνια στα μαλλιά, το πρώτο με έγχορδο μουσικό όργανο ψυχαγωγούσε με ρυθμούς και μελωδίες, το δεύτερο κρατούσε ένα αγγείο, δέχονταν προσφορές, γούρια, εξομολογήσεις, το τρίτο με κοχύλι άκουγε, αφουγκράζονταν τις ιστορίες των ανθρώπων, τα ανάγλυφα αγόρια διακοσμούσαν τον μεταλλικό στύλο ενός ορειχάλκινου φανοστάτη, παρόμοιο δίδυμο άγαλμα είχε τοποθετηθεί επίσης στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου του γειτονικού δήμου της Κυψέλης, ήταν φιλοτεχνημένα στην Γαλλία όπου τρεις baroque έρωτες (Les Amours Candelabra) διακοσμούν την Γέφυρα Αλεξάνδρου Γ΄ στο Παρίσι, γυμνοί, σε αντίθεση με τα ξαδέρφια τους στην Αθήνα όπου, ένα πολύπτυχο ύφασμα κρύβει την γύμνια τους, κοινοφελές έργο, η απεικόνιση του Ωραίου σε γδυτή αναπαράσταση, το ανέλαβε ο βιβλιοπώλης της πλατείας, δημιουργός επίσης, ενός 12ωρου ντοκυμαντέρ για την απεικόνιση του γυμνού στην 100χρονη ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου, χρησιμοποίησε αρχειακό υλικό και αποσπάσματα από 299 ταινίες,

κατά τ’ άλλα, δεν θύμιζε Δύση η πλατεία,

καταρχήν, διότι παραμένει άγνωστη η ακριβής ημερομηνία ανέγερσης των Τριών Ερώτων, αντί για στο περίπου, εξακολουθούν οι Έλληνες, έως και σήμερα, να προβληματίζονται για την χρησιμότητα της αρχειοθέτησης, την έννοια του αρχείου γενικότερα, δεδομένου πως το 1989 το κράτος προέβη στην καταστροφή (ρίχτηκαν στην πυρά) των «φακέλων φρονημάτων», των απόρρητων εγγράφων του μετεμφυλιακού κρατικού μηχανισμού (1949-1974), σχετίζονταν με την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, συχνά καταχρηστική, πρόληψη και καταστολή, στο πλαίσιο μιας καχεκτικής δημοκρατίας, πόσο μάλλον που χρησίμευσε ως πρόσχημα για την κατάλυση του πολιτεύματος το 1967, οι Γερμανοί, σε αντίθεση, συνεχίζουν να μελετούν τα αρχεία της Stasi, ακόμα και αν το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο, ίσως ακριβώς γι’ αυτό, στις Η.Π.Α. την περίοδο του McCarthyism (1950s), τις θλιβερές υπερβολές, τις παράπλευρες απώλειες, στα πρώτα δύσβατα αναγνωριστικά χρόνια του Cold War μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών, η περιβόητη ομιλία του γερουσιαστή Joseph Raymond McCarthy στις 9 Φεβρουαρίου του 1950, ακολούθησε κατά 24 ώρες την σύλληψη του Klaus Fuchs που εργαζόταν στο Manhattan Project, μέρος της εξέλιξης της πολύκροτης υπόθεσης των Julius and Ethel Rosenberg, Αμερικανοί κομμουνιστές που παρείχαν απόρρητες πληροφορίες στους Ρώσους σχετικά με σχέδια πυρηνικών όπλων,

κάπως έτσι, ελλείψει αρχείων, μεταξύ άλλων, το ελληνικό κράτος έπειτα από τα 1990s εισήλθε σε moody operandi «πάμε κι όπου βγει», ενώ, παράλληλα, η αριστερά συνήθισε να εξυπηρετεί τις, κατά συνθήκην, ανάγκες της απλοποιώντας σύνθετες ιστορικές συνθήκες, εξωραΐζοντας δυσάρεστες μνήμες, παραδείγματος χάριν, το γεγονός πως το 1946 δεν ήταν λίγοι όσοι θέλησαν να προσθέσουν ένα επιπλέον μηδενικό στο "10%" της χαρτοπετσέτας ("naughty document") του Βρετανού Πρωθυπουργού Winston Churchill, το νούμερο αφορούσε το ανεκτό ποσοστό της Σοβιετικής επιρροής στην Ελλάδα, βρέθηκε στα χέρια του Stalin το 1944 στην Γιάλτα, πόλη-θέρετρο στη νότια ακτή της χερσονήσου της Κριμαίας που περιβάλλεται από την Μαύρη Θάλασσα, διεκδίκησαν με όπλα τον έλεγχο του κράτους, υπήρξαν θύματα κατάχρησης των πολιτικών τους αντιπάλων που βρέθηκαν στην εξουσία (ο εικοσάχρονος αναγνώστης του Marx που βρέθηκε εξόριστος στην Γυάρο), επίσης δρώντα υποκείμενα της ιστορίας, η ηγεσία των ελλήνων κομμουνιστών, κατά το ήμισυ εγκαταστήθηκε στο Βουκουρέστι, οι άλλοι εσσαεί ευλαβείς ακόλουθοι μιας κατά φαντασίαν Μόσχας, του 1917 του Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, η οποία,

πρωτεύουσα της Ρωσίας, υπό το αυταρχικό καθεστώς του Vladimir Putin, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης εμβέλειας και ανταγωνιστικότητας με όρους οικονομίας (extractive economy), όσον αφορά το statecraft: “he is a KGB guy, he tamed down the oligarchs,”[1] σύμφωνα με την ευσύνοπτη περιγραφή της Καγκελάριου της Γερμανίας Angela Merkel (για μια σειρά από λόγους, ήταν σε θέση να τον γνωρίζει καλύτερα από όλους, τους ομολόγους της) σε λίγα, αν σε οτιδήποτε, θύμιζε την Αθήνα το έτος 1969,

όπως και το 2009, έναν χρόνο μετά από τις διαδηλώσεις, τα βίαια επεισόδια, του Δεκέμβρη του 2008, όταν οι τρεις έρωτες της πλατείας Εξαρχείων τοποθετήθηκαν σε ψηλότερο βάθρο για να μην γίνονται στόχος βανδαλισμού, πρωτεύουσα στην νοτιανατολική άκρη της ηπείρου που δεν έφερνε με ευκολία στο νου άλλη Ευρωπαϊκή (Ρώμη, Ελσίνκι, Δουβλίνο, ή Λισαβώνα) εκείνη την συγκεκριμένη εσωστρεφή, με τάσεις αυτοκαταστροφής, περίοδο που ονομάστηκε «ελληνική οικονομική κρίση», ή «ελληνική κρίση χρέους», ή απλώς «κρίση» (2009-2019), λίγα χρόνια αργότερα,

το βράδυ που δόθηκε το τρίτο μας ραντεβού, από τα πέντε στρογγυλά φωτιστικά του φανοστάτη, ένα ήταν σπασμένο, δύο δεν έβγαζαν φως, και άλλα δύο εξέπεμπαν θαμπά, το γυαλί δεν είχε καθαριστεί, κατάσταση που είχε μονιμοποιηθεί, όσες φορές εργαζόμενοι του Δήμου της Αθήνας αποκατέστησαν τις βλάβες εκείνες επανεμφανίζονταν εντός 48 ωρών, στα πόδια των Τριών Ερώτων αναρίθμητα ραντεβουδάκια που δόθηκαν, άγνωστος ο αριθμός εκείνων που ευοδώθηκαν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι, αχρείαστο το αρχείο, το δικό μας πάντως δεν κλείστηκε στο κέντρο της πλατείας, κανονίσαμε να βρεθούμε στο περίπτερο, ένα εκ των τριών που λειτουργούσαν περιμετρικά, δεν υπήρχε η πιθανότητα να διασχίσουμε την πλατεία Εξαρχείων, η οποία,

ήταν στέκι, τα τελευταία 15-20 χρόνια, και σημείο συνάντησης, κλοσάρ και φτωχοδιάβολων, πρεζάκηδων, τρεις δεκαετίες και πλέον αφότου η ηρωίνη είχε γίνει προϊόν ευρέως διαθέσιμο, στην γωνία στην πλατεία, έγινε γρήγορα δημοφιλής ανάμεσα στους ανήσυχους νέους των 1980s, όσους δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως φλώρους, βουτυρόπαιδα, ξενέρωτους, σοκολατόπαιδα, ντισκόβιους, οι ροκάδες δηλαδή, ποιητές, αναρχικοί, ροκαμπίλια, punks, αριστεροί ελευθεριακοί, όσο χρειάστηκε ώστε να εθιστούν στην παραμύθα (ή άσπρη, ή αγγελόσκονη), μεταξύ άλλων ο μουσικός Παύλος Σιδηρόπουλος και η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, σύμβολα της ροκ κουλτούρας της γειτονιάς, πέθαναν πρόωρα, σε ηλικία 40 και 53 ετών, το 1990 και το 1993 αντίστοιχα, εκείνη την περίοδο,

το σύνθημα «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» δονούσε την κερκίδα -κάθε Κυριακή- στους αγώνες του Αστέρα Εξαρχείων (η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα αγωνιζόταν στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα), το 1989 μάλιστα έγινε τίτλος cult βιντεοταινίας (ακολούθησε και sequel), έτος που έχασαν την εξουσία οι σοσιαλιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,  το κόμμα είχε εκλεγεί πανηγυρικά το 1981 με κεντρικό σύνθημα την Αλλαγή,

απηχούσε, η επωδός διαμαρτυρίας, μέσω της γκροτέσκας υπερβολής, της ακυριολεξίας της, μια ιδέα, διαχρονική και γνώριμη, και άλλωστε οικουμενική, πως η αμέλεια των κρατικών αρχών με αποτέλεσμα την υποβάθμιση μιας περιοχής συχνά είναι ηθελημένη, εμμέσως, με στόχο την αλλαγή της φυσιογνωμίας, της χρήσης του, της απόδοσης ενός καινούργιου χαρακτήρα, της αναβάθμισης του, την είσοδο σε νέα εποχή, όσο για της εφημερίδες της περιόδου, ζητούσαν από την κυβέρνηση να τιθασεύσει τους αλητόβιους και τα φρικιά, τους βάπτισαν «κράτος των Εξαρχείων», έτσι ώστε,

στα τέλη του Μαΐου του 1985, ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος Χωροταξίας Δημόσιων Έργων να παρουσιάσει ένα σχέδιο ανάπλασης των γειτονιάς με πεζοδρομήσεις, ανάπτυξη ήπιας τουριστικής υποδομής, λίγες ώρες αργότερα, μια απροειδοποίητη επέμβαση των Mονάδων Αποκατάστασης Tάξης (ΜΑΤ) στην πλατεία Εξαρχείων, κατ’ εντολήν ενός φανατίλα -πρώην χουντικού- υπαξιωματικού, στα πλαίσια των επιχειρήσεων Αρετή, επανέφερε την συζήτηση στο mode default, δηλαδή το power game μεταξύ νεαρών με πέτρες στο χέρι και των συνομήλικων τους με τα γκλομπ και την στολή, αλλητροφοδοτούμενη, ακανθώδη, πάντως αλληλοεξαρτώμενη, κακοήθης συμβιωτική σχέση, δεν διαταράχθηκε από τις διακηρύξεις το 1993 του υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ της δεξιάς Νέας Δημοκρατίας πως τα Εξάρχεια επρόκειτο να ομοιάσουν με την Πλάκα, την γραφική τουριστική συνοικία στους πρόποδες της Ακρόπολης, συνύπαρξη που έμελλε να σφραγίσει την μοίρα της γειτονιάς των Εξαρχείων για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας Νίκος Αρκουδέας μάλιστα, έφθασε κάποτε να γίνει σύνθημα στα χείλη των φοιτητών: «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα, αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι μια ιδέα»,

χρόνια αργότερα, συνταξιούχος πλέον, ανταπέδωσε την φιλοφρόνηση δηλώνοντας σε μια συνέντευξη του ό,τι «ακόμα και η πιο άγρια αντιμετώπιση, έκρυβε μέσα της μια παρεξηγημένη τρυφερότητα και από τις δύο πλευρές»,

κοντολογίς, κυριλέδες, βουτυρομπεμπέδες, άνθρωποι καθημερινοί, οικογένειες με τους μπεμπέδες, θα απέφευγαν τα Εξάρχεια, χρωστάνε το όνομα τους στον έμπορο Βασίλειο Έξαρχο, ιδιοκτήτη κομβικού Παντοπωλείου της δεκαετίας του 1880, μια γειτονιά, του κέντρου της πρωτεύουσας Αθήνας, που φέρει πολλαπλά ίχνη και αποτυπώματα της ιστορίας, ενδεικτικά,

στα τέλη του 19ου αιώνα, η ίδρυση και εγκατάσταση των σχολών της Νομικής, του Πολυτεχνείου, και του Χημείου, την κατέστησαν πόλο έλξης καλλιτεχνών και διανοούμενων, στην περιοχή έλαβαν χώρα οι πρώτες φοιτητικές διαδηλώσεις (1859, 1901),

στα μισά του 20ου, ιδρύθηκε η αντιστασιακή οργάνωση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) την περίοδο της κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1941-1945),

τέλος, στις αρχές του 21ου αιώνα, δικαιώθηκε ο αστυνόμος Αρκουδέας, πίστευε πως το σκορ του αγώνα μεταξύ αστυνομίας και αναρχικών έληξε στο 0-0, ως γνωστόν,

«η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία, την δεύτερη σαν φάρσα, τις επόμενες φορές σαν τραγικωμωδία», την οποία, θέλοντας και μη, συνηθίσαμε, παρακολουθώντας για δεκαετίες έναν βαρετό, προβλέψιμο, ανούσιο, ποδοσφαιρικό αγώνα, έβαινε μειούμενος ο αριθμός των θεατών, ενός αναξιόπιστου πρωταθλήματος, σημαδεμένου από φάλτσα σφυρίγματα, συρράξεις οπαδών, παραπόνων παραγόντων, γκρίνιας γενικά, επεισόδια, βία, έκτακτα τηλεοπτικά δελτία, ο οποίος,

κάθε Κυριακή, συννεφιασμένη, ηλιόλουστη, ή και βροχερή, έληγε πάντως χωρίς νικητή, δίχως έστω ένα γκολ, zero-sum game δηλαδή.