FUCKBODY, SOMEBODY, ANY BODY
I
Επιθυμούσαμε, το ζούσαμε, το προσπαθούσαμε, να εκστασιαζόμαστε με τρυφεράδα, κατρακυλούσαν με σκαμπανεβάσματα όμως οι νύχτες μας
- «να ξέρεις πως δεν ψάχνομαι για fuck buddy, αν με θες μονάχα για να με γαμάς τότε να το τελειώνουμε να πάμε παρακάτω!»,
- «δεν είμαστε fuck buddies μωρό μου, δεν πηδιόμαστε απλώς, κάνουμε έρωτα, υπάρχει connection μεταξύ μας»,
- «μην το λες, είχα fuck buddy που κάναμε καλό σεξ και που και που βλέπαμε ταινία μετά, μήπως κάνουμε κάτι περισσότερο οι δυο μας;»
- «η διαφορά είναι ότι βλέπω τον έρωτα σαν τέχνη και εσύ το αντιμετωπίζεις σαν άλλη μια μέρα στο γραφείο ξέρω ‘γω...»
- «ποιά τέχνη ρε μαλάκα!... μικρομηκάς είσαι, δεν είσαι σκηνοθέτης, ακόμα τουλάχιστον...»,
συνευρέσεις, που δεν συνοδεύονταν από
κινηματογραφικές ταινίες στο laptop, ή έξοδο στο σινεμά, το
καλοκαίρι, εκείνης της ασυνήθιστης χρονιάς, την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου, θα
είχαμε την δυνατότητα να επιλέξουμε να παρακολουθήσουμε -χωρίς αντίτιμο- το The Act of Killing στον χώρο της Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων, το Blade Runner στον αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο Ναυαρίνου, να επισκεφθούμε ένα από τα τέσσερα θερινά
σινεμά (6-8 ευρώ), στο Βοξ προβαλλόταν
το La Belle Saison, το Love Me If You Dare στο Εκράν, το Correspondence στα Παναθήναια, τέλος, η Ριβιέρα έπαιζε σε μεταμεσονύχτια προβολή το Babette's Feast, όσο για τον χειμώνα, ο μοναδικός
κλειστός κινηματογράφος της περιοχής έβαλε λουκέτο (έπειτα από σαράντα έξι
χρόνια) κατά την διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, αποδείχθηκε οριστικό, πριν
να πέσουν οι τίτλοι τέλους, την βγάζαμε, ούτως ή άλλως, στο μπαλκόνι, όπου,
η διάσταση απόψεων προκαλούσε εκνευρισμό στην Μάρα,
νευρικότητα σε εμένα, η αμηχανία ήταν από κοινού, έδειχνε αναπόδραστη συνθήκη
πως η συζήτηση επρόκειτο να
καταλήξει πουθενά, σε ατελέσφορα bras de fer, της χειροπάλης, ευτυχώς, ακολουθούσε
η πάλη ανάμεσα από σεντόνια, σε περίπτωση που σεξεδίναμε μετά τα εξήντα μάλλον πως
θα έμενα στον τόπο από ανακοπή καρδιάς, όσο ζω ελπίζω,
δεν ανέμενα, λοιπόν, οτιδήποτε συγκεκριμένο, μια
βραδιά που συμφωνήσαμε να βάλουμε ταινία, σκέφτηκα, αλλά δεν πρότεινα, να δούμε
Éric Rohmer, υπέθεσα θα της φαινόταν
δηθενιά, θα ενεργοποιούνταν working class αντανακλαστικά, πως θα την απωθούσαν
οι ήρωες του Γάλλου σκηνοθέτη, Παριζιάνοι, ακαταμάχητοι, και μπουρζουά, επέλεξα
το Loveless (2017) του Ρώσου Andrey Zvyagintsev,
αξιόλογη, όπως και οι
τέσσερις προηγούμενες του σκηνοθέτη, (και) μέσω των οποίων συνειδητοποιεί
κανείς την σμίκρυνση του Ρωσικού πολιτισμικού αποτυπώματος στην Ευρώπη, και τον
κόσμο, στις αρχές του 21ου αιώνα, έναντι της Σοβιετικής επιρροής (Gagarin,
μπαλέτο, Sergei Eisenstein, σκάκι
και άλλα σπορ, κλασική μουσική), αναπληρώνεται σήμερα από την Κίνα (Chang'e 6, Huawei, Labubu is Ne Zha, DeepSeek), η
Ρωσική στρατιωτική δύναμη παραμένει μεγάλη και προηγμένη, επιμένει επίσης η λογοκρισία,
της φυγής του σημαντικότερου Σοβιετικού σκηνοθέτη Andrei Tarkovsky[1] ακολούθησε,
χρόνια αργότερα, του Zvyagintsev,
περίπου στα μισά, ζήτησε
να πατήσω στοπ, το αναλύσαμε λιγάκι, δεν βγήκε άκρη, κάναμε έρωτα πολύ, ούτε
στο κρεβάτι, στην σχέση μας, ξεδιαλύθηκε η πλοκή,
προβληματίστηκα, από την
στιγμή που αναλογίστηκα, πως δεν ενδείκνυνται οι ερωμένες για θεωρητικές κουβέντες
με αφορμή την 7η τέχνη, αλλά δεν είχα ερωμένη, ούτε καν εράστρια (o τύπος, λιγότερο πατριαρχικός, δεν έχει ακόμα καθιερωθεί), δεν θα ήταν
δυνατόν να είχα εράστρια αφού δεν είχα καν σύζυγο, εκτός αν υπολογίσουμε την
πρώην σύντροφο και συγκάτοικο (εκείνες τις μέρες βρισκόταν, πηγαινοερχόταν, στις
Βρυξέλλες), ήταν επίσης η παραγωγός στις τρεις μικρού μήκους τις οποίες είχα καταφέρει
να γυρίσω, τις είχαν απολαύσει τριάντα με σαράντα θεατές, οι μισοί φίλοι και
γνωστοί, οι υπόλοιποι ανήκαν στις τάξεις των φιλοπερίεργων σινεφίλ, των
σκληροπυρηνικών σινεφρίκς, κατά συνέπεια, technically speaking, ακόμα
και αν ήθελα να την φανταστώ, η Μάρα δεν ήταν ερωμένη μου, και ας έδειχνε
γεννημένη για τον δραματικό ρόλο του τρίτου ανθρώπου σε μια ρομαντική σχέση, την
εξίταρε τόσο η σκέψη πως απατούσα την πρώην μου μαζί της που δεν με πίστεψε ποτέ
πως αν και συγκατοικούσαμε είχαμε πάψει πλέον να πλαγιάζουμε μαζί, όταν σε μια
κρίση ζήλιας ρώτησε ευθαρσώς, «αν της ρίχνω κανά πούτσο που και που», συνοφρυώθηκα,
προσβεβλημένος ελαφρώς, ακολούθησε άβολη σιωπή, έληξε όταν με κατηγόρησε πως ονειρεύομαι
να βρω μια «χαζοχαρούμενη ιντελλεκτουάλα»,
«τι εννοείς;»
«το ακριβές αντίθετο από
εμένα ηλίθιε!» με αποστόμωσε ισορροπώντας, ακροβατώντας, μεταξύ θλίψης και
θυμού, δεν απάντησα ώστε να μην ταράξω τα λιμνάζοντα νερά μιας ανεπαίσθητης
οργής, ήταν έκδηλη η απογοήτευση της Μάρας, δεν ήταν αισιόδοξο, το μωρό μου, ούτε
καν στοιχειωδώς.
[1]
At a press conference in Milan on 10 July 1984, he announced that he would
never return to the Soviet Union and would remain in Western Europe. he stated,
"I am not a Soviet dissident, I have no conflict with the Soviet
Government," but if he returned home, he added, "I would be unemployed."
Wikipedia.
No comments:
Post a Comment