20.12.25

Sexάρχεια

 

THIRD WAY, THIRD WAVE, THIRD DATE

I

Η πλατεία Εξαρχείων ήταν μισοσκότεινη, σπασμένες οι μισές λάμπες, αρκετές δεν άναβαν ούτε στους γύρω δρόμους, συνολικά επτά στενά περικλείαν, κατέληγαν στην πλατεία, δύο εκ των οποίων είχαν πεζοδρομηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο ένας ήταν φωτεινός, ένεκα μιας πολυσύχναστης παραδοσιακής ταβέρνας τριάντα πέντε ετών, ο δεύτερος συνηθισμένος στο ημίφως, ήταν ταμένος στο αλισβερίσι, ψώνιζαν οι φοιτητές, πεντάευρο αλβανικό χασίσι,

χαμηλός ο φωτισμός, θαμποσκότεινο φάνταζε το μέλλον της γειτονιάς, της πόλης, της χώρας γενικά, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, που ακολούθησαν την κρατική χρεωκοπία την άνοιξη του 2010, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί μετά το 2016 και την άφιξη, την προσωρινή διαμονή, εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, στα Εξάρχεια φιλοξενούνταν σε ξενοδοχεία, καταλήψεις, κλειστά κτίρια και κρατικές υποδομές, στην πλατεία, όπου συχνά επικρατούσε συνωστισμός, οι πάντες ένοιωθαν πιο άνετα, και ασφαλείς, στα μισοσκότεινα, η διάθεση όσων βρίσκονταν στα πέριξ εκείνη την βραδιά, κάθονταν σε ουζερί, καφέ, και μπαρ, άραζαν σε ξύλινα παγκάκια και πεζούλι από γρανίτη, δεν ήταν θεοσκότεινη, ούτε όμως ασκοτείνιαστη, ουκ ολίγοι αρκετοί οι σκυθρωποί, μια σκοτεινάγρα σκέπαζε αρκετά πρόσωπα η ποικιλομορφία των οποίων σε ταξίδευε σε περισσότερες γωνιές του κόσμου σε σχέση με το παρελθόν, τα Εξάρχεια ρυμοτομήθηκαν το 1876, εκτείνονταν σε εννιακόσια στρέμματα, όπου

δίπλα στους Έλληνες, τους Βαλκάνιους (στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία Αλβανούς, επίσης Βούλγαρους, Ρουμάνους), Ελληνογεωργιανούς και Ελληνορώσους, Πολωνούς, Μολδαβούς, Ουκρανούς λιγοστούς, Άραβες, Φιλιππινέζους, Πακιστανούς και Μπαγκλαντεσιανούς εργάτες και μικροπωλητές, στο παρεμπόριο εργάζονταν επίσης άνθρωποι από αρκετά κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, είχαν όλοι τους φθάσει στην χώρα στα 1980s-1990s, όταν η Ελλάδα, για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, έγινε χώρα υποδοχής, αντί εξαγωγής, εργατικού δυναμικού, προστέθηκαν, από το 2016 και έπειτα, για σύντομο χρονικό διάστημα οι περισσότεροι, Άραβες από την Συρία, το Ιράκ, τον Λίβανο, την Αλγερία, το Μαρόκο, Αφγανοί, Κούρδοι, Ιρανοαφγανοί και Ιρανοί, άνθρωποι από αρκετά κράτη της υποσαχάριας Αφρικής, πρόσφυγες και μετανάστες στο μακρύ, επίπονο, επισφαλή, ταξίδι προς την Βόρεια Ευρώπη, την οποία,

θύμιζε η πλατεία, στάθηκε επίσης πόλος τουριστικής έλξης νέων Δυτικών, διέμεναν σε hostel, αργότερα σε Airbnb, φοιτητές, creatives, με έξη προς το riot/crisis porn,

ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, ατένιζαν τους επισκέπτες οι Τρεις Έρωτες, αγόρια με στεφάνια στα μαλλιά, το πρώτο με έγχορδο μουσικό όργανο ψυχαγωγούσε με ρυθμούς και μελωδίες, το δεύτερο κρατούσε ένα αγγείο, δέχονταν προσφορές, γούρια, εξομολογήσεις, το τρίτο με κοχύλι άκουγε, αφουγκράζονταν τις ιστορίες των ανθρώπων, τα ανάγλυφα αγόρια διακοσμούσαν τον μεταλλικό στύλο ενός ορειχάλκινου φανοστάτη, παρόμοιο δίδυμο άγαλμα είχε τοποθετηθεί επίσης στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου του γειτονικού δήμου της Κυψέλης, ήταν φιλοτεχνημένα στην Γαλλία όπου τρεις baroque έρωτες (Les Amours Candelabra) διακοσμούν την Γέφυρα Αλεξάνδρου Γ΄ στο Παρίσι, γυμνοί, σε αντίθεση με τα ξαδέρφια τους στην Αθήνα όπου, ένα πολύπτυχο ύφασμα κρύβει την γύμνια τους, κοινοφελές έργο, η απεικόνιση του Ωραίου σε γδυτή αναπαράσταση, το ανέλαβε ο βιβλιοπώλης της πλατείας, δημιουργός επίσης, ενός 12ωρου ντοκυμαντέρ για την απεικόνιση του γυμνού στην 100χρονη ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου, χρησιμοποίησε αρχειακό υλικό και αποσπάσματα από 299 ταινίες,

κατά τ’ άλλα, δεν θύμιζε Δύση η πλατεία,

καταρχήν, διότι παραμένει άγνωστη η ακριβής ημερομηνία ανέγερσης των Τριών Ερώτων, αντί για στο περίπου, εξακολουθούν οι Έλληνες, έως και σήμερα, να προβληματίζονται για την χρησιμότητα της αρχειοθέτησης, την έννοια του αρχείου γενικότερα, δεδομένου πως το 1989 το κράτος προέβη στην καταστροφή (ρίχτηκαν στην πυρά) των «φακέλων φρονημάτων», των απόρρητων εγγράφων του μετεμφυλιακού κρατικού μηχανισμού (1949-1974), σχετίζονταν με την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, συχνά καταχρηστική, πρόληψη και καταστολή, στο πλαίσιο μιας καχεκτικής δημοκρατίας, πόσο μάλλον που χρησίμευσε ως πρόσχημα για την κατάλυση του πολιτεύματος το 1967, οι Γερμανοί, σε αντίθεση, συνεχίζουν να μελετούν τα αρχεία της Stasi, ακόμα και αν το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο, ίσως ακριβώς γι’ αυτό, στις Η.Π.Α. την περίοδο του McCarthyism (1950s), τις θλιβερές υπερβολές, τις παράπλευρες απώλειες, στα πρώτα δύσβατα αναγνωριστικά χρόνια του Cold War μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών, η περιβόητη ομιλία του γερουσιαστή Joseph Raymond McCarthy στις 9 Φεβρουαρίου του 1950, ακολούθησε κατά 24 ώρες την σύλληψη του Klaus Fuchs που εργαζόταν στο Manhattan Project, μέρος της εξέλιξης της πολύκροτης υπόθεσης των Julius and Ethel Rosenberg, Αμερικανοί κομμουνιστές που παρείχαν απόρρητες πληροφορίες στους Ρώσους σχετικά με σχέδια πυρηνικών όπλων,

κάπως έτσι, ελλείψει αρχείων, μεταξύ άλλων, το ελληνικό κράτος έπειτα από τα 1990s εισήλθε σε moody operandi «πάμε κι όπου βγει», ενώ, παράλληλα, η αριστερά συνήθισε να εξυπηρετεί τις, κατά συνθήκην, ανάγκες της απλοποιώντας σύνθετες ιστορικές συνθήκες, εξωραΐζοντας δυσάρεστες μνήμες, παραδείγματος χάριν, το γεγονός πως το 1946 δεν ήταν λίγοι όσοι θέλησαν να προσθέσουν ένα επιπλέον μηδενικό στο "10%" της χαρτοπετσέτας ("naughty document") του Βρετανού Πρωθυπουργού Winston Churchill, το νούμερο αφορούσε το ανεκτό ποσοστό της Σοβιετικής επιρροής στην Ελλάδα, βρέθηκε στα χέρια του Stalin το 1944 στην Γιάλτα, πόλη-θέρετρο στη νότια ακτή της χερσονήσου της Κριμαίας που περιβάλλεται από την Μαύρη Θάλασσα, διεκδίκησαν με όπλα τον έλεγχο του κράτους, υπήρξαν θύματα κατάχρησης των πολιτικών τους αντιπάλων που βρέθηκαν στην εξουσία (ο εικοσάχρονος αναγνώστης του Marx που βρέθηκε εξόριστος στην Γυάρο), επίσης δρώντα υποκείμενα της ιστορίας, η ηγεσία των ελλήνων κομμουνιστών, κατά το ήμισυ εγκαταστήθηκε στο Βουκουρέστι, οι άλλοι εσσαεί ευλαβείς ακόλουθοι μιας κατά φαντασίαν Μόσχας, του 1917 του Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, η οποία,

πρωτεύουσα της Ρωσίας, υπό το αυταρχικό καθεστώς του Vladimir Putin, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης εμβέλειας και ανταγωνιστικότητας με όρους οικονομίας (extractive economy), όσον αφορά το statecraft: “he is a KGB guy, he tamed down the oligarchs,”[1] σύμφωνα με την σύντομη, εύστοχη, περιγραφή της Καγκελάριου της Γερμανίας Angela Merkel (για μια σειρά από λόγους, ήταν σε θέση να τον γνωρίζει καλύτερα από όλους, τους ομολόγους της) σε λίγα, αν σε οτιδήποτε, θύμιζε την Αθήνα το έτος 1969,

όπως και το 2009, έναν χρόνο μετά από τις διαδηλώσεις, τα βίαια επεισόδια, του Δεκέμβρη του 2008, όταν οι τρεις έρωτες της πλατείας Εξαρχείων τοποθετήθηκαν σε ψηλότερο βάθρο για να μην γίνονται στόχος βανδαλισμού, πρωτεύουσα στην νοτιανατολική άκρη της ηπείρου που δεν έφερνε με ευκολία στο νου άλλη Ευρωπαϊκή (Ρώμη, Ελσίνκι, Δουβλίνο, ή Λισαβώνα) εκείνη την συγκεκριμένη εσωστρεφή, με τάσεις αυτοκαταστροφής, περίοδο που ονομάστηκε «ελληνική οικονομική κρίση», ή «ελληνική κρίση χρέους», ή απλώς «κρίση» (2009-2019), λίγα χρόνια αργότερα,

το βράδυ που δόθηκε το τρίτο μας ραντεβού, από τα πέντε στρογγυλά φωτιστικά του φανοστάτη, ένα ήταν σπασμένο, δύο δεν έβγαζαν φως, και άλλα δύο εξέπεμπαν θαμπά, το γυαλί δεν είχε καθαριστεί, κατάσταση που είχε μονιμοποιηθεί, όσες φορές εργαζόμενοι του Δήμου της Αθήνας αποκατέστησαν τις βλάβες εκείνες επανεμφανίζονταν εντός 48 ωρών, στα πόδια των Τριών Ερώτων αναρίθμητα ραντεβουδάκια που δόθηκαν, άγνωστος ο αριθμός εκείνων που ευοδώθηκαν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι, αχρείαστο το αρχείο, το δικό μας πάντως δεν κλείστηκε στο κέντρο της πλατείας, κανονίσαμε να βρεθούμε στο περίπτερο, ένα εκ των τριών που λειτουργούσαν περιμετρικά, δεν υπήρχε η πιθανότητα να διασχίσουμε την πλατεία Εξαρχείων, η οποία,

ήταν στέκι, τα τελευταία 15-20 χρόνια, και σημείο συνάντησης, κλοσάρ και φτωχοδιάβολων, πρεζάκηδων, τρεις δεκαετίες και πλέον αφότου η ηρωίνη είχε γίνει προϊόν ευρέως διαθέσιμο, στην γωνία στην πλατεία, έγινε γρήγορα δημοφιλής ανάμεσα στους ανήσυχους νέους των 1980s, όσους δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως φλώρους, βουτυρόπαιδα, ξενέρωτους, σοκολατόπαιδα, ντισκόβιους, οι ροκάδες δηλαδή, ποιητές, αναρχικοί, ροκαμπίλια, punks, αριστεροί ελευθεριακοί, όσο χρειάστηκε ώστε να εθιστούν στην παραμύθα (ή άσπρη, ή αγγελόσκονη), μεταξύ άλλων ο μουσικός Παύλος Σιδηρόπουλος και η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, σύμβολα της ροκ κουλτούρας της γειτονιάς, πέθαναν πρόωρα, σε ηλικία 40 και 53 ετών, το 1990 και το 1993 αντίστοιχα, εκείνη την περίοδο,

το σύνθημα «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» δονούσε την κερκίδα -κάθε Κυριακή- στους αγώνες του Αστέρα Εξαρχείων (η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα αγωνιζόταν στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα), το 1989 μάλιστα έγινε τίτλος cult βιντεοταινίας (ακολούθησε και sequel), έτος που έχασαν την εξουσία οι σοσιαλιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,  το κόμμα είχε εκλεγεί πανηγυρικά το 1981 με κεντρικό σύνθημα την Αλλαγή,

απηχούσε, η επωδός διαμαρτυρίας, μέσω της γκροτέσκας υπερβολής, της ακυριολεξίας της, μια ιδέα, διαχρονική και γνώριμη, και άλλωστε οικουμενική, πως η αμέλεια των κρατικών αρχών με αποτέλεσμα την υποβάθμιση μιας περιοχής συχνά είναι ηθελημένη, εμμέσως, με στόχο την αλλαγή της φυσιογνωμίας, της χρήσης του, της απόδοσης ενός καινούργιου χαρακτήρα, της αναβάθμισης του, την είσοδο σε νέα εποχή, όσο για της εφημερίδες της περιόδου, ζητούσαν από την κυβέρνηση να τιθασεύσει τους αλητόβιους και τα φρικιά, τους βάπτισαν «κράτος των Εξαρχείων», έτσι ώστε,

στα τέλη του Μαΐου του 1985, ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος Χωροταξίας Δημόσιων Έργων να παρουσιάσει ένα σχέδιο ανάπλασης των γειτονιάς με πεζοδρομήσεις, ανάπτυξη ήπιας τουριστικής υποδομής, λίγες ώρες αργότερα, μια απροειδοποίητη επέμβαση των Mονάδων Αποκατάστασης Tάξης (ΜΑΤ) στην πλατεία Εξαρχείων, κατ’ εντολήν ενός φανατίλα -πρώην χουντικού- υπαξιωματικού, στα πλαίσια των επιχειρήσεων Αρετή, επανέφερε την συζήτηση στο mode default, δηλαδή το power game μεταξύ νεαρών με πέτρες στο χέρι και των συνομήλικων τους με τα γκλομπ και την στολή, αλλητροφοδοτούμενη, ακανθώδη, πάντως αλληλοεξαρτώμενη, κακοήθης συμβιωτική σχέση, δεν διαταράχθηκε από τις διακηρύξεις το 1993 του υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ της δεξιάς Νέας Δημοκρατίας πως τα Εξάρχεια επρόκειτο να ομοιάσουν με την Πλάκα, την γραφική τουριστική συνοικία στους πρόποδες της Ακρόπολης, συνύπαρξη που έμελλε να σφραγίσει την μοίρα της γειτονιάς των Εξαρχείων για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας Νίκος Αρκουδέας μάλιστα, έφθασε κάποτε να γίνει σύνθημα στα χείλη των φοιτητών: «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα, αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι μια ιδέα»,

χρόνια αργότερα, συνταξιούχος πλέον, ανταπέδωσε την φιλοφρόνηση δηλώνοντας σε μια συνέντευξη του ό,τι «ακόμα και η πιο άγρια αντιμετώπιση, έκρυβε μέσα της μια παρεξηγημένη τρυφερότητα και από τις δύο πλευρές»,

κοντολογίς, κυριλέδες, βουτυρομπεμπέδες, άνθρωποι καθημερινοί, οικογένειες με τους μπεμπέδες, θα απέφευγαν τα Εξάρχεια, χρωστάνε το όνομα τους στον έμπορο Βασίλειο Έξαρχο, ιδιοκτήτη κομβικού Παντοπωλείου της δεκαετίας του 1880, μια γειτονιά, του κέντρου της πρωτεύουσας Αθήνας, που φέρει πολλαπλά ίχνη και αποτυπώματα της ιστορίας, ενδεικτικά,

στα τέλη του 19ου αιώνα, η ίδρυση και εγκατάσταση των σχολών της Νομικής, του Πολυτεχνείου, και του Χημείου, την κατέστησαν πόλο έλξης καλλιτεχνών και διανοούμενων, στην περιοχή έλαβαν χώρα οι πρώτες φοιτητικές διαδηλώσεις (1859, 1901),

στα μισά του 20ου, ιδρύθηκε η αντιστασιακή οργάνωση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) την περίοδο της κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1941-1945),

τέλος, στις αρχές του 21ου αιώνα, δικαιώθηκε ο αστυνόμος Αρκουδέας, πίστευε πως το σκορ του αγώνα μεταξύ αστυνομίας και αναρχικών έληξε στο 0-0, ως γνωστόν,

«η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία, την δεύτερη σαν φάρσα, τις επόμενες φορές από συνήθεια», την ίδια, την οποία αποκτήσαμε, θέλοντας και μη, παρακολουθώντας για δεκαετίες έναν βαρετό, προβλέψιμο, ανούσιο, ποδοσφαιρικό αγώνα, έβαινε μειούμενος ο αριθμός των θεατών, ενός αναξιόπιστου πρωταθλήματος, σημαδεμένου από φάλτσα σφυρίγματα, συρράξεις οπαδών, παραπόνων παραγόντων, γκρίνιας γενικά, επεισόδια, βία, έκτακτα τηλεοπτικά δελτία, ο οποίος,

κάθε Κυριακή, συννεφιασμένη, ηλιόλουστη, ή και βροχερή, έληγε πάντως χωρίς νικητή, δίχως έστω ένα γκολ, zero-sum game δηλαδή.

 

 

 

 

 

 

 


No comments:

Post a Comment