ΠΗΓΑΝ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
ΙΙ
Η
κριτική του McQueen δεν στοχεύει
στον απατηλό και βάναυσο, επιφανειακό και δύσοσμο ενίοτε, κορπορατικό κόσμο. Ο
σκηνοθέτης ασχολείται περισσότερο με τη ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή, με την
αδήλωτη αλλά ανελέητη καταπίεση που ασκεί στον ίδιο του τον εαυτό. Ο πρωταγωνιστής
της ταινίας εργάζεται σε high
class περιβάλλον, οι οικονομικές του απολαβές
του επιτρέπουν μια άνετη ζωή κάπου στο Manhattan. Εθισμένος στο πορνό, στοχεύει
αποκλειστικά στο σεξ δίχως δεσμεύσεις, πληρωτέο ή και μη. Σκοτεινός, μυστήριος,
σχεδόν αντι-κοινωνικός, ανταποκρίνεται ωστόσο λειτουργικά – σαν σε αυτόματο
πιλότο – στις ανάγκες της καθημερινότητας, με αυτόματο πιλότο ζουν τις ζωές τους οι
περισσότεροι από εμάς άλλωστε.
Όταν
θα βρεθεί μπροστά στην πιθανότητα να κτίσει μια υγιή σχέση με μια συνάδελφο του
που αναζητεί σταθερότητα στην προσωπική της ζωή, θα αρνηθεί, έμμεσα όμως,
ασυνείδητα. Όταν θα καταλήξει μαζί της στο κρεβάτι, μπλοκάρει. Ξεμπλοκάρει λίγο
αργότερα όταν στην θέση της, τουλάχιστον εμφανίσημης, συναδέλφου του θα βρεθεί
ένα call girl. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένας
διάλογος μεταξύ των δύο συνάδελφων όσον αφορά την κληρονομιά των sixties. Εκείνος εξιδανικεύει την συγκεκριμένη
εποχή σαν άλλος διψασμένος για λίγα ακόμη (ατομικά) δικαιώματα και πολύχρωμες
αλησμόνητες εμπειρίες hipster,
ενώ εκείνη δηλώνει ευθαρσώς την απέχθεια της για μια περίοδο πολιτικοκοινωνικού
αναβρασμού και αστάθειας.
Προς
το τέλος της ταινίας πια ανακαλύπτουμε πως ο πρωταγωνιστής δε διστάζει καθόλου να
δοκιμάσει τις σωματικές και ψυχικές αντοχές
του. Περνά μια έντονη νύχτα στο underground νυχτερινό Manhattan όπου μπλέκει ηθελημένα σε καυγά, την
βρίσκει σε ένα dark
room με άγρια αγόρια, περιπλανιέται άσκοπα όπως
θα το έκανε ένας καταραμένος, καυλωμένος άσχημα, φτωχοδιάβολος. Μια και μόνο
νύχτα, κι ας υποπτεύομαστε πως αυτές οι εμπειρίες δεν του ήταν καθόλου άγνωστες,
φανερώνει το hipster
όνειρο των πολλαπλών έντονων «αυθεντικών» εμπειριών πάσης φύσεως, κατά προτίμηση
σκοτεινών, υγρών και φυσικά κατακριτέων εκ μέρους της, πάντοτε πιο
συντηρητικής, μικροαστικής στα ήθη και τις απαγορεύσεις, σιωπηλής πλειοψηφίας.
Ο
κόσμος του πρωταγωνιστή του Shame είναι ο κόσμος του hipster που θέλει να σέβεται τον εαυτό του. Ο hipster άλλωστε δεν εναντιώνεται σχεδόν σε
τίποτα γι’ αυτό και θέλει να δοκιμάσει (καταναλώσει) τα πάντα. Οι σκοτεινές,
ακραίες εμπειρίες όπως αυτές που προέκριναν οι hip πρόγονοι του, και όπως παραδίνεται σ’
αυτές με όλο του το Είναι ο πρωταγωνιστής του Shame, είναι
απαραίτητο συστατικό της κοσμοθεωρίας του hipster. Τίποτα δεν φαίνεται να αποκλείει όλα τα
άλλα. Τα άλλα: η corporate δουλειά
του ήρωα, το mainstream των
επιλογών του.
Κατά
συνέπεια, ο σύγχρονος μας hipster βρίσκεται
μίλια μακριά από τον πρόγονο του που αναδύθηκε στον αφρό της επικαιρότητας στα
τέλη της δεκαετίας του ’50 αφού πρώτα είχε αρνηθεί με όλη του τη δύναμη το mainstream της εποχής: τα ήθη, τις συνήθειες, τις
επιθυμίες των πολλών. Στο προσωπικό σύμπαν του hipster η επιτυχία, ειδικά με υλικούς όρους, δεν
μπορεί να είναι μια ακόμη αδιάφορη λέξη που προέρχεται από το μισητό λεξιλόγιο
των ‘square’ όπως ονόμαζαν
περιφρονητικά οι hip
οτιδήποτε έπρεπε να απορριφθεί από την
κόλαση του mainstream.
Η
ατομική επιτυχία στον κόσμο του hipster είναι κάτι αναγκαίο· ο hipster άλλωστε δεν επιθυμεί να καταστρέψει
κάποιον παλαιό αναχρονιστικό κόσμο, προτιμά να τον περιφρονεί. Αυτό δεν
σημαίνει αναγκαστικά πως οι πρόγονοι του
hip είχαν ξαμοληθεί
να καταστρέψουν μετά μανίας τον κόσμο των Αμερικάνικων προαστίων με φωτιά και
τσεκούρι. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές. Το «Ουρλιαχτό» (‘Howl’) των hip ήταν πραγματικά εκκωφαντικό, στόχευε απ’
ευθείας στην καρδιά του Αμερικάνικου Ονείρου. Αντιθέτως, ο hipster δεν κραυγάζει αλλά μάλλον προτιμά να
χασμουρηθεί ή να κοιτάξει αλλού εκφράζοντας την αδιαφορία του, συνήθως με
υπεροπτικό τρόπο.
Το
παλιό δίπολο ‘I
like – I don’t like’ δεν υφίσταται πλέον. Ο hipster επικεντρώνεται κυρίως στο πρώτο σκέλος.
Μια τυχόν έντονη δήλωση απέχθειας είναι δυνατή να διαταράξει άκομψα το hipsterικό σύμπαν που συνίσταται κατά βάση στην
αποδοχή παρά την άρνηση, προσδιορισμένη ή και μη. Καθόλου παραδόξως, το σύμπαν
του hipster βρίσκεται σε
μια απόλυτη αντιστοιχία με τις συνήθειες των χρηστών του Facebook. Εκεί άλλωστε συναντάς friends και δεν προσθέτεις contacts. Επίσης, εκεί κάνεις μόνο like, δεν βρίσκεις thumbs up - thumbs down. Στο Facebook σου αρέσουν όλοι οι «φίλοι» σου και όλα
όσα εκείνοι κάνουν!
Ομολογουμένως,
και τα δύο είδη hipster
ανήκουν στην ίδια εποχή: την εποχή του κονφορμισμού όπου η προσωπικότητα
λογαριάζεται με όρους καταναλωτικών προτιμήσεων και όπου η προτίμηση στα
διάφορα είδη πολιτιστικών αγαθών, ή σκουπιδιών, για να καταλαβαινόμαστε
καλύτερα, αποκτά καθοριστική σημασία. Ωστόσο, η παθητικότητα του σύγχρονου hipster έχει αγγίξει πια δυσθεώρητα ύψη ενώ η
αποξένωση (estrangement)
έχει τρυπώσει για τα καλά στον κόσμο των αισθημάτων που αντιμετωπίζονται πλέον
με φανερή καχυποψία και άρνηση στα όρια του φανατισμού. Όσο πληθαίνουν οι
εμπειρίες, τόσο φτωχαίνει ο συναισθηματικός κόσμος με τις όποιες αναστολές που
αυτός δημιουργεί να αποτελούν τροχοπέδη βεβαίως στην ανεξέταστη πρόκριση κάθε
είδους αναζήτησης και υποτιθέμενης πλήρωσης.
Ο
τρόπος με τον οποίο αναζητεί «αυθεντικές» εμπειρίες ο hipster δεν είναι ιστορικά πρωτόγνωρος. Για την
ακρίβεια, κι αφού συμφωνήσουμε πως η απομάγευση του κόσμου δεν συνέβη ποτέ στην
πραγματικότητα, θα μπορούσαμε ίσως να παραλληλίσουμε τις μεταφυσικές
εμπειρίες των ανθρώπων του 14ου
αιώνα όπως αυτές εκφράζονταν με οράματα και στενές επαφές τρίτου τύπου με τους
αγίους της Χριστιανοσύνης με τις «αυθεντικές» εμπειρίες που γεύεται ο
«συλλέκτης εμπειριών» με θρησκευτική ευλάβεια hipster κάθε φορά που παρευρίσκεται σε ένα
σπουδαίο event
λόγου χάρη, εμπειρίες τις
οποίες φυσικά δεν είναι ποτέ σε θέση να κοινωνήσει σε τρίτους καθώς... «πρέπει
να το ζήσεις για να το καταλάβεις!»
Ίσως
πάλι απλά να αστειεύομαι.
No comments:
Post a Comment