ΤΑ SIXTIES ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΟΡΤΟΦΑΓΑ· ΕΙΝΑΙ ΛΑΓΝΑ ZOMBIE
Ι Ι
Δεν
είναι τυχαίος ο ύμνος του Εμπειρίκου, στην ποιητική συλλογή «Οκτάνα», στον
σύγχρονο του Jack
Kerouac. Αναμφισβήτητα
έχουμε να κάνουμε με την εξύμνηση της μυθολογίας της ατομικής απελευθέρωσης
(και της σεξουαλικής φυσικά, προνομιακό πεδίο στο έργο του Εμπειρίκου) που τόσο
χαρακτηριστικά αντιπροσώπευε ο Kerouac
και η φημισμένη παρέα του εκείνη την εποχή.
Οι
δοξασμένες μέρες του Kerouac
στον δρόμο άντεξαν το τεστ του ιστορικού χρόνου ακόμα κι αν δεν ξεφεύγει και πολύ
από το μέτριο το έργο του (γενικά μιλώντας, ο Kerouac κατέγραφε, δεν έγραφε), έργο το οποίο
μνημονεύεται τόσο συχνά σήμερα μόνο και μόνο γιατί ταίριαξε απόλυτα με το ύφος
της εποχής που κατέφθασε μετά το θάνατο του. Ήταν τα επερχόμενα sixties και η μυθολογία που γέννησαν σε real time που έμελλε να απογειώσουν τον Kerouac και τους υπόλοιπους beat. Αναζητώντας έμπνευση σε πρόσωπα και
καταστάσεις, είδη ναρκωτικών και παρέες, ρυθμούς και λέξεις, η γενιά του ’60 απογείωσε
και αποθέωσε όλους εκείνους που έμοιαζε να χωρούν στο παράδειγμα (διαθέσιμο
φυσικά προς κοπιάρισμα) που διαμορφωνόταν σαρωτικά σε όλα, λίγο πολύ, τα μεγάλα
αστικά κέντρα του κόσμου.
Είναι
φυσιολογικό να δημιουργούνται παρανοήσεις σε πρώτο χρόνο, είναι όμως απαραίτητο
να ξεδιαλύνονται όταν σκορπάνε τα σύννεφα του ενθουσιασμού. Το απελευθερωτικό
πρόταγμα του Holden
Caulfield λοιπόν στέκει μίλια μακριά από εκείνο που
βρίσκουμε στον κόσμο που κατασκεύασε (τόσο πρόχειρα!) ο Kerouac και πούλησε στο διψασμένο κοινό ο Allen Ginsberg με επιμονή επαγγελματία επαναστάτη και
πανουργία βετεράνου στο μάρκετινγκ. Το μήνυμα του Kerouac δεν είχε όραμα, δεν είχε άλλον αποδέκτη
από το δικό του Εγώ σε αναζήτηση αυθεντικότητας. Αντιθέτως, το χειραφετικό
πρόταγμα του ανήλικου Holden,
την στιγμή ακριβώς που ο Salinger
αδιαφορούσε να είναι διδακτικός, φανερώθηκε πως ήταν οικουμενικό, γι’ αυτό άλλωστε
το βιβλίο του παραμένει αγαπημένο τόσων πολλών θαυμαστών του θαύματος της ζωής.
Συγχωρείστε
μου την αυθάδεια: ο Holden
σφυρηλάτηθηκε από την φωτιά
του πολέμου καθώς μπουσούλησε για πρώτη φορά στα γόνατα του Salinger που βρισκόταν με το «όπλο παρά πόδα»· ο
κόσμος του Kerouac ήταν εν
πολλοίς παράγωγο της πολυθρύλητης βαρεμάρας του άστεως (urban frustration) η οποία όταν δεν φυτρώνει πάνω σε
κορμιά που σφύζουν από δημιουργικό ταλέντο αποτελεί βασικό δείκτη της κοινοτυπίας
και τυποποίησης της ζωής στις μεγαλουπόλεις.
Ο
Kerouac, άθελα του,
συμβάλλει ενίοτε στη δημιουργία του άκαρπου και θνησιγενούς διανοητικού
σύμπαντος του ανθρωπότυπου γνωστού ως “educated fool”. Ορίστε ένας πρώτος σύντομος ορισμός
του: όταν θεωρείς πως το διάσημο ταξιδιωτικό βιβλίο του Kerouac είναι αναγκαστικά η γενεσιουργός αιτία για
την επιθυμία εξιστόρησης μιας ιστορίας, ανεξαρτήτως φιλοδοξιών και προθέσεων, όταν
δηλαδή μια πολιτισμική αναφορά μεσαίου βεληνεκούς φαντάζει ως αποτρεπτικός παράγοντας
ώστε να ζήσει κανείς το δικό του road movie, ανεξαρτήτως ποιότητας, δεν είναι αυτό
το ζητούμενο, road
movie που δύναται να
καταγραφεί με εικόνες-λέξεις-κινούμενη εικόνα, τότε είναι επόμενο να
συμπεράνουμε πως ο αυτοευνουχισμός του υποκειμένου το οποίο μετατράπηκε γοργά
και ενθουσιωδώς σε κριτικό της επικαιρότητας με έφεση στην επεξεργασία
πολιτιστικών προϊόντων (δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο διασημότερος, με όρους star system, θεωρητικός των τελευταίων χρόνων έφερε
την ετικέτα cultural critic
για πολλά χρόνια), έχει νεκρώσει οριστικά την επιθυμία, όχι μόνο για
εξιστόρηση, αυτά είναι για προχωρημένους, αλλά και για την πιθανότητα ακόμα να
αντιληφθείς πως η επιθυμία, όταν είναι αληθινή, είναι αδιαμεσολάβητη από cultural references.
Συμπεραίνουμε,
κάπως προβλέψιμα είναι η αλήθεια, πως η απόπειρα διαμόρφωσης, στο φαντασιακό
μας πάντοτε, κατά τα πρότυπα της «επανάστασης που συμβαίνει στο κεφάλι μας» ενός
μοναδικού, ανεπανάληπτου, αυθεντικού Εγώ μάλλον απέτυχε· συνέβαλλε πάντως στη
διαμόρφωση ενός τύπου υποκειμένου που αυτομαστιγώνεται την στιγμή ακριβώς που
επιθυμεί να σχηματιστεί από μύρια τόσα κομμάτια ενός σύμπαντος που δεν κατανοεί,
αλλά ούτε προσπαθεί να κατανοήσει, μια συναρμολόγηση παρατημένη στις δυνάμεις
του τυχαίου ακολουθώντας πιστά τις τεχνικές του collage και του pastiche, τεχνικές που όπως εφαρμόζονται δεν
υπακούουν σε κανένα αισθητικό κανόνα αλλά παραδίνονται αμαχητί στην ποσότητα
και την πληθωρικότητα, σαν ένα πάντοτε άλυτο παζλ που δεν θυμίζει πια παιδικό
παιχνίδι αλλά μάλλον αντανακλά λαιμαργία και άγνοια αντίστοιχα.
Αυτό
το Εγώ λοιπόν αφότου επανάστατησε απέναντι στην πειθαρχία, την ιεραρχία, τους
κανόνες, κατέληξε να συμβολίζει το κενό· όσο πιο πολλά τα μπαλώματα που
εφευρίσκει για τον εαυτό του, τόσο πιο πολύ καταλήγει ξεσκισμένο καραβόπανο στη
μεγάλη φουρτούνα της κρίσης του 2008.
No comments:
Post a Comment