2.9.12

Επιστροφή στη Ρουμανία Ι




Επιστροφή στη Ρουμανία το λοιπόν· γιατί, μεταξύ άλλων, μια φορά δεν είναι ποτέ αρκετή.

Πρόκειται για τον πρώτο Αύγουστο της ζωής μου χώρια από το Ελληνικό καλοκαίρι. Η σκέψη και μόνο βαραίνει λίγο τη ψυχή - τα πόδια πάντως δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα. Μ' αυτά (τα πόδια) και με κείνα (τα ευρώ) φθάνουμε κάποια φορά στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην αίθουσα αναμονής συναντάμε ένα ζευγάρι Ρουμάνων. Ασπρομάλληδες και οι δυο τους αλλά ντυμένοι αρκούντως νεανικά. Καρό βερμούδες, κοντομάνικα T-shirt, σαγιονάρες πέδιλα στα όχι και τόσο γέρικα πόδια τους. Παρατηρώ άλλωστε πως οι γάμπες τους είναι τρεις φορές πιο σφιχτές από τις δικές μου.

Συνομιλούν, χειρονομώντας ταυτόχρονα, από μια κάποια απόσταση, δέκα μέτρα θα τα υπολόγιζα. Αυτομάτως, μια ζεστασιά απλώθηκε στο χώρο, ή και στο φαντασιακό μου, ποιος μπορεί να γνωρίζει γι' αυτά τα πράγματα άλλωστε. «Ωραία που 'ναι που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, που δεν ψυθυρίζουν δήθεν συνωμοτικά αλλά κατ' όπως φαίνεται απολαμβάνουν στα φανερά, που 'γεμίζουν' τον κομματάκι ψυχρό χώρο μιας αίθουσας αναμονής του αεροδρομίου». Έπειτα παρατηρώ μια νάυλον τσάντα ανάμεσα στις αποσκευές τους. Περιέχει ένα φυτό, ποιο ακριβώς δεν κατάφερα να ξεχωρίσω. Ίσως γιατί η βάση δεδομένων μου σε φυτά δεν περιέχει παραπάνω από έξι-επτά καταχωρήσεις.

«Ααχ... τι ωραία... κουβαλούν στις αποσκευές τους κι ένα Ελληνικό φυτό. Δεν μπορεί παρά να δοκιμάσουν να το φυτέψουν στη δική τους γη, κι ότι γίνει ας γίνει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να ξεπεταχτεί μια μέρα, καιρού θέλοντος».

Έτσι γλυκά και ανέμελα περνούσαν τα λεπτά της ώρας μέσα στην αίθουσα αναμονής. Την ίδια ώρα, δύο ξανθιές Ελληνίδες, υπάλληλοι του αεροδρομίου, ασχολούνταν με τα δικά τους. Η πρώτη, η νεότερη, χαζογελούσε σε ένα αρσενικό που βρισκόταν στο τέλος της γραμμής του τηλεφώνου ενόσω η δεύτερη, καμιά δεκαπενταριά χρόνια γηραιότερη, της έριχνε βλέμματα βλοσυρά. Δεν φορούσε το βλέμμα της προϊσταμένης· φορούσε την ανασφάλεια του «δεν περνά πια η μπογιά μου». «Μικρά και ασήμαντα» σκέφτομαι, «δύο γυναίκες μετράνε τα βυζιά τους», και στρέφω απότομα το βλέμμα μου, όχι σε κάποιο βιβλίο, μα πίσω στους αξιότιμους κύριους που μου κρατούσαν συντροφιά έως τα πριν.

Μα τότε άλλαξαν όλα μονομιάς.

Ήταν η περηφάνια με την οποία ο ένας αφηγούνταν στον άλλο πως τζούρνεψε μια κολόνια από τα duty free που κάτι ράγισε μέσα μου. Ναι, ήταν αλήθεια, επρόκειτο για δύο νυχτόβιους μικρομαφιόζους. Εντόπισα γρήγορα άλλωστε κι άλλες πολύτιμες ενδείξεις που ενίσχυσαν αυτήν μου την εντύπωση. Η πρώτη ένδειξη ήταν μια τσάντα για μπάρμπεκιου με φλόγες να ξεπηδούν απειλητικά από το κακόγουστο logo. Μπάρμπεκιου αλά Τόνι Σοπράνο εννοείται. (Υπάρχουν, μάλλον, δύο ειδών κάτοχοι τσάντας μπάρμπεκιου: Αμερικάνοι νοικοκυραίοι των προαστίων και wannabe μαφιόζοι). Η δεύτερη ένδειξη ήταν ο τρίτος της παρέας που κατέφθασε έπειτα από λίγο, κατέφθασε θορυβωδώς εννοείται. Ήταν φάτσα λιωμένη από τα ουίσκια και τα ξενύχτια, φάτσα Πειραιώτικη όπως το έλεγαν κάποτε.

Ορατή δυσφήμιση της Ρουμανίας, η παρέα ετούτη μας δίνει ομολογουμένως μια γεύση περί του τι ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του '90 σε μια χώρα όπου η ασχήμια δεν αποπειράται να κρυφτεί κάτω από το χαλάκι μα επιδεικνύεται όπως ακριβώς επιδεικνυόταν κάποτε ο Ελληνικός πλούτος των βουτηγμένων στην παρανομία νυχτομπουζουκόβιων.

Δεν αναρωτήθηκα αν είχε πάει κάτι στραβά με την αντίληψη μου. Γιατί άλλωστε βγάζει κανείς συμπέρασμα έπειτα από το τέλος μιας ακόμη ιστορίας.





No comments:

Post a Comment