29.1.13

Επιστροφή στη Ρουμανία XXIX



 4.
Λίγο αργότερα, μένω να αγναντεύω έναν πίνακα που μου θύμιζε κάτι έντονα. Εκείνη έλεγε τα δικά της. Ενόσω ονειροπολούσα με κοίταξε και είπε: «Ο πίνακας αυτός είναι αντίγραφο ενός διάσημου πίνακα του ζωγράφου Dürer». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Dürer και ποια η σημασία του για τους αιώνες της ιστορίας της ζωγραφικής αλλά δε με ένοιαζε καθόλου· εκείνο που είχε σημασία ήταν η επιθυμία της να με ευχαριστήσει, να απαντήσει στο μη διατυπωμένο ερώτημα που είχε σχηματιστεί στα χείλη μου ενόσω είχα ξεχάσει την παρουσία εκείνης αλλά και όλων των άλλων. 

Η περιήγηση μας συνεχίστηκε σε ανάλογο τόνο. Λίγο αργότερα με πλησίασε αφότου είχα αποχωρήσει πρώτος από μια ακόμη τραπεζαρία για να με ενημερώσει πως εκείνη η πριγκίπισσα το όνομα της οποίας δεν είχα συγκρατήσει είχε ένα παλάτι; σπίτι; κάπου στην Ελλάδα. Ανέφερε την Ελληνική τοποθεσία και εγώ επαλήθευσα τη φιλομάθεια της επαναλαμβάνοντας με ξενική προφορά μια Ελληνική λέξη που περιέγραφε μια τοποθεσία στην Ελλάδα για την οποία δεν είχα ξανακούσει το παραμικρό: «Α ναι... φυσικά! Ναι, ναι... το ξέρω...» είπα εντυπωσιασμένος μην έχοντας φυσικά τη δυνατότητα να προσθέσω επιπλέον πληροφορίες. Ωστόσο, εκείνο που είχε σημασία ήταν πως είχε τρέξει ξοπίσω μου· είχα γίνει πλέον ο προνομιακός συνομιλητής της. Στην πραγματικότητα, ο μόνος συνομιλητής της. Ομολογώ πάντως πως ο τρόπος της με είχε τρακάρει· χωρίς αμφιβολία, ήταν μια γυναίκα που γνώριζε πολύ καλά πως να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον και πως να μην φανεί πως επιζητεί την προσοχή σου· ήταν μια γυναίκα δυναμική. 

Κάποια στιγμή, φαίνεται να τη διασκεδάζει ιδιαίτερα μία ακόμη μυστική πόρτα που οδηγούσε απευθείας σε άλλο όροφο, την ύπαρξη της οποίας γνώριζε φυσικά από τα πριν. Διασκέδασε και εμένα εκείνη η μυστική πόρτα αλλά και όλους τους άλλους που είχε φθάσει πια ο καιρός όμως να μας κουνήσουν το μαντίλι. Βλέπετε, η επίσκεψη στο παλάτι χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες-πακέτα. Κι ενώ μας είχε ήδη αποχαιρετίσει ένα ζευγάρι έπειτα από το πρώτο τομέα, δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι κανείς δεν είχε πληρώσει τα ελάχιστα επιπλέον lei ώστε να τερματίσει την πίστα αφότου δηλαδή θα είχει προλάβει να επισκεφθεί και τα δωμάτια που ζήλεψα πιο πολύ απ’ όλα όταν στεκόμουν έξω από το παλάτι... Αυτό ήταν λοιπόν· θα ‘μασταν οι δυο μας. Ένας ρίγος από αμηχανία απλώθηκε στο κορμί μου τη στιγμή που εκείνη αποχώρησε προσωρινά ώστε να ξεβγάλει τους υπόλοιπους επισκέπτες, ρίγος αμηχανίας που ως συνήθως κτύπησε κατευθείαν εκεί που σε ντροπιάζει: ήταν αλήθεια, το μέγεθος των γεννητικών μου οργάνων είχαν μεταλλαχτεί στο άψε σβήσε. Σχεδόν ψύχραιμα, κατάφερα να κρύψω από τις δύο υπαλλήλους που στέκονταν μπροστά μου την προσωπική μου αμηχανία με τη βοήθεια της τσάντας μου. Αποφάσισα μεμιάς να σταθώ αντάξιος της σοβαρότητας και της επαγγελματικότητας της ξεναγού· μια στιγμιαία φούντωση της αρρενωπότητας μου δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσει την επιθυμία μου να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, ύψος που εκείνη η ίδια είχε ορίσει σε αξιοσημείωτο βαθμό. Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν ένα στιγμιαίο καπρίτσιο του σώματος να ορίσει τη συμπεριφορά μου ως προς εκείνη. Και έτσι έγινε.
... περίπου. Ύστερα από δύο τρία λεπτά την είδα να στέκεται γύρω στα δέκα πέντε μέτρα απέναντι μου. Έκανα να την πλησιάσω και τότε πρόσεξα ότι είχε φορέσει το πιο σοβαρό, απόμακρο, αυστηρό θα έλεγα, προσωπείο κατά τη διάρκεια εκείνου του ευχάριστου απογεύματος στο παλάτι. Ήταν αλήθεια λοιπόν· η ξεναγός μας ήταν μια κυρία!

Το «περίπου» που εμφανίσθηκε στην προηγούμενη παράγραφο αντιστοιχεί στην απάντηση που έδωσα στην πρώτη ερώτηση της αφότου πια είχαμε κάνει τα πρώτα βήματα με κατέυθυνση προς τα τελευταία δωμάτια:

«Λοιπόν, έχετε κάποια ερώτηση να κάνετε;»

Αρκούντως τυπική ερώτηση που ωστόσο διατυπώθηκε με χαμόγελο.

«Εεε... βασικά... όχι.. εεε... όχι, δεν θέλω να ρωτήσω κάτι, προσπαθώ να χωνέψω ακόμα όλες αυτές τις πληροφορίες...»

Ήταν μια αμήχανη απάντηση που κράτησε μερικά δεύτερα παραπάνω από τα επιτρεπτά όρια, απάντηση που εκφράσθηκε επίσης με εμφανή αμήχανο τρόπο. Ήταν αλήθεια· ήμουν τρακαρισμένος. Αποφάσισα να λύσω το «πρόβλημα» βγαίνοντας στην επίθεση· ξεκίνησα να φλυαρώ, όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις δηλαδή. 

Περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο (ένα για τον γιατρό, ένα για τη μαία, ένα για την υπηρέτρια, ένα για μια οικογενειακή φίλη· κουκλίστικα, σοφιστικέ ή και cozy ανάλογα φυσικά με το πρόσωπο για το οποίο προοριζόταν), η σκέψη να μας ξεχνούσε ο κόσμος και να ξεμέναμε σε ένα από εκείνα τα δωμάτια, για λίγο, για ένα τριήμερο, για πάντα, εγώ κι αυτή, έμελλε να με τυραννήσει. Εννοείται φυσικά πως μια γυναίκα σαν και εκείνη την φαντασιώνεσαι με μαύρα εσώρουχα, δαντελωτά ή vintage ή αδιάφορα. Πάντως μαύρα. Ευτυχώς για εμένα, τις ονειροπολήσεις μου διέκοψε η τυχαία συνάντηση μας με ένα άλλο γκρουπ επισκεπτών. Ο ξεναγός τους άλλη δουλειά δεν είχε από το να πειράξει τη συνάδελφο του με τρόπο αργόσχολο και άκομψο·με τρόπο κάγκουρα άντρα. Αυτή ήταν άλλωστε η καθημερινότητα της· ήταν η καθημερινότητα όλων εκείνων των γοητευτικών ανεξάρτητων γυναικών που μαθαίνουν αναγκαστικά πως να αντιπαρέρχονται κρύα αστειάκια, ζήλιες, κακοήθειες, πειράγματα.


*
Στέκεται δίπλα από ένα μεγάλο τζάμι. Μου δείχνει τα δύο αντικρυστά αγάλματα που διακρίνονται από την είσοδο ακόμα του παλατιού: ειρήνη και πόλεμος. Πλησιάζω απότομα προς τη μεριά της ώστε να ρίξω μια καλύτερη ματιά, ο χώρος εμπρός από το ορθογώνιο τζάμι είναι περιορισμένος, και εκείνη, ακόμα πιο απότομα, απομακρύνεται προς τα πίσω με ένα μικρό πηδηματάκι. Θα ήταν μια στιγμή που τα σώματα μας θα έφταναν σε απόσταση αναπνοής· δεν το είχα επιδιώξει, θα το ‘θελε η τύχη δηλαδή αλλά μόνο η δική μου καθώς τη δική της την έφτιαχνε εξ ολοκλήρου εκείνη από μόνη της. Δε θα επέτρεπε ποτέ ούτε καν μια υποψία σωματικής επαφής εν ώρα εργασίας. 

Όταν έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού φορέσαμε και οι δύο μας τα πιο επαγγελματικά μας προσωπεία και ευχαριστήσαμε, από καρδίας θα έλεγε κάποιος, ο ένας τον άλλον. 

Κι έτσι έληξε εκείνο το ταξίδι. Με ένα αίσθημα του κενού που φαντασιώνεσαι πως θα καλύψεις μια κάποια επόμενη φορά, πάντα μια κάποια επόμενη φορά. Και με ένα αίσθημα χαράς· όχι ευφορίας, χαράς, χαράς όπως λέμε ευτυχία.


28.1.13

Επιστροφή στη Ρουμανία XXVIII



3.
Όλα αυτά συνέβησαν ενόσω διασχίζαμε βασιλικά δωμάτια κάθε είδους. Ξεκινήσαμε με την συλλογή όπλων του βασιλιά· Ευρωπαϊκά, Αραβικά, Οθωμανικά, Γιαπωνέζικα και Κινέζικα όπλα βρίσκονταν κρεμασμένα στους τοίχους ενώ η πανοπλία βάρους δεκάδων κιλών ενός ιππότη δέσποζε δίπλα από ένα μεγάλο παράθυρο. Δωμάτια, πολλά δωμάτια· το αναγνωστήριο, ένα, δύο, πολλά σαλόνια, τεράστιοι καθρέπτες, πολλές μυστικές είσοδοι-έξοδοι ιντρίγκαραν τη φαντασία μας. Ένα πιάνο στην αίθουσα ψυχαγωγίας κλέβει καρδιές ενώ οι τοιχογραφίες του Klimt, τότε ακόμα ανερχόμενος και πολλά υποσχόμενος, γεμίζουν το μυαλό με ανυπομονησία για τη στιγμή που θα καταφέρουμε επιτέλους να δούμε τα καλά του έργα από απόσταση αναπνοής. Σ’ ένα δωμάτιο με έπιπλα από ένα υλικό που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί (αποδείχτηκε πως ήταν ξύλο, ξύλο διαλεχτό) γνωρίζω επιτέλους τη ξεναγό καλύτερα. Είχε μόλις ξεπετάξει στα γρήγορα μία ερώτηση του κοινού όταν με πλησίασε. 

«Κι εσείς, από που κατάγεστε;» ρώτησε φορώντας ένα μεγάλο χαμόγελο. «Ααα... πάρα πολύ ωραία, ήμουν στην Κέρκυρα πέρυσι για διακοπές, πολύ ωραίο μέρος, τόσο όμορφη χώρα η Ελλάδα...» 

Άσχημες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου με την ταχύτητα του επιταχυντή CERN

(Δούλεψε ως στριπτιζέζ στην Ελλάδα, ποιος ξέρει για πόσο καιρό...ίσως να ήταν μια τραυματική εμπειρία...σιγά μην πρόλαβε να δει τις ομορφιές της Κέρκυρας...ξενύχτι και δεδομένος εξευτελισμός ήταν το καθημερινό της πρόγραμμα... τουλάχιστον αφότου επέστρεψε στη χώρα της ζει μια αξιοπρεπή ζωή, ίσως να γόρασε και σπίτι, ποιος ξέρει, η δουλειά της είναι μια χαρά και έχει καθαρό πρόσωπο στην τοπική κοινωνία... η ξεναγός μας πέρασε από σαράντα κύματα αλλά τα κατάφερε... και τι σχέση να είχε άραγε με τους Έλληνες; Ίσως να τους μισεί, αυτοί ήταν άλλωστε που την έβλεπαν να γυρνάει το κορμί της γύρω γύρω από ένα στύλο φορώντας μονάχα ένα στενό βρακάκι πριν το πετάξει από πάνω της κι αυτό... χώρια οι ιδιωτικοί χοροί στα σκοτεινά του ιδρύματος... μια χούφτα ευρώ για να διαγράψει το πόδι της τροχιά γύρω από το κεφάλη του πελάτη δυο-τρεις φορές σε χρονικό διάστημα δύο λεπτών... πόσες φορές να αντέδρασε στις μεθυσμένες κινήσεις των πελατών του μαγαζιού καθώς ζαλίζονταν από τη θέα των γεννητικών της οργάνων ξεσκέπαστων καθώς εμφανίζονταν σε τόσο κοντινή απόσταση από τις μανιασμένες τους γλώσσες ποτισμένες από νοθευμένα ουίσκι;) 

Με κοιτάει στα μάτια, χαμογελάει, και καταλαβαίνω αμέσως πως οι σκέψεις που έκανα ήταν σαν να μην πέρασαν ποτέ από το μυαλό μου. Ήταν μία γυναίκα που δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Είχε επισκεφθεί την Κέρκυρα με τον σύντροφο της· η όποια θλίψη στο πρόσωπο της δεν οφειλόταν αλλού παρά στα σύνηθη προβλήματα μιας γυναίκας σαν κι αυτής: η ζωή της δεν τη γέμιζε – είχε περάσει καιρός από τότε που έκανε θετικές σκέψεις για τον άντρα της. Χαμογελάει καθώς με κοιτάζει κι αυτό με κάνει χαρούμενο μιας και είχε περάσει ήδη τουλάχιστον κανά μισάωρο όπου η ξεναγός μας δεν είχε παρεκκλίνει ούτε χιλιοστό από τη ρομποτική της παρουσία. Ναι λοιπόν, ήταν από εκείνες τις πειθαρχημένες γυναίκες που ξυπνούσαν πάντοτε την ίδια ώρα το πρωΐ, μπάνιο-λούσιμο-πιστολάκι-μάσκαρα και ξαμόλημα για μία ακόμη πανομοιότυπη μέρα η οποία γινόταν ακόμα πιο πανομοιότυπη εξαιτίας της ρομποτικότητας της· αυτό το τελευταίο ήταν κάτι που το γνώριζε φυσικά μα ήταν αποφασισμένη να μην κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. Η επαγγελματικότητα της συμπεριφοράς της με είχε ξαφνιάσει ευχάριστα· η σοβαρότητα της επίσης· τέλος, το γεγονός ότι έδειχνε απόμακρη με είχε συνεπάρει. Ναι! Ζήτω τα ρομπότ! Εμπρός για μια αξιοπρεπή ζωή όπου κρύα colonial Dutch αστειάκια αποκρούονται μεμιάς και η φλυαρία μιας μεσήλικης Εβραίας γίνεται τόσο κατανοητή ώστε να μην προκαλέσει ουδεμία αλλάγή συμπεριφοράς: ήταν άλλωστε μέρος της δουλειάς. Έφτασα να τη θαυμάσω ακόμα κι αν είχα προσέξει πως όταν προσέθετε κατιτί δικό της ανάμεσα στα λόγια που ήταν υποχρεωμένη να αποστηθίσει έδειχνε ξεκάθαρα πως δεν είχε και μεγάλη ιδέα για όλα αυτά που έλεγε, ή ακόμα, και για όλα τα άλλα. Έδειχνε να είναι κολακευμένη από το γεγονός πως η καθημερινότητα της εργασίας της απαιτούσε από αυτή να βρίσκεται ανάμεσα από περισπούδαστες ομορφιές βασιλικών προδιαγραφών μα ήταν ξεκάθαρο στα μάτια μου πως δεν είχε την παραμικρή ιδέα από την αξία ενός Klimt, από το τι σηματοδοτούσε εκείνη η εποχή και πως διέφερε από τη δική μας καθώς και ένα σωρό από άλλα θέματα τα οποία απασχολούν τους μορφωμένους αυτού του κόσμου. Ήμουν σίγουρος όμως, 100% κιόλας, πως εκείνη η γυναίκα είχε μαθητεύσει στη ζωή της οποίας μόνος σκοπός στα δικά της μάτια της ήταν να βιωθεί με αξιοπρέπεια.


26.1.13

Επιστροφή στη Ρουμανία XXVII



2.

Η παρέα μας δεν ήταν και πολύ μεγάλη· καμιά δεκαπενταριά δεν τους λες και λίγους πάντως. Είχα αποφασίσει από τα πριν να συγκεντρωθώ απόλυτα στις πληροφορίες που θα μας προσφέρονταν από τα χείλη της ξεναγού. Σε συνδυασμό με την καλή εντύπωση που μου έκανε, απροσδόκητα είναι η αλήθεια, αδιαφόρησα, λίγο πολύ, για τους υπόλοιπους. Όχι πως θα έδειχνα ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντως για την παρέα των Ολλανδών, έξι μονάδες τον αριθμό. Οι τρεις από δαύτους είχαν κοιλιές βάρους ισότιμου με ολόκληρο το δικό μου σώμα σχεδόν, ενώ οι πέντε τους φορούσαν καρό πουκάμισο αλά Σπύρος «στην υγειααά μας ρεε παιδιαά» Παπαδόπουλος. Προτιμούσαν τους άνδρες σεξουαλικώς, ήταν φανερό, ένας απ’ αυτούς πάντως φλερτάρισε αδέξια τη ξεναγό με το γνώριμο αποικιοκρατικό στυλ που συνοδεύεται συχνά από ειρωνικό βλέμμα, στυλ που έχει απώτερο σκοπό να σου προσφέρει ένα προβάδισμα στην «επιχείρηση φλερτ» διαμέσου της εκβιαστικής μεθόδου που συνίσταται στην ξεδιάντροπη και άκομψη πρόκριση ενός συγκριτικού πλεονεκτήματος που υποτίθεται πως έχεις σ’ αυτόν τον αγώνα που ονομάζουμε «πέσιμο» και που πάντοτε περιέχει ρίσκο, πλεονεκτήμα που μπορεί να είναι το βάθος της τσέπης σου, ο βαθμός ομορφιάς σου, η γειτονιά που διαμένεις ή ακόμα και η εθνική σου καταγωγή όπως συνέβη δηλαδή με τον τουλάχιστον ατζαμή 45άρη Ολλανδό που ωστόσο έφαγε τα μούτρα του γρήγορα γρήγορα όταν και συνάντησε την πλήρη αδιαφορία και το παγερό χαμόγελο της ξεναγού. Το κύκνειο άσμα της παρέας ήταν ένα αποτυχημένο ειρωνικό σχόλιο ενός μέλους της παρέας των κοιλιών· απ’ εκείνο το σημείο και έπειτα ήταν μονάχα οι κοιλιές τους που μιλούσαν πλέον από μόνες τους. 

Μια οικογένεια Εβραίων, ένα ζευγάρι άνω των πενήντα και δύο προεφηβάκια, αγνώστου λοιπής μισής ταυτότητας έκανε επίσης αισθητή την παρουσία της. Η κυρία, ευτραφής, πολυλογού, συντηρητικά ντυμένη βρισκόταν μονίμως κοντά στη ξεναγό μας και οι ερωτήσεις της ήταν πάντοτε χαμηλόφωνες· ήταν προφανές πως ήθελε μια ξεναγό για την πάρτη της. Ο άντρας της, με κοψιά και στυλ κονομημένου ασπρομάλλη κύριου, κομματάκι μη εμφανίσημου ωστόσο, ακολούθησε το παράδειγμα της προσθέτοντας και μια εσάνς από φλερτάρισμα μιας και δεν παρέλειψε να ακουμπήσει την πλάτη του, δήθεν άνετα, στον τοίχο πιάνοντας της κουβεντούλα. Τα παδιά δε, είχαν μόνιμα ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο απ’ αυτά που φορούν οι λεγόμενες και διαόλου κάλτσες· ομολογώ πάντως πως με ξιάφνασαν με την υπομονή που επέδειξαν. Το αποκορύφωμα της παρουσίας της  ευτραφούς κυρίας με τα μεγάλα γυαλιά ήταν οι στιγμές που απαντούσε σε προσωπικό τόνο σε πληροφορίες που μας τάϊζε η ξεναγός μας· χεστήκαμε όλοι εμείς αν συμφωνούσε βέβαια. Ωστόσο, οι ερωτήσεις της αναφορικά με την Εβραϊκή καταγωγή ενός μέλους της διευρυμένης βασιλικής οικογένειας δε με ξένισε καθότι ενδιαφέρουσα όχι όμως όσο ενδιαφέρουσα ήταν η απάντηση της ξεναγού μας, ή καλύτερα, ο τρόπος της απάντησης, μιας και η απάντηση της ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα μα ο τρόπος της έδειξε πασιφανέστατα μια αμηχανία με το περιεχόμενο της ερώτησης… πότε άραγε θα απαλλαγεί αυτή η ήπειρος από τη σύνδεση των λέξεων «συνωμοσία» και «Εβραίος»;

25.1.13

Επιστροφή στη Ρουμανία XXVI


Η Ξεναγός που αγάπησα


1.
Ανηφορίζοντας προς το παλάτι, ένα ρυάκι μας κρατά συντροφιά. Μας προσφέρει απλόχερα την ηχώ του Παραδείσιου μέρους που φαντάζει να’ ναι στα μάτια μου η γειτονιά των γαλαζοαίματων. Κατεβαίνει με χαλαρό ρυθμό το βουνό και είναι διαμορφωμένο κατάλληλα έτσι ώστε να σχηματίζει μικρούς απότομους mini καταρράκτες ανά μικρή απόσταση. Κάποτε, ξεπροβάλλει ανάμεσα από δέντρα και φωτογραφικές μηχανές τουριστών το Peleș Castle. Ογκώδες, χωρίς να είναι τρομακτικά μεγάλο, με έντονα σημάδια Ρουμάνικης αρχικτονικής πάνω του. Οι πυργίσκοι του με ενθουσιάζουν, η ομορφιά του είναι εκείνη της Κεντρικής Ευρώπης. Το βασιλικό ζεύγος Elizabeth of Weid και Carol I of Romania άλλωστε καταγόταν από τη Γερμανία προτού Ρουμανοποιηθεί εξ ολοκλήρου σε μία κίνηση που φαίνεται πως συνόδευε κάθε επίδοξο βασιλέα και βασίλισσα. Η εθνική καταγωγή τους ήταν καταδικασμένη να περάσει σε δεύτερη μοίρα άπαξ και αποφασιζόταν πως θα συνέδεαν τη μοίρα τους με μία άλλη χώρα, που θα ‘ταν πλέον φυσικά η δική τους χώρα, η χώρα που θα εκφράζονταν τα συμφέροντα τους και που η μοίρα τους θα ήταν δεμένη με το λαό που έμελλε να εξουσιάσουν. 


“We loved our King. He was very good to us…”

«Εντάξει, όχι κι έτσι» σκέφτηκα αφότου άκουσα τα λόγια της ξεναγού. Από την άλλη πλευρά, το παλάτι ανήκει ακόμα στη βασιλική οικογένεια, αν δεν παινέσεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει δε λένε; Προετοιμάστηκα λοιπόν για τα χειρότερα τα οποία ομολογουμένως δεν ήρθαν ποτέ καθώς η ξενάγηση κρατήθηκε σε ιδιαίτερα αξιοπρεπή επίπεδα, ξέχωρα από κάτι κρύα αστειάκια του τύπου «με γράμματα που αντάλασσαν μεταξύ τους φυσικά, τότε δεν είχαν ακόμα e-mail

Η ξεναγός: ένα κορίτσι, μια γυναίκα καλύτερα, ήταν σίγουρα γυναίκα, το έβλεπες στο πρόσωπο της, μια γυναίκα λοιπόν, πιθανότατα λίγο μετά τα τριάντα, αδύνατη, πολύ αδύνατη, με μακριά πόδια που καταλάμβαναν θαρρείς τα δύο τρίτα του ενός μέτρου και εβδομήντα πέντε εκατοστών του κορμιού της, το κάτω μέρος του σώματος της νόμιζες πως τελείωνε εκεί που έφθανε το μικροσκοπικό μαύρο πουλόβερ της ριγμένο στους ώμους, όχι πολύ μακριά από τους πνεύμονες δηλαδή, πουλοβεράκι που συνόδευε ένα πουκάμισο μωβ χρώματος και ένα blue black υφασμάτινο παντελόνι η τσάκιση του οποίου έκοβε σαν λεπίδα, τόσο αδύνατη ήταν που λέτε ώστε εκεί που τελείωναν τα πόδια της ξεκινούσε τη σύντομη πορεία του ένας μικροσκοπικός πισινός που ήταν μονάχα φυσικό να στέκει ανορθωμένος μιας και δεν υπήρχε βάρος ικανό να τον γείρει προς τα κάτω, όπως ανορθωμένα ήταν άλλωστε και τα δυο της μικρά στήθια που έμοιαζαν να υποστηρίζονται τεχνητά από ένα ενισχυτικό σουτιέν· η ξεναγός μας ήταν μια όμορφη γυναίκα, γοητευτική· είχε μαύρα (κατράμι) ίσια μαλλιά μέχρι λίγο κάτω από τους ώμους, σκουρόχρωμο δέρμα, σχετικά μεγάλο μέτωπο, ένα ζευγάρι, δυστυχώς κανονικού μεγέθους, κατάμαυρα μάτια και μια γαλλική μυτούλα που στεκόταν λίγο πιο πάνω από ένα υπέροχο μεγάλο στόμα στολισμένο με έντονο κόκκινο κραγιόν· όταν χαμογελούσε έλαμπαν τα κάτασπρα δόντια της και στο πρόσωπο της εμφανίζονταν, σαν από το πουθενά, δεκάδες έντονες ρυτίδες. Ένοιωθες πως θα ήθελε πολύ να σκοτώσει αυτές τις γαμημένες ρυτίδες που προς στιγμήν με ενόχλησαν κι εμένα μόνο κι μόνο επειδή ταλαιπωρούσαν εκείνη γιατί κατά τα άλλα δεν τις βρήκα καθόλου άκομψες. Αυτή ήταν όμως η ξαναγός μας· ένα πλάσμα ανασφαλές.