4.
Λίγο αργότερα, μένω να αγναντεύω έναν πίνακα που μου θύμιζε κάτι έντονα. Εκείνη έλεγε τα δικά της. Ενόσω ονειροπολούσα με κοίταξε και είπε: «Ο πίνακας αυτός είναι αντίγραφο ενός διάσημου πίνακα του ζωγράφου Dürer». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Dürer και ποια η σημασία του για τους αιώνες της ιστορίας της ζωγραφικής αλλά δε με ένοιαζε καθόλου· εκείνο που είχε σημασία ήταν η επιθυμία της να με ευχαριστήσει, να απαντήσει στο μη διατυπωμένο ερώτημα που είχε σχηματιστεί στα χείλη μου ενόσω είχα ξεχάσει την παρουσία εκείνης αλλά και όλων των άλλων.
Λίγο αργότερα, μένω να αγναντεύω έναν πίνακα που μου θύμιζε κάτι έντονα. Εκείνη έλεγε τα δικά της. Ενόσω ονειροπολούσα με κοίταξε και είπε: «Ο πίνακας αυτός είναι αντίγραφο ενός διάσημου πίνακα του ζωγράφου Dürer». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Dürer και ποια η σημασία του για τους αιώνες της ιστορίας της ζωγραφικής αλλά δε με ένοιαζε καθόλου· εκείνο που είχε σημασία ήταν η επιθυμία της να με ευχαριστήσει, να απαντήσει στο μη διατυπωμένο ερώτημα που είχε σχηματιστεί στα χείλη μου ενόσω είχα ξεχάσει την παρουσία εκείνης αλλά και όλων των άλλων.
Η περιήγηση μας συνεχίστηκε σε ανάλογο τόνο. Λίγο αργότερα με πλησίασε
αφότου είχα αποχωρήσει πρώτος από μια ακόμη τραπεζαρία για να με ενημερώσει πως
εκείνη η πριγκίπισσα το όνομα της οποίας δεν είχα συγκρατήσει είχε ένα παλάτι;
σπίτι; κάπου στην Ελλάδα. Ανέφερε την Ελληνική τοποθεσία και εγώ επαλήθευσα τη
φιλομάθεια της επαναλαμβάνοντας με ξενική προφορά μια Ελληνική λέξη που
περιέγραφε μια τοποθεσία στην Ελλάδα για την οποία δεν είχα ξανακούσει το
παραμικρό: «Α ναι... φυσικά! Ναι, ναι... το ξέρω...» είπα εντυπωσιασμένος μην
έχοντας φυσικά τη δυνατότητα να προσθέσω επιπλέον πληροφορίες. Ωστόσο, εκείνο
που είχε σημασία ήταν πως είχε τρέξει ξοπίσω μου· είχα γίνει πλέον ο
προνομιακός συνομιλητής της. Στην πραγματικότητα, ο μόνος συνομιλητής της.
Ομολογώ πάντως πως ο τρόπος της με είχε τρακάρει· χωρίς αμφιβολία, ήταν μια
γυναίκα που γνώριζε πολύ καλά πως να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον και πως να μην
φανεί πως επιζητεί την προσοχή σου· ήταν μια γυναίκα δυναμική.
Κάποια στιγμή, φαίνεται να τη διασκεδάζει ιδιαίτερα μία ακόμη μυστική πόρτα
που οδηγούσε απευθείας σε άλλο όροφο, την ύπαρξη της οποίας γνώριζε φυσικά από
τα πριν. Διασκέδασε και εμένα εκείνη η μυστική πόρτα αλλά και όλους τους άλλους
που είχε φθάσει πια ο καιρός όμως να μας κουνήσουν το μαντίλι. Βλέπετε, η
επίσκεψη στο παλάτι χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες-πακέτα. Κι ενώ μας είχε ήδη
αποχαιρετίσει ένα ζευγάρι έπειτα από το πρώτο τομέα, δε θα μπορούσα να φανταστώ
ότι κανείς δεν είχε πληρώσει τα ελάχιστα επιπλέον lei ώστε να τερματίσει την πίστα αφότου δηλαδή θα είχει προλάβει να επισκεφθεί
και τα δωμάτια που ζήλεψα πιο πολύ απ’ όλα όταν στεκόμουν έξω από το παλάτι...
Αυτό ήταν λοιπόν· θα ‘μασταν οι δυο μας. Ένας ρίγος από αμηχανία απλώθηκε στο
κορμί μου τη στιγμή που εκείνη αποχώρησε προσωρινά ώστε να ξεβγάλει τους
υπόλοιπους επισκέπτες, ρίγος αμηχανίας που ως συνήθως κτύπησε κατευθείαν εκεί
που σε ντροπιάζει: ήταν αλήθεια, το μέγεθος των γεννητικών μου οργάνων είχαν
μεταλλαχτεί στο άψε σβήσε. Σχεδόν ψύχραιμα, κατάφερα να κρύψω από τις δύο
υπαλλήλους που στέκονταν μπροστά μου την προσωπική μου αμηχανία με τη βοήθεια
της τσάντας μου. Αποφάσισα μεμιάς να σταθώ αντάξιος της σοβαρότητας και της
επαγγελματικότητας της ξεναγού· μια στιγμιαία φούντωση της αρρενωπότητας μου
δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσει την επιθυμία μου να σταθώ στο ύψος των
περιστάσεων, ύψος που εκείνη η ίδια είχε ορίσει σε αξιοσημείωτο βαθμό. Δεν θα
ήταν ποτέ δυνατόν ένα στιγμιαίο καπρίτσιο του σώματος να ορίσει τη συμπεριφορά
μου ως προς εκείνη. Και έτσι έγινε.
... περίπου. Ύστερα από δύο τρία λεπτά την είδα να στέκεται γύρω στα δέκα
πέντε μέτρα απέναντι μου. Έκανα να την πλησιάσω και τότε πρόσεξα ότι είχε
φορέσει το πιο σοβαρό, απόμακρο, αυστηρό θα έλεγα, προσωπείο κατά τη διάρκεια
εκείνου του ευχάριστου απογεύματος στο παλάτι. Ήταν αλήθεια λοιπόν· η ξεναγός
μας ήταν μια κυρία!
Το «περίπου» που εμφανίσθηκε στην προηγούμενη παράγραφο αντιστοιχεί στην
απάντηση που έδωσα στην πρώτη ερώτηση της αφότου πια είχαμε κάνει τα πρώτα
βήματα με κατέυθυνση προς τα τελευταία δωμάτια:
«Λοιπόν, έχετε κάποια ερώτηση να κάνετε;»
Αρκούντως τυπική ερώτηση που ωστόσο διατυπώθηκε με χαμόγελο.
«Εεε... βασικά... όχι.. εεε... όχι, δεν θέλω να ρωτήσω κάτι, προσπαθώ να
χωνέψω ακόμα όλες αυτές τις πληροφορίες...»
Ήταν μια αμήχανη απάντηση που κράτησε μερικά δεύτερα παραπάνω από τα
επιτρεπτά όρια, απάντηση που εκφράσθηκε επίσης με εμφανή αμήχανο τρόπο. Ήταν
αλήθεια· ήμουν τρακαρισμένος. Αποφάσισα να λύσω το «πρόβλημα» βγαίνοντας στην
επίθεση· ξεκίνησα να φλυαρώ, όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις δηλαδή.
Περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο (ένα για τον γιατρό, ένα για τη μαία, ένα
για την υπηρέτρια, ένα για μια οικογενειακή φίλη· κουκλίστικα, σοφιστικέ ή και cozy ανάλογα φυσικά με το πρόσωπο για το οποίο προοριζόταν), η σκέψη να μας
ξεχνούσε ο κόσμος και να ξεμέναμε σε ένα από εκείνα τα δωμάτια, για λίγο, για
ένα τριήμερο, για πάντα, εγώ κι αυτή, έμελλε να με τυραννήσει. Εννοείται φυσικά
πως μια γυναίκα σαν και εκείνη την φαντασιώνεσαι με μαύρα εσώρουχα, δαντελωτά ή
vintage ή αδιάφορα. Πάντως
μαύρα. Ευτυχώς για εμένα, τις ονειροπολήσεις μου διέκοψε η τυχαία συνάντηση μας
με ένα άλλο γκρουπ επισκεπτών. Ο ξεναγός τους άλλη δουλειά δεν είχε από το να
πειράξει τη συνάδελφο του με τρόπο αργόσχολο και άκομψο·με τρόπο κάγκουρα
άντρα. Αυτή ήταν άλλωστε η καθημερινότητα της· ήταν η καθημερινότητα όλων
εκείνων των γοητευτικών ανεξάρτητων γυναικών που μαθαίνουν αναγκαστικά πως να
αντιπαρέρχονται κρύα αστειάκια, ζήλιες, κακοήθειες, πειράγματα.
*
Στέκεται δίπλα από ένα μεγάλο τζάμι. Μου δείχνει τα δύο αντικρυστά αγάλματα
που διακρίνονται από την είσοδο ακόμα του παλατιού: ειρήνη και πόλεμος.
Πλησιάζω απότομα προς τη μεριά της ώστε να ρίξω μια καλύτερη ματιά, ο χώρος
εμπρός από το ορθογώνιο τζάμι είναι περιορισμένος, και εκείνη, ακόμα πιο
απότομα, απομακρύνεται προς τα πίσω με ένα μικρό πηδηματάκι. Θα ήταν μια στιγμή
που τα σώματα μας θα έφταναν σε απόσταση αναπνοής· δεν το είχα επιδιώξει, θα το
‘θελε η τύχη δηλαδή αλλά μόνο η δική μου καθώς τη δική της την έφτιαχνε εξ
ολοκλήρου εκείνη από μόνη της. Δε θα επέτρεπε ποτέ ούτε καν μια υποψία
σωματικής επαφής εν ώρα εργασίας.
Όταν έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού φορέσαμε και οι δύο μας τα πιο
επαγγελματικά μας προσωπεία και ευχαριστήσαμε, από καρδίας θα έλεγε κάποιος, ο
ένας τον άλλον.
Κι έτσι έληξε εκείνο το ταξίδι. Με ένα αίσθημα του κενού που φαντασιώνεσαι
πως θα καλύψεις μια κάποια επόμενη φορά, πάντα μια κάποια επόμενη φορά. Και με
ένα αίσθημα χαράς· όχι ευφορίας, χαράς, χαράς όπως λέμε ευτυχία.