10.1.13

Επιστροφή στη Ρουμανία XX




Κατασκηνώνουμε στο βουνό Csomát σε μια μικρή (τεχνητή) άπλα χωμένη μέσα στα αψηλά βουνά. Ολόκληρη η περιοχή είναι προστατεύομενη· βρισκόμαστε στο Mohos Nature Reserve στα Ανατολικά Καρπάθια. Προς τα βόρεια, μια χούφτα rooms to let (λιγοστά και περιποιημένα) κάτι σαν δασαρχείο, ένα καφέ. Να σας περιγράψω λοιπόν τι βλέπω απ’ εδώ που κάθομαι: έλατα και άπειρα πεύκα. Πράσινα. Κάποι λίγα έχουν αποκτήσει κι ένα ελαφρό αναψοκοκκίνισμα ενόψει φθινοπώρου. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο γύρω στα 850 - 900 μέτρα. Βουνό μπροστά μας βουνό και πίσω μας. Η άσφαλτος κόβει σαν μαχαίρι το βουνό που βρίσκεται στην πλάτη μας, ο δρόμος οδηγεί στη πιο ξακουστή λίμνη της χώρας, τη Sfântu Anna. Μπροστά μας όμως το δάσος συνεχίζει ατάραχο και πυκνό, πολύ πυκνό. Πριν το δάσος, κι ακριβώς απέναντι μας, ακόμη μία άπλα που προσφέρεται για κατασκηνωτές απλώνεται κι αυτή πριν τα έλατα και τα πεύκα. Δίπλα από την κιτρινωπή άπλα (λόγω αυξημένης, ασυνήθιστης ζέστης) εκτείνεται το Mohos peat bog.

Το δάσος, μπρος και πίσω μας αποτελεί τόπο κατοικίας για αρκούδες, λύκους, αγριόγατες. Οι αρκούδες, διαβάζω στον πίνακα πληροφοριών, φθάνουν μέχρι τα δύο μέτρα όταν ατενίζουν τον κόσμο στα δυο τους (κοντά) πόδια. Αναρωτιέμαι τι είδους στενές επαφές πρόκειται να έχω με τούτα τα άγρια ζώα δεδομένου φυσικά πως προτίθεμαι να πάρω ένα μίνιμουμ ρίσκο. 

Το ρίσκο.

Έχει μόλις ανατείλλει και αγναντεύω τη θέα. Είμαι ο μόνος ξύπνιος ανάμεσα στις μερικές δεκάδες κατασκηνωτών. Αναρωτιέμαι τι στο διάολο να κάνουν οι αρκούδες τέτοια ώρα. Ενόσω το σκέφτομαι το θέμα αποφασίζω να συνδυάσω την περιπέτεια με την πρακτική ανάγκη του πρωϊνού ξυπνήματος που δεν είναι άλλη από την απαλλαγή ανεπιθύμητων σωματικών υγρών. Ανοίγω τη μεταλλική σκουριασμένη πόρτα, κομμάτι ενός παμπάλαιου, που δίνει άλλο νόημα στη σκουριά, σιδερόφραχτου φράκτη που μας προστατεύει από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Κάνω την ανάγκη μου στη βάση ενός δέντρου όταν ακούω έναν τρομακτικό ήχο· θα ορκιζόμουν ότι ήταν αγριογούρουνο, όχι βέβαια πως είχα την παραμικρή ιδέα πως συννενοούνται μεταξύ τους οι άγριοι χοίροι μιας και δεν είχε τύχει να αντικρύσω ποτέ ένα τέτοιο ζώο. Διά της άτοπου απαγωγής λοιπόν, συνειδητοποιώ πως είχα μόλις ακούσει μια (πεινασμένη άραγε;) αρκούδα. Θα ορκιζόμουν πως βρισκόταν σε απόσταση πενήντα μέτρων αν είχα έστω και την παραμικρή ιδέα απ’ όλα αυτά που αφορούν την ηχώ και τα παιχνίδια της, τη ζωή μιας αρκούδας, τα δάση, τις πυξίδες. Συνειδητοποιώ πως το μέρος όπου βρίσκομαι είναι γεμάτο από βατόμουρα (blackberries). Μιαμ! Τι νόστιμο κολατσιό για μια αρκούδα! Άμεση υποχώρηση με υποψία τρόμου σημαίνει σωτηρία από τα άγρια αυτά ζώα. Σημαίνει επίσης και απογοήτευση, ας μην κρυβόμαστε! Οι βατομουριές σταματούν εκεί που αρχίζει ο φράκτης. Αυτό ήταν λοιπόν· είμασταν γείτονες. Αναγνωρίζω βέβαια την πιθανότητα να μην είμασταν στην πραγματικότητα γείτονες μιας και εμείς, οι αθώοι περαστικοί  κατασκηνωτές, βρισκόμασταν στο δικό τους σπίτι· κατά συνέπεια, είμασταν φιλοξενούμενοι. Αμφιλεγόμενη θεωρία σίγουρα· η αλήθεια είναι πάντως πως ένοιωθα σαν φιλοξενούμενος.

Δύο καφέδες αργότερα, είχε φτάσει πια οκτώ, επιχειρώ μια δεύτερη εξόρμηση. State of mind: mindless stubbornness. Κατεύθυνομαι προς τη μεριά του δάσους που βρίσκεται βόρεια, πίσω από το δασαρχείο. Ακολουθώ τον ασφαλτωμένο δρόμο και κόβω δεξιά μέσα στο δάσος. Εκεί δεν τρέχουν αυτοκίνητα, τρέχουν άγρια ζώα. Λίγα μέτρα από το δρόμο υπάρχουν δύο τουαλέτες, ξύλινες εννοείται, σε πράσινο χρώμα. Παραδοσιακές: δύο λεκάνες-τρύπες που οδηγούν σκατά και ούρα λίγο μέσα στη γη. Τα βλέπεις – τα μυρίζεις. Τέτοιου είδους τουαλέτες συναντώνται συχνά σε Ρουμάνικα σπίτια στην επαρχία. Τρόμος για τον Δυτικό επισκέπτη – μέρος της καθημερινότητας για πολλούς ντόπιους. Απομακρύνομαι λίγο ακόμα από το δρόμο. Τότε συνειδητοποιώ τι συμβαίνει· εδώ, είναι ακόμα νύχτα! Λίγα μέτρα πριν ο πρωϊνός ήλιος έλαμπε πάνω από τα κεφάλια μας. Τώρα σκοτεινιά. Γυμνά στο μεγαλύτερο τους μέρος δέντρα (εκτός από μια πράσινη τούφα στην κορυφή τους), σπαρμένα από μόνα τους το ένα πολύ κοντά στο άλλο, δέντρα που φθάνουν τα 25 με 30 μέτρα ύψος, κρύβουν τον ήλιο. Το σκηνικό: λίγα μέτρα πίσω μου η άσφαλτος λούζεται από το πρωϊνό φως· μπροστά μου απλώνεται η νύχτα, μια άγρια νύχτα. Συνειδητοποιώ για πρώτη φορά στη ζωή μου το γεγονός της αποψίλωσης των δασών στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα (και έπειτα φυσικά)· ο πολιτισμός δε δύναται να σπαρθεί και να ριζώσει ανάμεσα στην αγριότητα των δασών, αυτών των δασών.

Κάπου τότε φέρνω στο μυαλό μου τις οδηγίες προς κατασκηνωτές που διάβασα στο info point την προηγούμενη μέρα: “stay away from the dark points of the forest”. Υπακούω στις προτροπές των υπεθύνων και απομακρύνομαι λίγο πριν η απόκοσμη ομορφιά της νυχτιάς του δάσους με ρουφήξει μέσα της και την αγκαλιά κάποιας αρκούδας. 


No comments:

Post a Comment