Περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας. Το πηγάδι βρίσκεται καμιά εκατοστή
μέτρα απόσταση από το camping και διαθέτει νερό τόσο
καθαρό όσο το χρειάζεσαι ώστε να πλύνεις πόδια-χέρια-δόντια. Ένας κορμός
δέντρου καρφωμένος κάθετα στη γη, ένας δεύτερος, πιο λεπτός, κορμός αράζει πάνω
του σε διαγώνια θέση ενώ ένα τρίτο κομμάτι ξύλου, δεμένο με σχοινί στην άκρη
του δεύτερου κορμού, ελέγχει την κίνηση του· για την ακρίβεια, εσύ ελέγχεις την
κίνηση του. Κάθε φορά που τραβάς προς τα κάτω και ο δεύτερος κορμός οριζοντιώνεται
, ο κόκκινος πλαστικός κουβάς (φαίνεται αρκετά παλιός, ενίοτε ξεφλουδίζει
κιόλας) που έχει δεθεί με αλυσίδα στην άκρη του τρίτου ξύλου, φθάνει στα έγκατα
της γης. Ο κουβάς βρέχεται, εμείς δροσιζόμαστε.
Τραβώντας τον κουβά προς τα πάνω κάνεις και γυμναστική συνειδητοποιώ. Ενδιαφέρον
τρόπος να ξεπιαστείς το πρωί σκέφτομαι ενόσω παρατηρώ εκείνους τους οποίους
περιμένουμε να τελειώσουν ώστε να πιάσουμε δουλειά. Έχουν αρχίσει να πλένουν τα
δοντάκια τους όταν μας παραχωρούν με σιωπηλά νοήματα μια θέση κάτω από τον ήλιο
και δίπλα στο πηγάδι. Τέσσερις νεανίες, μάξιμουμ είκοσι ετών. Δύο κορίτσια και
δύο αγόρια· τρεις hipster και ένας ακόμη. Εκείνος
ο ένας πάντως εκδήλωνε με τη γλώσσα του σώματος αρχηγικές τάσεις. Τα κορίτσια
είναι χαριτωμένα· ντυμένα alternative. Το ένα φοράει ένα
στυλάτο κοντομάνικο με κάθετες ρίγες μεγάλου μεγέθους αλά Kurt Cobain και το άλλο ένα ριχτό
μωβ μπλουζάκι τύπου H&M. Τζην σορτάκια, γυαλιά ηλίου, το ένα ζευγάρι γυαλιών ηλίου μάλιστα είναι
τετράγωνο και αρκετά μεγάλο. Φρέσκες παρουσίες σε ξανθό και μελαχρινό τόνο
μαλλιών με συνοδεία λευκών, απαλών, νεανικών επιδερμίδων. Το τρίτο hipster μέλος της παρέας,
μοιάζει σχεδόν ανήλικο. Πίσω από τα κατάξανθα μαλλιά του κουρεμένα αφέλειες που
σκεπάζουν ενίοτε λίγο τα μάτια του, κρύβεται ένα συνεσταλμένο εκ πρώτης όψεως
μικροκαμωμένο αγόρι. Είναι κι αυτό ντυμένο μοδάτα· είπαμε, H&M. Το χρώμα της
επιδερμίδας του ήταν κατάλευκο σαν το γάλα. Τέλος, το τέταρτο μέλος της παρέας είχε
μια βαρετή εμφάνιση που συνίσταται σε κοντοκουρεμένο μαλλί κατράμι, τζην,
κοντομάνικο, και μια χροιά από προσποιητή αντρίλα στο συνηθισμένο και κάπως clean cut πρόσωπο του.
Θα ‘ναι αυτό το αγόρι που θα αφήσει την οδοντόβουρτσα κάτω, θα ακουμπήσει,
δήθεν άνετα, τα χέρια του στον ξύλινο πάγκο κοιτώντας κατεθείαν προς το μέρος
μας. Ξαφνικά, το βλέμμα του θα αποκτήσει εκείνη την repulsive έκφραση που συναντάς στα
βλέμματα των αστυνομικών όταν παρατηρούν έντονα, με σκοπό να γίνουν αντιληπτοί,
τα υποψήφια θύματα τους, μετανάστες ή και νέους με εκκεντρική εμφάνιση. Κοιτά
προς το μέρος μας όχι με το βλέμμα καχύποπτου Βαλκάνιου μα με εκείνο του δήθεν
υπερόπτη, δήθεν ανώτερου για κάποιο μυστηριώδη σε σένα λόγο, τύπου που αντλεί
νομιμοποίηση και δύναμη για το βλέμμα αυτό καθ’ αυτό από κάτι που σου
διαφεύγει. Σχολιάζει δυνατά στη γλώσσα του, τα Ουγγρικά:
«Τι λέτε να ‘ναι; Ουκρανοί; Βούλγαροι; Τσιγκάνοι;»
Το βλέμμα του πια είχε πάρει μια έκφραση αηδίας και μιας υποτιθέμενης ισχύς
που όμως μπορούσες να συνθλίψεις πολύ εύκολα, όχι μέσω του σπασίματος της
οδοντοστοιχίας του, αλλά απλά ανταποδίδοντας τις φιλοφρονήσεις σε χαλαρό τόνο.
Δεν ήταν στις προθέσεις μου πάντως.
Σ’ αυτό το σημείο όμως, θα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω.
No comments:
Post a Comment