25.1.13

Επιστροφή στη Ρουμανία XXVI


Η Ξεναγός που αγάπησα


1.
Ανηφορίζοντας προς το παλάτι, ένα ρυάκι μας κρατά συντροφιά. Μας προσφέρει απλόχερα την ηχώ του Παραδείσιου μέρους που φαντάζει να’ ναι στα μάτια μου η γειτονιά των γαλαζοαίματων. Κατεβαίνει με χαλαρό ρυθμό το βουνό και είναι διαμορφωμένο κατάλληλα έτσι ώστε να σχηματίζει μικρούς απότομους mini καταρράκτες ανά μικρή απόσταση. Κάποτε, ξεπροβάλλει ανάμεσα από δέντρα και φωτογραφικές μηχανές τουριστών το Peleș Castle. Ογκώδες, χωρίς να είναι τρομακτικά μεγάλο, με έντονα σημάδια Ρουμάνικης αρχικτονικής πάνω του. Οι πυργίσκοι του με ενθουσιάζουν, η ομορφιά του είναι εκείνη της Κεντρικής Ευρώπης. Το βασιλικό ζεύγος Elizabeth of Weid και Carol I of Romania άλλωστε καταγόταν από τη Γερμανία προτού Ρουμανοποιηθεί εξ ολοκλήρου σε μία κίνηση που φαίνεται πως συνόδευε κάθε επίδοξο βασιλέα και βασίλισσα. Η εθνική καταγωγή τους ήταν καταδικασμένη να περάσει σε δεύτερη μοίρα άπαξ και αποφασιζόταν πως θα συνέδεαν τη μοίρα τους με μία άλλη χώρα, που θα ‘ταν πλέον φυσικά η δική τους χώρα, η χώρα που θα εκφράζονταν τα συμφέροντα τους και που η μοίρα τους θα ήταν δεμένη με το λαό που έμελλε να εξουσιάσουν. 


“We loved our King. He was very good to us…”

«Εντάξει, όχι κι έτσι» σκέφτηκα αφότου άκουσα τα λόγια της ξεναγού. Από την άλλη πλευρά, το παλάτι ανήκει ακόμα στη βασιλική οικογένεια, αν δεν παινέσεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει δε λένε; Προετοιμάστηκα λοιπόν για τα χειρότερα τα οποία ομολογουμένως δεν ήρθαν ποτέ καθώς η ξενάγηση κρατήθηκε σε ιδιαίτερα αξιοπρεπή επίπεδα, ξέχωρα από κάτι κρύα αστειάκια του τύπου «με γράμματα που αντάλασσαν μεταξύ τους φυσικά, τότε δεν είχαν ακόμα e-mail

Η ξεναγός: ένα κορίτσι, μια γυναίκα καλύτερα, ήταν σίγουρα γυναίκα, το έβλεπες στο πρόσωπο της, μια γυναίκα λοιπόν, πιθανότατα λίγο μετά τα τριάντα, αδύνατη, πολύ αδύνατη, με μακριά πόδια που καταλάμβαναν θαρρείς τα δύο τρίτα του ενός μέτρου και εβδομήντα πέντε εκατοστών του κορμιού της, το κάτω μέρος του σώματος της νόμιζες πως τελείωνε εκεί που έφθανε το μικροσκοπικό μαύρο πουλόβερ της ριγμένο στους ώμους, όχι πολύ μακριά από τους πνεύμονες δηλαδή, πουλοβεράκι που συνόδευε ένα πουκάμισο μωβ χρώματος και ένα blue black υφασμάτινο παντελόνι η τσάκιση του οποίου έκοβε σαν λεπίδα, τόσο αδύνατη ήταν που λέτε ώστε εκεί που τελείωναν τα πόδια της ξεκινούσε τη σύντομη πορεία του ένας μικροσκοπικός πισινός που ήταν μονάχα φυσικό να στέκει ανορθωμένος μιας και δεν υπήρχε βάρος ικανό να τον γείρει προς τα κάτω, όπως ανορθωμένα ήταν άλλωστε και τα δυο της μικρά στήθια που έμοιαζαν να υποστηρίζονται τεχνητά από ένα ενισχυτικό σουτιέν· η ξεναγός μας ήταν μια όμορφη γυναίκα, γοητευτική· είχε μαύρα (κατράμι) ίσια μαλλιά μέχρι λίγο κάτω από τους ώμους, σκουρόχρωμο δέρμα, σχετικά μεγάλο μέτωπο, ένα ζευγάρι, δυστυχώς κανονικού μεγέθους, κατάμαυρα μάτια και μια γαλλική μυτούλα που στεκόταν λίγο πιο πάνω από ένα υπέροχο μεγάλο στόμα στολισμένο με έντονο κόκκινο κραγιόν· όταν χαμογελούσε έλαμπαν τα κάτασπρα δόντια της και στο πρόσωπο της εμφανίζονταν, σαν από το πουθενά, δεκάδες έντονες ρυτίδες. Ένοιωθες πως θα ήθελε πολύ να σκοτώσει αυτές τις γαμημένες ρυτίδες που προς στιγμήν με ενόχλησαν κι εμένα μόνο κι μόνο επειδή ταλαιπωρούσαν εκείνη γιατί κατά τα άλλα δεν τις βρήκα καθόλου άκομψες. Αυτή ήταν όμως η ξαναγός μας· ένα πλάσμα ανασφαλές.


No comments:

Post a Comment