1.7.24

Summer Pop

 

IMMERSION

Δεν έπαιξε sex στις διακοπές, ούτε μεταξύ τους, ούτε με κάποιον ξεκάρφωτο, δεν πολυμιλούσαν κιόλας για το σεξ, χωρίς να νοιώθουν μίζεροι, άκυροι ήταν όσοι δεν τους έβγαζε ο δρόμος ξημερώματα της Κυριακής στο Σύνταγμα, να καταβροχθίζουνε πιωμένοι τσίζμπεργκερ στα τραπεζάκια έξω των McDonalds,

born of frustration, λέξη ταιριαστή να αποδώσει, έστω μερικώς, τον ψυχισμό τους, καθόλου τυχαίο που δεν μεταφράζεται επακριβώς στα ελληνικά, όπως και το φιλότιμο, στα δημοσιοϋπαλληλικά νεοελληνικά,

πολιτισμικός απόηχος των 60’s, της πλέον συναρπαστικής δεκαετίας του 20ου αιώνα, αλλά χωρίς την επικινδυνότητα των ιδεών, οι radical επιθυμίες, οι Rolling Stones, το free love των παιδιών των λουλουδιών, ανήκαν στην μεγάλη, ή την μικρή, οθόνη, στον κόσμο των ντοκυμαντέρ,

δεν κόλλαγαν στα early ‘00s τα όργια με Smiths, πόσο μάλλον ουτοπίες με τους Joy Division, ο ορισμός του λιβιδινικού παροπλισμού σε έκδοση ροκ μουσικής σύμφωνα με τον Mark Fisher:

-        “the so-called Romantic poets, musicians and painters of the late-eighteenth and early-nineteenth century remained sensualists, whereas our contemporary Romantics are defined by their view that sensuality is at best an irrelevance, a distraction from the important business of the expression of subjectivity, what really matters is interiority: how you feel inside, and what your experiences and opinions are.”

 

***

Πρώτα πρώτα το ζευγάρι, δύο χρόνια μαζί, ο Σάγκυ και η Λίνα, που όλοι την έλεγαν Λινάκι, φέρνοντας σε αμηχανία το αγόρι της που δεν έβρισκε εύηχα τα υποκοριστικά, πόσο μάλλον cool, δεν έκαναν σεξ, ίσως να έφταιγε πως στις αρχές του καλοκαιριού, στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος του 3ου ορόφου στους μικροαστικούς Αμπελόκηπους, της πρότεινε να κάνουν ένα διάλειμμα από την σχέση τους, ανακάλεσε ζητώντας συγγνώμη κάμποσες φορές όταν είδε τα δάκρυα να ρέουν ασταμάτητα στο πρόσωπο της, βούρκωσε και εκείνος,

ντρεπόντουσαν κιόλας, την παρέα, τόσο ώστε να ξενερώνει ο Σάγκυ, τα χε με τον εαυτό του, για τα κωλύματα του, γιατί να αγχώνεσαι μην τυχόν ο αναστεναγμός του ξύλινου κρεβατιού κατά την διάρκεια του σεξ ταξιδέψει μέχρι τον πάνω όροφο, πόσο μάλλον που δεν έτριζε το συγκεκριμένο κρεβάτι, λες και θα ακούγονταν από το δωμάτιο «τι σου κάνω μάνα μου;» και «είσαι το πουτανάκι μου;»[1] δεν την έβρισκαν με dirty talk, πόσο μάλλον cult ατάκες, όσο για την Λίνα, αν τον άκουγε να τα βάζει με την μικροαστίλα του, σίγουρα θα ένοιωθε ανασφάλεια, κάπως προσβεβλημένη, «όργια θες να κάνεις δηλαδή για να μην σε πουν μικροαστό;» είναι μια απάντηση που κάλλιστα θα μπορούσε να βγει από το στόμα της, για τον Σάγκυ, ήταν θέμα αρχής, να μην απορρίψει το ομαδικό σεξ ευθύς εξαρχής, ήταν μια ιδέα, έστω ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες, η σκέψη πάντως να τον έβλεπαν γυμνό άγνωστοι ή, κατά πολύ χειρότερα ακόμα, φιλαράκια, τον αναστάτωνε, πόσο μάλλον σε σεξουαλική δράση, τον πανικόβαλλε η ιδέα, ούτε καν με γυμνισμό την πάλευε,

η αλήθεια είναι πως ο Σάγκυ (Κοινωνική Ανθρωπολογία, Πάντειος), όπως τον φώναζαν όλοι, παρέπεμπε στο Scooby-Doo, αντί του Τζαμαϊκανού τραγουδιστή που σάρωνε στα 90s στο MTV με το Bombastic (του είχε κάνει μεγάλη χάρη ο φίλος, και νονός του στα 18, πίστευε ο ίδιος, ποιος δεν θα θελε για όνομα ένα εύηχο ξενικό παρατσούκλι, αντί μια σύνηθη Ελληνικούρα τύπου Κώστας, δεν τον έψηνε ούτε ο Άγγελος), αν και δεν το γνώριζε, ήθελε να το κάνει με την Δανάη,

η οποία, Δανάη (Σχολή Βακαλό: Interior Design), δεν είχε στο πρόγραμμα να κάτσει φάση με κάποιο από τα αγόρια της παρέας των διακοπών, δεν ήταν ξενέρωτη, ούτε στον χαρακτήρα της ωστόσο τα ερωτικά μπουρδουκλώματα, τα τερτίπια της καρδιάς, η Δανάη ήταν Ελληνοβελγίδα (η μαμά της καταγόταν από την Βαλλωνία, το Γαλλόφωνο Βέλγιο, ο μπαμπάς της Έλληνας, πολιτικός μηχανικός), άρα ιδιαιτέρως επιθυμητή, καθότι λιγότερο κοινός, για την Ελλάδα, ο τύπος της ομορφιάς της, έτσι ώστε να μην αγχώνεται να χαράσσει στρατηγικές για πιθανά ταίρια, είχε συνηθίσει να της έρχεται ο έρωτας στο πιάτο, όπως πολλά, εκτός του φαγητού αφού μαγείρευε συχνά, της νοίκιαζαν διαμέρισμα οι γονείς της στο ντεμί Παγκράτι, οι υπόλοιποι έμεναν ακόμα στο πατρικό τους, εκτός από την Λίνα,

το Λινάκι (Οικονομικά στο BCA College), είχε ζήσει μέχρι τα δώδεκα στην Αυστραλία, πριν η οικογένεια της επιστρέψει στον τόπο καταγωγής, την Πάτρα, στην Αθήνα είχε έρθει για σπουδές, το Λινάκι δεν ήθελε να κάνει σεξ με κάποιον εκτός από το αγόρι της (θεωρητικά μιλώντας, θα έκανε μια εξαίρεση για τον Jonathan Rhys Meyers λόγω Velvet Goldmine), σπάνια περνούσαν τέτοιες σκέψεις από το μυαλό της (από του φίλου της περνούσαν τα Σουκού), ήθελε την σιγουριά της, ασφάλεια, μονογαμία, σταθερότητα,

ο Αριστομένης (Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ), προετοίμαζε τον εαυτό του για ακαδημαϊκή καριέρα (οι γονείς του ήταν καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), φιλότεχνος, βιβλιοφάγος, αγαπούσε το σκάκι (κανείς άλλος δεν έπαιζε σκάκι, ούτε τάβλι φυσικά), δεν άφηνε να φανούν τα συναισθήματα του,

ο Κέιβ (Φιλολογία, Ε.Κ.Π.Α.), από το Nick Cave, μεγάλος θαυμαστής του οποίου ήταν ο, κατά κόσμον, Τάσος από το Μπραχάμι, τις λιγουρευόταν όλες, πάντως δύσκολα κάποια κοπέλα από τις πέντε της παρέας θα το έκανε μαζί του, με την πιθανή εξαίρεση της...

Μαρού, ή Ραλλού (Ψυχολογία, Ε.Κ.Π.Α.), προσθήκη της τελευταίας στιγμής στο μιξ των καλοκαιρινών διακοπών, εξού και μπέρδευαν -ηθελημένα ή και μη- συνέχεια το όνομα της, μια κοπέλα που δεν ήξερε τι ήθελε, περίπου για τα πάντα, κατά συνέπεια, δεν ήταν σίγουρη αν θα ήθελε να κοιμηθεί με κάποιο από τα πέντε αγόρια που θα περνούσαν μαζί λίγες μέρες του Αυγούστου, είχε πάντως φασωθεί, τέλη Ιουνίου, πρώτα με τον Κέιβ, στο τέλος της εβδομάδας ακολούθησε ο Αριστομένης που αντιμετώπισε το περιστατικό ως μια υποσημείωση της υποσημείωσης στο αέναο, και ολοσδιόλου μάταιο, παιχνίδι της ζωής, προς απογοήτευση του φίλου του, η ιστορία ξεχάστηκε έπειτα από δύο εβδομάδες,

η Τζο (ηθοποιός) σκεφτόταν έναν τύπο στην Αθήνα με τον οποίο είχε πηδηχτεί κάποιες φορές τους τελευταίους μήνες, για εκείνον ωστόσο, θαμώνα στο Pop, το στέκι τους στο κέντρο της πόλης, ήταν ένας αύξων αριθμός στην λίστα με τις κοπέλες που είχαν διανυκτερεύσει στο διαμέρισμα του στο ευηπόληπτο Θησείο,

ο Γιώργος Μπακούλας (εν δυνάμει μουσικός), το επώνυμο του είχε κριθεί ομόφωνα κακόηχο, τον φώναζαν λοιπόν Μπακού, σαν την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, χώρα που μάλλον κανείς δεν μπορούσε να εντοπίσει με ευκολία στον χάρτη, δεν θα είχε πρόβλημα να κάνει σεξ με όλες τις κοπέλες των διακοπών, είχε τον νου του στην τρομπέτα πάντως εκείνο το καλοκαίρι, κουβάλησε μάλιστα το όργανο μαζί του, είχε αρχίσει να σκέπτεται στα σοβαρά να ασχοληθεί επαγγελματικά με την μουσική,

η Μαριάνθη (ηθοποιός), κολλητή με το Λινάκι, αδιαφορούσε ερωτικά για τα αγόρια της παρέας, πόσο μάλλον που στο παρελθόν, είχε απορρίψει ευγενικά επιπόλαιες νύξεις από τον Αριστομένη αλλά και τον οικοδεσπότη τους...

...τον Καρακάξη (σπουδές: κανένας λόγος), όλες τις ήθελε, αν και δεν ήταν ερωτευμένος, δεν τρελαινόταν να κάνει σεξ μαζί τους, με καμία τους δεν ήταν κολλημένος, πάντως τις ήθελε, ήταν συλλέκτης εμπειριών, και δεν ένοιωθε καθόλου μόνος,

πέντε χρόνια προηγουμένως, καλοκαίρι του 1999, τριγυρνώντας στο κέντρο της νυχτερινής Αθήνας, καπνίζοντας Φτηνά Τσιγάρα, ο Ρένος Χαραλαμπίδης δήλωνε «συλλέκτης στιγμών»,

ενώ, το 1997, ο live δίσκος Εμπειριών Συλλέκτης του Νότη Σφακιανάκη, έγινε πλατινένιος, μάλιστα διπλά (100.000 αντίτυπα), η μανία της συγκεκριμένης συλλογής (κάθε συλλέκτης και ένας μικρός μανιακός), αφορούσε, αρχικά, ειδικές κοινωνικές ομάδες, συγκεκριμένους ανθρωπότυπους, τυχοδιώκτες, παραδείγματος χάριν, ταξιδιάρηδες, απροσάρμοστους, μποέμ, οπορτουνιστές, τρελούς μπάσταρδους,

διαχύθηκε στα πλήθη -στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη- στα 90’s, έγινε ίδιον μιας κοινωνικής τάξης, της global north μεσαίας, των καταναλωτών, η οποία,

απαλλαγμένη από τις σκοτούρες και το άχθος για την επιβίωση, των από κάτω,

την στοχοπροσήλωση (ανοικτά 24h, διανυκτερεύει ως χασάπικο, πότε πότε φαρμακείο), παράγωγο της αναγκαιότητας για την αναπαραγωγή της ισχύος, των από πάνω,

με αεροπλάνα, τρένα, και κρουαζιερόπλοια φθηνά, ταξίδεψε σε μέρη μακρινά (άλλοτε γνώρισε, αχάμπαρη συχνά), δικτυώθηκε διαδικτυακά, δοκίμασε εξωτικά φαγητά (άλλοτε γεύτηκε, ενίοτε απογοητεύτηκε), εμβαπτίστηκε, καταδύθηκε στην κουλτούρα της εμπειρίας (immersive experience):

-        YOLO is an acronym for "you only live once", it became a popular internet slang term in 2012, it expresses the view that one should make the most of the present moment and not worry excessively about any possible consequences; the phrase (not the acronym) dates to the 19th century, YOLO was entered into the Oxford English Dictionary as a word in 2016.



[1]Η συγκεκριμένη ατάκα βρέθηκε για κάποιο καιρό στα χείλη ολόκληρης της κανιβαλιστικής Ελλάδας όταν στις 2 Δεκεμβρίου του 1999, στην τηλεοπτική εκπομπή «Ζούγκλα» του Μάκη Γαϊδουραγκαθόπουλου, προβλήθηκε ένα ροζ βίντεο γνωστού καλλιτέχνη.

 

 

No comments:

Post a Comment