3.7.24

Summer Pop

 

ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΟΥΡΑΣ

Ήταν «αλτέρνατιβ», «εναλλακτικοί», όταν οι Έλληνες, κατά πλειοψηφία, έβρισκαν διαφυγή στις διακοπές του Πάσχα στο χωριό, κανόνιζαν τριήμερο Ζαγοροχώρια, οι indie της Αθήνας των 2000s,

ήθελαν να φασωθούν με κάποιον από τις λίγες χιλιάδες κόσμου που ταξίδεψαν στο Λαύριο την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου του 2004 για το Synch Festival, το 1ο  Φεστιβάλ Ηλεκτρονικής Μουσικής και Ψηφιακών Τεχνών στο Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο (πρώην Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου), ή την Μαλακάσα, και το Rockwave Festival, για το live των Pixies, το βράδυ της 21η Ιουνίου, την ίδια ώρα, η Εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου προκρινόταν για πρώτη φορά στην ιστορία της από την φάση των ομίλων στο EURO 2004 αποκλείοντας Ρώσους και Ισπανούς,

να κάνουν φίλους, κολλητούς, από την δεξαμενή των ανθρώπων που έβγαζαν κάρτα δέκα προβολών στις Νύχτες Πρεμιέρας,

ειδική μνεία ας γίνει στους χίλιους εκατόν είκοσι τέσσερις νεανίες, αιωνίως νεανίες, που στήθηκαν στην ουρά του ταμείου του κινηματογράφου ΑΠΟΛΛΩΝ στην οδό Σταδίου ώστε να αγοράσουν εισιτήριο για το 24 Hour Party People, η μουσική ταινία του Michael Winterbottom για την σκηνή του Manchester (Joy Division, New Order, Happy Mondays κτλ) έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στα πλαίσια του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας (12-19 Σεπτεμβρίου 2002), κάποιοι τα κατάφεραν, ανάμεσα τους η Τζο, η Δανάη, το Λινάκι, ο Σάγκυ, η Μαρού, ή Ραλλού, που τότε δεν την γνώριζαν, και ο Κέιβ, άλλοι στάθηκαν άτυχοι, η προβολή έγινε sold out,

κύλησε δίχως απρόοπτα, με την εξαίρεση της εμφάνισης του Ηλία Φραγκολιά, καθόλου αναπάντεχη, απασχολούνταν άλλωστε σε media, παρουσίαζε την περίληψη της πλοκής των ταινιών της εβδομάδας με τα δικά του λόγια,

ψηλός, μελαχρινός, κοντά σκούρα μαλλιά, αυτιά πεταχτά, και κοκκάλινα γυαλιά, ήταν γνωστός στους Αθηναίους σινεφίλ ως «ο serial killer της avant-première»,

ο Φραγκολιάς γελούσε δυνατά, κακαριστά, το γέλιο του διαρκούσε τον διπλάσιο χρόνο από των θεατών στην αίθουσα, δεν ήταν τρανταχτό, αν ήταν ζώου, θα ήταν Cuculus canorus canorus, κοινός κούκος δηλαδή, χαχάνιζε στα must μιας εφηβικής κωμωδίας, λάτρευε to Brat Pack, τους νέους ηθοποιούς που πρωταγωνιστούσαν στις coming-of-age Αμερικάνικες ταινίες των 1980s (Pretty in Pink, The Breakfast Club, Weird Science), δεν κρατιόταν επίσης με τις αστοχίες μιας κινηματογραφικής περιπέτειας, παραδείγματος χάριν, στο Daredevil (2003) γελούσε δυνατά ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τους διαλόγους του Ben Affleck, πέντε χρόνια δηλαδή πριν το Marvel Cinematic Universe, με αφετηρία τον Iron Man (2008) του Robert Downey Jr., κατακτήσει τις καρδιές των κινηματογραφόφιλων, μαζί και τη δική του,

δεν άντεξε να μην γελάσει ούτε στις 18 Μαΐου του 2009 στην πρεμιέρα του Dogtooth στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών (βραβεύτηκε με Prix un certain regard), ήταν ένας από τους μόλις δώδεκα θεατές, σε σύνολο χιλίων τριακοσίων δώδεκα, που ανίχνευσε την (pitch black) κωμική φλέβα του Γιώργου Λάνθιμου, και του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου, τότε ακόμη, η ματιά των κριτικών, και του κοινού, στον Κυνόδοντα εστίαζε στον χαρακτηρισμό twisted family drama, παραβλέποντας τα ιχνοστοιχεία από deadpan satire,

ο Λάνθιμος ήταν weirdo για το διεθνές κοινό, ανωμαλιάρης για το ελληνικό,

ξεκαρδίστηκε, λοιπόν, ο Φραγκολιάς, στην σκηνή που η μεγάλη, άμαθη, έγκλειστη, κόρη ρώτησε «μαμά τι είναι μουνί;», 

«μουνί είναι η μεγάλη λάμπα, παράδειγμα, το μουνί έσβησε και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι», απάντησε η μαμά της και το Bazin Theater στις Κάννες γέμισε από εκκωφαντικά ασταμάτητα γέλια ενός και μόνο ανθρώπου, τον πέταξαν έξω,

βαθμολόγησε τον Κυνόδοντα με πέντε στα πέντε αστεράκια,

σε πείσμα του Ριζοσπάστη που έκρινε πως «το έργο είναι ιδεολογικά μεταβατικό, γι' αυτό είναι και δειλό! το λανσάρουν για να τσιμπήσουμε... συνιστά τον πρόδρομο μιας πιο ωμά αντικομμουνιστικής τέχνης, στα πλαίσια της εκστρατείας της Ε.Ε. που στόχο έχει το χτύπημα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της ταξικής πάλης»[1], δεν τσίμπησαν ούτε οι αρμόδιοι φορείς του κράτους ώστε να ενδιαφερθούν να χρηματοδοτήσουν την επόμενη ταινία του βραβευμένου σκηνοθέτη,

«δεν περιμέναμε ότι μετά την επιτυχία του Κυνόδοντα, το βραβείο στις Κάννες, την υποψηφιότητα για Όσκαρ, θα ξεκινούσαμε μια ταινία πάλι από το μηδέν, χωρίς τίποτα, ζητώντας λεφτά από τους φίλους σου, περιμένοντας από το συνεργείο και τους ηθοποιούς να παίξουν τζάμπα στο φιλμ, ελπίζοντας για ένα θαύμα»,[2]

η σχέση ανόθευτης αγάπης του Φραγκολιά για το σινεμά του Λάνθιμου έμελλε να του κοστίσει την ίδια του την ζωή, τον πρόδωσε η καρδιά του εντός της κινηματογραφικής αίθουσας, στην πρεμιέρα του Poor Things τα Χριστούγεννα του 2023, γελώντας ασταμάτητα όταν η Bella Baxter (Emma Stone) περιέγραψε το sex ως “furious jumping,” έτσι ώστε κανείς δεν έμαθε ποτέ, αν το γέλιο του Ηλία ήταν αποτέλεσμα κάποιας σπάνιας γενετικής προδιάθεσης, ή προϊόν του σύνδρομου attention whore,

αν βαριόταν, γελούσε και στα δράματα, παραδείγματος χάριν στην τελική σκηνή του Heaven του Tom Tykwer, έκανε επίσης πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας τον Σεπτέμβρη του 2002, έβρισκε αφόρητα αταίριαστο το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, δεν άντεχε τον Giovanni Ribisi, λάτρευε την Cate Blanchett, ξέσπασε σε γέλια, ο μόνος στην αίθουσα, σε μια στιγμή αγωνίας, προκαλώντας έντονο εκνευρισμό στον Αριστομένη,

νευρίασε και τον Κέιβ, λίγες ημέρες αργότερα στον ΑΠΟΛΛΩΝ, στο 24 Hour Party People, η ταινία αφηγείται την προσωπική ιστορία του Tony Wilson, ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρίας Factory Records και του club The Haçienda, αναμειγνύοντας αληθινά γεγονότα, urban legends, και φήμες, 

όπως εκείνη που ήθελε τον Howard Devoto, frontman των punk rockers Buzzcocks να κάνει σεξ με την πρώτη σύζυγο του Wilson στις τουαλέτες του Haçienda, ο Devoto εμφανίζεται στην ταινία, να σχολιάζει την συγκεκριμένη σκηνή, περίπου είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, κοιτώντας απευθείας προς την κάμερα, "I definitely don't remember this happening" ανέφερε παιγνιωδώς ξεραίνοντας στο γέλιο τον Φραγκολιά – είχε μόλις γκρεμιστεί ο τέταρτος τοίχος (the fourth wall), όταν δηλαδή οι ηθοποιοί επικοινωνούν με το κοινό κοιτώντας προς τον θεατή, σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα στο έργο,

έπειτα από την ολοκλήρωση της προβολής, πίνοντας mojitos στο Pop (σε απόσταση πέντε λεπτών από τον κινηματογράφο της Σταδίου), η σκηνή, το σπάσιμο του τοίχου, σχολιάστηκε με ενθουσιασμό από την Τζο και το Λινάκι, δίνοντας την κατάλληλη ευκαιρία στον Σάγκυ να εκφράσει για πολλοστή φορά την αγάπη του για τον Woody Allen,

«όταν ο Woody σάρωνε τέταρτους τοίχους με το χιούμορ του στο Annie Hall, και στο The Purple Rose of Cairo, ο Michael Winterbottom φορούσε ακόμα κοντά παντελονάκια και έβλεπε από την τηλεόραση την εθνική Αγγλίας να αποκλείεται πρόωρα σε κάποιο Μουντιάλ», είτε έκαναν πως δεν άκουσαν, είτε δεν τον άκουσαν, τα κορίτσια συνέχισαν να πίνουν τα ποτά τους,

επισκέφθηκαν, όλοι τους, τον κινηματογράφο ΑΠΟΛΛΩΝ ουκ ολίγες φορές, μέχρι την νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012, περίπου δέκα χρόνια από την πρεμιέρα του 24 Hour Party People, όταν κατά την διάρκεια μιας μεγάλης διαδήλωσης ενάντια στα νέα μέτρα οικονομικής λιτότητας ξέσπασαν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, η φωτιά που προκλήθηκε από βόμβες μολότοφ τύλιξε το εκλεκτικιστικό κτίριο με τις γωνιακές πυργοειδείς απολήξεις σε σχέδια του Ernst Moritz Theodor Ziller, και έτος κατασκευής το 1881,

το κτίριο κάηκε, ο ΑΠΟΛΛΩΝ (εκείνη την εβδομάδα προβαλλόταν το Carnage του Roman Polanski) σώθηκε, 

δώδεκα χρόνια αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου του 2024, ο κινηματογράφος παρέμενε κλειστός, το κτίριο εξακολουθούσε να περιτρυγυρίζεται από αλουμινένιες λαμαρίνες...

 

 

No comments:

Post a Comment