26.7.24

Summer Pop

 

 ΚΙΝΕΤΤΑ

Κουβέντιαζαν τσιμπολογώντας από ψάρια, την χωριάτικη, το σαγανάκι, καταβροχθίζοντας τηγανητές πατάτες, τιμώντας κερασμένα πιταρούδια (ροδίτικοι ρεβιθοκεφτέδες), πίνοντας κρασάκι, το σωστό, το γνώριζαν, στην θεωρία ήταν το λευκό,

πάνω στο κέφι του ήρθε κι η αλητεία του, ο Καρακάξης ζήτησε Pathos ροζέ (100% Syrah), παρήγγειλε και ερυθρό ξηρό (60% Syrah- 40% Cabernet Sauvignon), κρασιά με Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη, διαλεχτά προϊόντα της C.A.I.R. (Compagnia Agricola Industriale Rodi), η εταιρεία δημιουργήθηκε το 1928 από τέσσερις Ιταλούς και δύο Ιταλοεβραίους, παρήγαγε πρώτη στην Ελλάδα αφρώδη οίνο με την παραδοσιακή γαλλική μέθοδο, δηλαδή δευτερογενή ζύμωση στη φιάλη, 

συζητούσαν για πράγματα που θα τα ξέχναγαν σχεδόν αμέσως, μεταξύ άλλων που τα πήρε το μελτέμι, να τα σκορπίσει στην Αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα, η Τζο εξέφρασε τον θαυμασμό της για το καλλιτεχνικό κίνημα fluxus, με κύριους εκφραστές τον Joseph Beuys[1] και την Yoko Ono,[2] γνωστή στην παρέα, αλλά και γενικότερα, ως απεχθής Γιαπωνέζα, σύζυγος του John Lennon, που έφταιξε (#NOT) για την διάλυση των Beatles, αντί για διάσημη καλλιτέχνιδα της avant-garde,

«ο Milan Kundera έλεγε πως η αβάν-γκαρντ είναι η ιδεολογικοποιημένη έκφραση του μοντερνισμού, εξού και η δευτερεύουσα σημασία της θα συμπλήρωνα εγώ» αποκρίθηκε ο Αριστομένης, για να μην κουράσει τους υπόλοιπους, δεν επεκτάθηκε στην επεξήγηση της σκέψης του Τσέχου μυθιστορηματογράφου, ο οποίος,

δεν πίστευε πως η καλλιτεχνική πρωτοπορία της Δύσης του 20ου αιώνα ήταν απαλλαγμένη από ιδεολογικά βαρίδια, πιθανόν, λοιπόν, να συμφωνούσε με τον Γιάννη Τσαρούχη όταν έλεγε πως «η μοντέρνα τέχνη στην επιθυμία της να είναι μοντέρνα, ξεχνάει να είναι τέχνη»,[3]

«μισό αιώνα επιθυμιών αργότερα, η μοντέρνα τέχνη στην επιθυμία της να είναι τέχνη, ξεχνάει τι είναι τέχνη», όπως το έθεσε ο Αριστομένης, δεκατρία χρόνια αργότερα, σε μια διάλεξη που προκάλεσε αντιδράσεις, καλοκαίρι του 2004 ωστόσο,

οι περισσότεροι ένευσαν καταφατικά, όλοι φάνηκαν να συμφωνούν, κανένας δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο Αριστομένης μέσω του Κουντέρα, άλλαξε συζήτηση η Τζο,

αναφέρθηκε στην ταινία ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, του Γιώργου Λάνθιμου, η Κινέττα θα προβάλλονταν τον επόμενο χρόνο στο screening room του Nixon στον Κεραμεικό (πίσω από το BIOS), μέρος της διακόσμησης του εκλεκτικού bar restaurant ήταν ένας πίνακας με τον 37ο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να παίζει μπόουλινγκ, φόρος τιμής στο χιούμορ των αδελφών Κοέν,[4]

«και τι θέμα έχει;» ρώτησε αδιάφορα η Μαριάνθη, το όνομα της ταινίας, του δημιουργού, ήταν άγνωστα σε όλους,

«δεν είναι η πλοκή το θέμα, είναι πολύ μοντέρνα ταινία, πειραματική, τελοσπάντων, εγώ πάντως γενικά δεν βλέπω κ α θ ό λ ο υ ελληνικό κινηματογράφο...»

έσπευσε να συμπληρώσει ώστε να μην παρερμηνευθεί, έντυσε την καταληκτική της ατάκα με την σήμα κατατεθέν γκριμάτσα της, στρίβοντας νωχελικά το πρόσωπο της, έκλεινε ανεπαίσθητα τα βλέφαρα της, έσφιγγαν τα δύο λεπτά της χείλη, το πρόσωπο της μεταμορφωνόταν με έναν τρόπο που τα αγόρια, οι άντρες, τον έβρισκαν συχνά σαγηνευτικό, άλλοι κομπλεξάρονταν (κυρίως οι εκτός των –αόρατων- τειχών της φάσης), όσο για τις κοπέλες, ορισμένες την κατέτασσαν στις σνομπαρίες, κάποιες ήθελαν να της μοιάσουν, εν τω μεταξύ,

η Μαριάνθη είχε κάπως προσβληθεί, από τον αφορισμό της Τζο για τις ταινίες made in Greece, όπως το έκανε σαφές αργότερα το βράδυ στα απρόθυμα για θάψιμο, εκείνη την στιγμή, αυτιά της κολλητής, δεν ήταν πάντως φαν της 7ης τέχνης, υπερασπιζόταν με θέρμη την ανωτερότητα του θεάτρου έναντι του σινεμά, «πόσο μάλλον στην Ελλάδα!», εκτιμούσε ορισμένες κλασικές ταινίες, του Visconti, ή του Bergman, τις είχαν αναλύσει στην δραματική, απολάμβανε και Αμερικάνικες κομεντί που έβλεπε μαζί με το Λινάκι, δεν θυμόταν ποτέ τον τίτλο τους, ούτε φυσικά την υπόθεση τους, από ελληνικές ταινίες είχε ξεχωρίσει το Αυτή η νύχτα μένει (2000), μία νέα όμορφη κοπέλα, η Στέλλα, φιλοδοξεί να γίνει διάσημη τραγουδίστρια, πολλά τα εμπόδια, ανακουφιστικό το happy end,

γενικά μιλώντας, κανείς δεν διαφωνούσε ριζικά με την ουσία του αφορισμού της Τζο,

ο Καρακάξης «δεν έβλεπε ελληνικό κινηματογράφο», γούσταρε όμως -metaξύ σοβαρού και αστείου- την cult ταινία του Πάνου Κούτρα, Η Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά (1999), σε έναν μικρό ρόλο εμφανίστηκε ένα gay αγόρι που σύχναζε στο Pop (εργάστηκε στον χώρο της μόδας), αλλά και ο Μένιος Φουρθιώτης, μετέπειτα μάνατζερ της Μις Γιανγκ και Β’ Σταρ Ελλάς Τζούλιας Αλεξανδράτου, στις 3 Μαρτίου του 2010, ένα μπουκάλι Γαλλικής σαμπάνιας έγινε στα χέρια της sex toy για τις ανάγκες μιας ταινίας ερωτικού περιεχομένου που ξεπούλησε σε dvd στα περίπτερα όλης της χώρας (εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, επιπροσθέτως, κατέβασαν το video από το The Pirate Bay, ανάμεσα τους Κέιβ, Σάγκυ, και Μπακού), αναγκάζοντας την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να ανακοινώσει νέο πακέτο μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης μεγέθους ίσου με το 3,5% του Α.Ε.Π. (αυξήθηκαν, ταυτόχρονα, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε τσιγάρα και αλκοολούχα ποτά),

στο Λινάκι και το αγόρι της άρεσαν τα Φτηνά Τσιγάρα (2000) του Ρένου Χαραλαμπίδη, ο σκηνοθέτης είχε μεταπηδήσει στην τηλεόραση, εμφανιζόταν σε τηλεοπτικά σίριαλ αμφιβόλου ποιότητας, κατά συνέπεια, δεν έβγαλαν κουβέντα,

ο Μπακού είχε πωρωθεί με το Σπιρτόκουτο (2002) του Γιάννη Οικονομίδη, η ταινία-φαινόμενο αναπαριστούσε πειστικά την μικροαστική μιζέρια της εποχής, ο Κέιβ με τις δύο δεκαεπτάχρονες πόρνες του Hardcore (2004), πάλευαν να επιβιώσουν μέσα σε έναν κόσμο διαφθοράς, βίας, και ναρκωτικών, στο τέλος ερωτεύονται η μία την άλλη, ταυτόχρονα, εξακολουθούσαν να χαζεύουν ελληνικές βιντεοταινίες των ‘80s στην μεσημεριανή ζώνη της ιδιωτικής τηλεόρασης, κωμωδίες δηλαδή, κάφρικες, λαϊκές, ευχάριστες, ή κακόγουστες, με προτίμηση στον Κώστα Τσάκωνα και τον Στάθη Ψάλτη αντίστοιχα, ήταν το κοινό τους μυστικό, δεν ανέφεραν οτιδήποτε το σχετικό, ώστε να μην να προκαλέσουν την –δεδομένη- χλεύη της παρέας γύρω από το τραπέζι της ψαροταβέρνας,

ο Αριστομένης αναγνώριζε την καλλιτεχνική αξία των κινηματογραφικών εικόνων του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενοχλούνταν σφόδρα ωστόσο από την αριστερή οπτική γωνία της θέασης της νεοελληνικής ιστορίας εκ μέρους του σκηνοθέτη,

η Δανάη έβλεπε ταινίες με hype που προβάλλονταν σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, μνημόνευε τον Jean Luc Godard, από Ελληνικό σινεμά «δεν θυμόταν να είχε δει κάτι τον τελευταίο καιρό»,

όσο για την Μαρού, ή Ραλλού, κανείς δεν γνώριζε την προσωπική της σχέση με το σινεμά.

 

 

 

 

 

 



[1]In How to explain pictures to a dead hare, November 26th, 1965, in Dusseldorf, Beuys slathered his head in honey and gold powder and then ran around Alfred Schmela’s gallery for three hours, going from one painting to another, clutching a dead hare to his chest and murmuring inaudible absurdities.

[2]In Film No. 4, 1966, Ono offers a procession of nude bottoms of every shape, sway, and swagger.

No comments:

Post a Comment