REBOUND
Οι μισοί της Ρόδου ήταν φαν της Rebound, της υπόγας της οδού Μυθύμνης, δίπλα από την πλατεία Αμερικής,
άνοιξε το 1969 ως live σκηνή για ροκ συναυλίες, μετονομάστηκε από Problem σε Rebound το 1986, έγινε gothάδικο[1], τόπος λατρείας για τους πιστούς του dark wave, της EBM, της goth αισθητικής, στα ‘00s υπήρχε και η επιλογή του Dark Sun στο Περιστέρι, η Rebound πάντως απέκτησε cult status,
το μαγαζί είχε μια πίστα στο σχήμα, το μέγεθος, γηπέδου μπάσκετ, όπου λάμβανε χώρα το σκάψιμο/όργωμα, ο dark χορός, ένα αέναο μπρος-πίσω, μικρά βήματα με ελαφρώς σκυφτό το σώμα, το booth του dj ήταν υπερυψωμένο, επέβλεπε το ιερό,
“Rebound is my temple
this is where I heal my hurts
for Saturday night
God is a DJ”
ένας παγανιστικός θεός που έκανε φασαρία με noise μουσική, έπιανε τα κομπρεσέρ (τα πιο hard core κομμάτια), έβαζε και πριόνια (βαρύ και ασήκωτο νέο-industrial),
gothάδες και darkάδες, αγόρια και κορίτσια με όρθια μαλλιά με ξυρισμένα πλαϊνά, στενούς κορσέδες, κοντές vinyl φούστες, τρίπατες μπότες με μεταλλικές αγκράφες, χόρευαν, έκαναν αυλάκια πάνω στην πίστα από το σκάψιμο, έριχναν ενίοτε σπρωξιές με τους αγκώνες - Cureάδες vs. Sisterάδες,
γύρω γύρω από το dancefloor, στα βιδωμένα στο πάτωμα τραπέζια τύπου λαϊκής πίστας, ντυμένα με κόκκινα και λευκά τραπεζομάντιλα, πάνω στην καμμένη από τσιγάρα μοκέτα του 1980, κάθονταν, έπιναν, κάπνιζαν, μελαγχολούσαν, τύποι και τύπισσες με κολλητά παντελόνια, ξασμένα μαλλιά, μαύρο μακιγιάζ στα μάτια, επίσης άσχετοι με την συγκεκριμένη φάση, πήγαιναν Rebound για την φάση,
το μπαρ, στε μια γωνία του club, σέρβιρε σε μακρύ ποτήρι αλησμόνητες, εχθρικές προς το στομάχι, μπόμπες προς 6 ευρώ, μπύρες σε αλουμινένιο κουτί για 3 ευρώ,
οι περισσότεροι απ’ όσους κατέβαιναν τις σκάλες του μαγαζιού ήταν ήδη πιωμένοι, ή κόκκαλο, τα ντράγκς απαγορεύονταν (πολύ) αυστηρά εντός του μαγαζιού, κανείς δεν ήθελε να μπλέξει με το αφεντικό, φάτσα της νύχτας, πενηντάρης, τύπος της πιάτσας, ο Γιάννης, βρισκόταν πάντοτε στην είσοδο, με ποτό στο χέρι (τζην τόνικ) και ένα Lucky Strike στο στόμα, έριχνε πόρτα, και καμιά ψιλή, σε καμμένους, τρελαμένους, μεθυσμένους καυγατζήδες,
η Rebound άνοιγε το Σάββατο αποκλειστικά, αφτεράδικο, γέμιζε μετά τις 02:00, πρωτίστως ήταν χρονοκάψουλα, σε έβγαζε στα ‘80s, κάπου στο παρελθόν έπρεπε να σε ξεβράζει, κατέβαινε κανείς στο υπόγειο, πλησίον Πατησίων, ώστε να βρεθεί για λίγες ώρες σε ένα παράλληλο σύμπαν με ρούχα με δίχτυ ή PVC, γάντια χωρίς δάχτυλα από δαντέλα, μανικιούρ-κάρβουνο, τσόκερ με καρφιά, σε εκείνο το άσυλο από την νεοελληνική καθημερινότητα κατέφευγε ο Καρακάξης, ο οποίος,
ήταν ένα κλασικό Κιουράκι με σκούρα καστανά μαλλιά σηκωμένα με hairspray προς τα πάνω στο στυλ του Robert Smith των Cure, ντυνόταν με σακάκι, κολλητό πουκάμισο, παντελόνι σε γραμμή σωλήνα, δερμάτινες μπότες ή μποτίνια, όλα μαύρα, ανέβηκε, με τον καιρό, από την πρώτη πίστα των darkάδων (Echo & The Bunnymen, Joy Division) στο λέβελ των ψαγμένων (Clan of Xymox, Klaus Nomi),
αλλά και η Μαρού, ή Ραλλού, ο Αριστομένης, ο Κέιβ, η Μαριάνθη, προτιμούσαν σκούρα χρώματα, απέφευγαν, όσο μπορούσαν, την απευθείας έκθεση στον ήλιο, στην καθημερινότητα τους, στις διακοπές, για λόγους που δεν σχετίζονταν με την πιθανότητα καρκίνου του δέρματος, ένοιωθαν πιο άνετα να κυκλοφορούν, να ονειρεύονται, να επικοινωνούν, νυχτερινές ώρες,
όπως και να ‘χει, σε πείσμα του coolness της προσκόλησης στην γκάμα των αρνητικών συναισθημάτων της ηλικίας κάτω των 25, της νεοκυματικής μαυρίλας, της goth extravaganza του πεσιμισμού, κανένα από τα darkόνια της παρέας της Ρόδου δεν σκεφτόταν σοβαρά το τέλος, ένα κάποιο άσχημο τέλος τελοσπάντων·
- «γιατί χορεύεις συνέχεια;»
- «αν σταματήσω να χορεύω, θα σταματήσει η καρδιά μου»,
απάντησε ο βρικόλακας Ζανό, χόρευε ασταμάτητα στην ξύλινη πίστα της Rebound, αναζητούσε ένα θερμό κορίτσι, καιγόταν, σκορπιζόταν, στην Αθήνα του 1984, στην ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ Νορβηγία,
- «γιατί σκάβεις συνέχεια;»
- «αν σταματήσω να οργώνω, θα χαλάσει η φάση μας»,
απάντησε το κιουράκι Καρακάξης, χόρευε ασταμάτητα στην ξύλινη πίστα της Rebound, αναζητούσε ένα θερμό κορίτσι, καιγόταν, από MDMA, σκορπιζόταν, από βότκες, στην Αθήνα του 2004,
στο αδύνατο κορίτσι με το χλωμό πρόσωπο -το στόλιζε με σκούρο κόκκινο κραγιόν- και την αισθησιακή φωνή, καρέ μαλλί, faux γουναρικό, μάξι φόρεμα, δερμάτινα μποτάκια, όλα μαύρα,
η Μαιρούλα που έγινε Μαίρη που έγινε Mary.
[1] “Bauhaus's debut single, Bela Lugosi’s Dead, released in 1979, was retrospectively considered to be the beginning of the gothic rock genre."
No comments:
Post a Comment