Ο ΞΙΦΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ
Το χταποδάκι ήταν νοστιμότατο, ξυδάτο, είχαν προνοήσει οι γονείς του Καρακάξη, τηλεφώνησαν στον ιδιοκτήτη της ταβέρνας, προανήγγειλαν την άφιξη του, παραμόνευε, αποφεύχθηκε ο κίνδυνος, για τους ανέμελους παραθεριστές, να κατανάλωναν μοσχιό, αντί για το χταπόδι,
ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσεις το μοσχοχτάποδο, ή καλαμαροχτάποδο, από το χταπόδι είναι οι βεντούζες, τα χταπόδια έχουν δύο σειρές σε κάθε πλοκάμι, ο μοσχιός μία, είναι πολύ φθηνότερος καθώς υστερεί σε γεύση, κοστίζει περίπου 3 ευρώ το κιλό, ένα φρέσκο χταπόδι κοστίζει από 13 μέχρι 20, κατεψυγμένα ακολούθησαν τα καλαμαράκια για την Μαριάνθη, τον Μπακού, και το Λινάκι, η οποία,
όταν ήρθε ο σερβιτόρος, κάνοντας χρήση μιας αβίαστης, ανεπιτήδευτης αθωότητας, την χαρακτήριζε, την βοηθούσε να υπερπηδά εμπόδια πολύ συχνά, αναρωτήθηκε παραπονιάρικα, στα φωναχτά,
«ααααχχχ ποιος έχει όρεξη να καθαρίζει κοκκαλάκια... καλαμαράκια θα πάρω»,
«...»
συμπλήρωσε ο φίλος της, καθόταν δίπλα της, είχε αγχωθεί συνυπολογίζοντας την πείνα του (μεγάλη), την έλλειψη εξοικείωσης με τις τσιπούρες, πόσο μάλλον το μπαρμπούνι (αξιοσημείωτη), και τα χρήματα, κανείς δεν κατάλαβε ποιός, ή γιατί, παρήγγειλε σουπιόρυζο, ενώ, επίσης, δεν είχε διευκρινιστεί ο τρόπος πληρωμής, όλοι απέφυγαν να θίξουν ένα ευαίσθητο θέμα (αν όχι απαραίτητα σε ένα μεζεδοπωλείο, οπωσδήποτε σε μια ψαροταβέρνα), στο τέλος, έγινε μια απλή διαίρεση (δόθηκε χάρη στον Κέιβ από τον οικοδεσπότη),
μάλλον τυχαία, σίγουρα ανέλπιστα, τον έβγαλε από την δύσκολη θέση η Δανάη, με την μέγιστη δυνατή φυσικότητα, έπειτα από χρόνια εξάσκησης, ρώτησε δυνατόφωνα αν άρεσε σε κάποιον ο ξιφίας, να μοιραστεί μαζί της μια μερίδα, προσφέρθηκε ο Σάγκυ, χρειάστηκε να αλλάξει θέση στο τραπέζι, έκατσε απέναντι της, η Δανάη είχε πιάσει μια γωνία, δύο θέσεις δεξιά από το Λινάκι, στα αριστερά είχε την θάλασσα, επικρατούσε νηνεμία, «όπως και στο πρόσωπο της...»,
...βαθουλωτά καστανά μάτια, έντονα ζυγωματικά, διακριτικά κυρτά χείλη, τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει, η λεύκη παρέμενε ανεπηρέαστη, κηλίδες αποχρωματισμού του δέρματος εμφανίζονταν στο πρόσωπο, λίγο στον λαιμό, τα χέρια της, δεν ξεχώριζε δραματικά, η Δανάη, όπως και το Λινάκι, δεν μαύριζαν, ήταν το δεύτερο κορίτσι της παρέας με αφέλειες, καστανομάλλα, french bob, ασύμμετρο κοντό καρέ, έφθανε μέχρι το σαγόνι (το Λινάκι είχε μακρύ καρέ με χαλαρές αφέλειες), 1,70 ύψος, 60 κιλά και ομοιόμορφη κατανομή βάρους, δεν πάχαινε εύκολα λόγω καλού μεταβολισμού, πρόσεχε, ούτως ή άλλως, την διατροφή της για λόγους υγείας (η Τζο, η Μαριάνθη, επίσης),
έδειχνε γοητευτικό στα μάτια του, αντί για μειονέκτημα, το αυτοάνοσο της Δανάης, ο Σάγκυ σιωπηρά απορούσε, ο Καρακάξης μιλούσε, η Μαριάνθη με κάποιον διαφωνούσε, ο Μπακού πεινούσε,
ο ξιφίας σερβιρίστηκε, η Δανάη έκοψε, καθάρισε, έβαλε το μισό ψάρι στο πιάτο του με προσοχή (σ’ εκείνον έμοιαζε με καλλιεργημένη χάρη), όσο για το ποτήρι, η κοπέλα του πρόσθεσε επιπλέον κόκκινο κρασί, χωρίς να τον ρωτήσει, έβαλε και στο ποτήρι της Δανάης, χωρίς να την ειδοποιήσει, χρειάστηκε εκείνη να την σταματήσει, ώστε να μην το γεμίσει,
«μμμ... νόστιμος φαίνεται... έχουμε ξιφία στην Ελλάδα ρε παιδιά; από πού να τον εισάγουν; μήπως τον φέρνουν από την Γαλλία;» η Δανάη ανακούνησε τους ώμους της,
«λες να τον φέρνουν από την ΓΑΛΛΙΑ μπέμπι;» επέμεινε το Λινάκι, επέστρεψε στην θέση της, κοίταξε επίμονα προς την μεριά του φίλου της, στον οποίο,
επ’ ουδενί δεν δόθηκε η δυνατότητα να στραβώσει με την άνεση του για την δημόσια χρήση του «μπέιμπι», το οποίο το κορίτσι του πρόφερε κάθε φορά ως «μπέμπι», κόβοντας δηλαδή το «ι», ενισχύοντας, άθελα της, την ντροπή του αγοριού της, όσο τον ευχαριστούσε όταν τον έλεγε «μπέμπι» στις ιδιωτικές τους στιγμές, δηλαδή ελάχιστα, σχεδόν καθόλου, άλλο τόσο ερχόταν σε τρομερή αμηχανία όταν το Λινάκι χρησιμοποιούσε το υποκοριστικό μπροστά σε φίλους,
απαιτούνταν ψυχραιμία, σαν φωτοβολίδα μες στη νύχτα είχε σκάσει η Γαλλία...
No comments:
Post a Comment