29.7.24

Summer Pop

 

 KARDITSA

Ήταν κάπως αμήχανα για τον Ελληνικό κινηματογράφο τα late 1990s, κυρίως τα 2000s,

o ενδιάμεσος χρόνος δηλαδή μεταξύ του Νέου Ελληνικού Σινεμά (‘70s-’80s), ανήκε στο διεθνές κίνημα των Νέων Κινηματογράφων,[1] πρωταγωνίστησαν οι σκηνοθέτες-δημιουργοί (auteur), π.χ. Θόδωρος Αγγελόπουλος, Παντελής Βούλγαρης, Νίκος Παναγιώτοπουλος,[2] η έμφαση δόθηκε στην κινηματογραφική γλώσσα, αντί για την αφήγηση,

και του Greek Weird Wave των 2010s, αφετηρία το Attenberg (2010) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, υπήρξε ως δημοσιογραφικός όρος, χρήσιμο brand για την προώθηση των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών στην παγκόσμια φεστιβαλική αγορά, διοργανώνονται παγκοσμίως χιλιάδες ετησίως, τα film festivals μεταλλάχτηκαν από δέκτες σε πομπούς, από τοποθεσίες όπου προβάλλονταν ταινίες από τις πέντε ηπείρους σε production platforms με ένα παράλληλο κύκλωμα διανομής (festival circuit),

κυριάρχησαν σταδιακά, στα’90s και τα ‘00s, σε παράλληλη τροχιά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Πέτρου Κωτσόπουλου στον χώρο των media,

το 1995 ίδρυσε την Imako Εκδοτική Α.Ε. συνεχίζοντας την έκδοση του «ΚΛΙΚ», του μεγαλύτερου σε κυκλοφορία lifestyle ελληνικού περιοδικού, λανσάροντας επίσης τα «DownTown», «Esquire», «People», αλλά και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Sfera 102.2, Nitro Radio, και Derti 98.6, το 2012 η Imako χρεωκόπησε, μαζί και ο ιδιοκτήτης, στον εναλλακτικό lifestyle παράλληλο υπήρξε το περιοδικό 01, άτυπη μεταγραφή του Βρετανικού The Face, της αισθητικής, του ύφους, και της θεματικής του, as for "the knack ...hard to get it,"

ταινίες τηλεοπτικής αισθητικής, π.χ. τα Straight Story (2006), Μόλις Χώρισα (2008), Νήσος (2009), I Love Karditsa (2010), Νήσος 2: Το Κυνήγι του Χαμένου Θησαυρού (2011), πρώτευσαν στο box office το έτος της κυκλοφορίας τους, αναστέλλοντας τις, όποιες, αξιώσεις για μια ενδιαφέρουσα mainstream κινηματογραφική αισθητική, η οποία, το 1999, καθοριζόταν από την Αδιάκριτη Γοητεία των Σερνικών και, φυσικά,

το Same Sex των 1.200.000–1.400.000 εισιτηρίων πανελλαδικά, μία από τις τρεις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού σινεμά,

-        «όλοι οι κινηματογραφικοί εισαγωγείς ζήτησαν να το δουν, όλα τα μεγάλα γραφεία, αλλά όταν το είδαν αδιαφόρησαν, το χιούμορ έχει γεωγραφικά όρια, εκτός από το χιούμορ των κυρίαρχων που γίνεται διεθνές»,[3]

στην πραγματικότητα, το χιούμορ, «η μεγάλη επινόηση του σύγχρονου πνεύματος» σύμφωνα με τον Octavio Paz, δεν έχει εθνικότητα, υπερβαίνει σύνορα, γλώσσες, ταυτότητες, κουλτούρες, συμπεριλαμβάνει –δυνητικά- τους πάντες, μια παλιά ιστορία, αν πιστέψουμε τον Marx, τον σοβαρότερο εκ των δύο, τον Groucho: "humor is reason gone mad,"

αν, λοιπόν, το Safe Sex των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, λαοφιλείς, πετυχημένοι, αξιόλογοι σκηνοθέτες του θεάτρου (κωμωδίες καταστάσεων, επιθεώρηση κτλ) και της τηλεόρασης, δεν έπεισε –κινηματογραφικά- κανέναν πέραν των ελληνικών συνόρων, οφείλεται στο γεγονός πως η ταινία αδυνατεί αδύνατον να επιβιώσει της κριτικής που επιφύλαξε ο Κωστής Παπαγιώργης για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο,[4]

-        «έστω κι αν ντρεπόμαστε να το παραδεχτούμε, οι ομορφάντρες και οι λαϊκοί τύποι, ήταν φιγούρες της επιθεώρησης μάλλον, παρά μιας τέχνης που είχε συλλάβει το μεταπολεμικό πρόβλημα της ντόπιας κοινωνίας, ήταν μικροαστικό εφεύρημα με ανυπολόγιστη αποδοτικότητα το γεγονός ότι ο ντόπιος κινηματογράφος ανακάλυψε την λαϊκή κινηματογραφική φάρσα, επινοήθηκαν το δωρεάν γέλιο, το χάπι της λαϊκής ευτυχίας»,[5]

κοντολογίς, το 1999, το Safe Sex δεν είχε καμία τύχη στην προσπάθεια να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού,

απέχοντας σαράντα ολόκληρα χρόνια από το παρελθόν, όταν Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο (1959) ντουμπλαρίστηκε και κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία της Δικτατορίας του Φρανθίσκο Φράνκο,[6]

και είκοσι πέντε από το μέλλον, τον θρίαμβο του Λάνθιμου με την μαύρη κωμωδία του Poor Things,

συνέπεσε χρονικά με την Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων (1999) του Δήμου Αβδελιώδη, μια ευφάνταστη και ψυχαγωγική, πολύτιμη λαογραφική βουτιά στην Χίο του 1960, κινηματογραφικό κατόρθωμα, παρακολουθείται με αδιατάρακτο χαμόγελο για τα 178 λεπτά της διάρκειας του, στον Χιώτη σκηνοθέτη απονεμήθηκε το Don Quixote Award στην Berlinale, (ή, ακόμα, και με την πρωτόλεια, άτεχνη, camp Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά, μια ταινία παρωδία των sci fi ταινιών των 1950s, προβλήθηκε σε αίθουσα μεταμεσονύχτιων cult προβολών στο Παρίσι),

ευαίσθητο θέμα άλλωστε, η κινηματογραφική αισθητική,

για μία χώρα που δεν διαθέτει studios (σε αντίθεση με Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία), ή τμήμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που να διδάσκεται ο κινηματογράφος στην πράξη, αντί της θεωρίας, έτσι ώστε να παράξει ομάδες ανθρώπων με τεχνογνωσία, κοινή αισθητική ως προς το υλικό μέρος της κατασκευής μιας ταινίας,

διόλου απίθανο, επίσης, η στόχευση, η επιθυμία, η ειδίκευση, το φαντασιακό, των αποφοίτων των δραματικών σχολών να βρίσκεται εγγύτερα σε μια σκηνή του θεάτρου, αντί ενός κινηματογραφικού πλατό – Τερματικός Σταθμός Επίδαυρος, ok, I get it:

- «στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ο Σπύρος Ευαγγελάτος αναβιώνει στο Αμφιθέατρο μια σειρά θεατρικών παραστάσεων με έργα γραμμένα από τον 13ο αιώνα και εντεύθεν, ανάμεσα σε αυτά τα έργα, η Νέαιρα, γραμμένο από τον Δημήτριο Μόσχο, Σπαρτιατικής καταγωγής, γεννημένος πιθανότατα στην Κέρκυρα το 1472, διασώζεται ως πλήρες κείμενο από τον Α.Μουστοξύδη το 1845, και παρουσιάζεται  την Τετάρτη 17 Ιουλίου 1985 στην Πλάκα,

οι ιστορικές μαρτυρίες τεκμαίρουν ότι η Νέαιρα, γραμμένη στην Αρχαία Ελληνική, παρουσιάζεται σε ένα αμιγώς ιταλόφωνο ακροατήριο στην αυλή του Φιλόμουσου Δούκα της Μάντοβας Ludovico Gonzaga, περίπου το 1475, μόλις είκοσι χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης,

το έργο αποτελεί έναν πολύ σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού θεάτρου, οι μέχρι τότε σποραδικές παραστάσεις της πρώιμης Αναγέννησης πρόβαλλαν κείμενα αρχαίων συγγραφέων, κυρίως του Πλούτου και του Τερέντιου, στην γλώσσα των πρωτοτύπων, ο Μόσχος είναι από τους πρώτους συγγραφείς της Αναγέννησης -κατά ορισμένους μελετητές ο πρώτος- πού συνέθεσε θεατρικό έργο, είναι γραμμένο κατά μίμηση των κωμωδιών του Μενάνδρου»,[7] [8]

ακανθώδες θέμα, επίσης, η κινηματογραφική θεματική, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Νίκο Περάκη:

-        «η αποστροφή του Ελληνικού κινηματογράφου –και του κοινού του– από την πολιτική κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με αφετηρία την fake ευμάρεια των ’90ς όπου η λέξη lifestyle δεν σήμαινε πλέον κάποιο τρόπο ζωής, αλλά μια συγκεκριμένη επιδεικτικά πολυτελή διαβίωση που προπαγάνδιζε μια τάξη νεόπλουτων επιχειρηματιών και επαγγελματιών, συμπεριλαμβανόμενων και των πολιτικών»,[9]

...με την εξαίρεση, μεταξυ άλλων, του Σάκη Τσιώλη, όσων απόλαυσαν το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998), που δεν ήταν αρκετοί, αρχικά, όσοι ενδιαφέρθηκαν για την Ελλάδα που αποθανάτισε ο σκηνοθέτης αγαπητικά, της περιφέρειας, της λαϊκής κουλτούρας, της βόρειας Ελλάδας, των μικρομεσαίων,

ετοιμάζονταν, οι θεατές, να σπάσουν τα ταμεία για χάρη του Safe Sex (έμελλε να μνημονεύεται αποκλειστικά στις λίστες με τους αριθμούς των εισιτηρίων), έως ότου δηλαδή, αργά, αλλά σταθερά, εν τέλει τελεσίδικα, η ταινία του Τσιώλη αναδειχθεί ως η κωμικοτραγική πλευρά της συλλογικής υπόστασης των Ελλήνων, των περισσότερων Ελλήνων μιας συγκεκριμένης εποχής, από... τους ίδιους!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]Nouvelle Vague, New German Cinema, New Hollywood, Cinema Novo, Czech New Wave, Iranian New Wave.

[2]Συνταξίδευσαν οι Γιώργος Πανουσόπουλος (Οι απέναντι, 1981), Νίκος Νικολαΐδης (Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη, 1979, Πρωινή περίπολος, 1987), Φρίντα Λιάππα (Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί, 1981), Τώνια Μαρκετάκη (Ιωάννης ο βίαιος, 1973, Η τιμή της αγάπης, 1984), Κώστας Φέρρης (Ρεμπέτικο, 1984), Νίκος Περάκης, Σταύρος Τσιώλης, κ.α.. https://chronos.fairead.net/walden-kinimatografos80

[4] Το ίδιο ισχύει για Το Κλάμα Βγήκε από τον Παράδεισο (2001), μια νοσταλγική κωμωδία παρωδία-love letter για τον εμπορικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1960 της Φίνος Φιλμ.

[5]Κέντρο Δηλητηριάσεων, Κωστής Παπαγιώργης.

[6]Το ίδιο έτος, στην πρώτη θέση του box office της χώρας βρέθηκε μια ταινία για την ζωή του βασιλικού ζεύγους (¿Dónde vas, Alfonso XII?), λογοκρίθηκε, επίσης, το ντεμπούτο του Carlos Saura.

No comments:

Post a Comment