14.8.24

Summer Pop

 

 THE ORDER OF THINGS

Στην επιστροφή, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Κέιβ με επιβάτες τους Μπακού,  Σάγκυ, Μαρού ή Ραλλού, και Μαριάνθη, ανέπτυξε ταχύτητα, μεγαλύτερη απ΄ όσο το επέβαλλε ο νόμος μέσω πινακίδων υπόδειξης ταχύτητας, ραντάρ δεν είχαν εγκατασταθεί ακόμα, φρέναρε απότομα, ακινητοποίησε το αυτοκίνητο στην Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης,

είχαν στα δεξιά, έβλεπαν από ψηλά, το Φαληράκι, ο παραθαλάσσιος οικισμός στην βορειοανατολική ακτή του νησιού, 14 χλμ. νότια της πόλης της Ρόδου, υποδεχόταν κάθε χρόνο πολλές χιλιάδες νεαρούς από το εξωτερικό, έτοιμους από (κωλό)καιρό για κάφρικο ξεσάλωμα, στα 2000s, οι γηραιότεροι ντόπιοι το περιέγραφαν ως «παράδεισο των οργίων, μπόμπες, παμπκρόουλ, συμπλοκές, ο τόπος κάθε ακολασίας»,

«ψήνεται κανείς για Φαληράκι;» είπε ο Κέιβ πειστικά, αστειεύοταν φυσικά, ο Σάγκυ φώναξε «μέσα!», κάγχασε η Μαριάνθη, γέλασε με την ψυχή της η Μαρού, ή Ραλλού, λαγοκοιμόταν ο Μπακού, ο οδηγός έβαλε ξανά μπροστά, όταν έφθασαν στο σπίτι,

ο Κέιβ πήγε τρέχοντας προς την κουζίνα, άνοιξε το ντουλάπι, άρπαξε το Chivas Regal, ένα κοντό γυάλινο ποτήρι, έφτιαξε διπλό ουίσκι (δύο παγάκια), με το μπουκάλι κάτω από την μασχάλη, βγήκε στην αυλή, κάθισε στο τραπέζι, ήπιε το ουίσκι, έφτιαξε ένα ακόμη, επέστρεψε είκοσι λεπτά αργότερα, βρήκε στο basement τον Αριστομένη, τον Μπακού, τον Σάγκυ, την Μαριάνθη, την Μαρού, ή Ραλλού, η οποία,

μοιράστηκε με την παρέα την πληροφορία πως ο Καρακάξης μιλάει ακατάληπτα στον ύπνο του, αναστέναζε κιόλας, κοιμόντουσαν μαζί -για πρακτικούς λόγους- στο υπέρδιπλο κρεβάτι των γονιών του, διαβεβαίωσε την ομήγυρη πως «δεν παίζει κάτι μεταξύ τους… είναι κύριος ο γλυκούλης!», συμπλήρωσε πως δεν είχε αποπειραθεί οποιαδήποτε παρεξηγήσιμη κίνηση,

«αυτό μας έλειπε! κόντεψε να μας πεθάνει με τα ψάρια του στην ταβέρνα, δύο ώρες μιλούσε ασταμάτητα για το φαγητό λες και δεν θα το ‘χεζε το ίδιο βράδυ... ΕΛΕΟΣ!», είπε εύθυμα η Μαριάνθη, είχε σηκωθεί από την θέση της, μιλούσε κινώντας τα χέρια της, προκάλεσε ένα κύμα από δυνατά γέλια, σκεπάστηκαν από μια στριγγλιά του Damo Suzuki, τραγουδιστή των Can, όταν δυο λεπτά αργότερα ο Κέιβ δυνάμωσε τον ήχο του πικάπ, άδειαζαν και γέμιζαν ποτά, έμπαιναν και έβγαιναν βινύλια, ξεχείλιζαν πλέον τα τασάκια στο τραπέζι στο ίδιο όπου έριξε ο Μπακού την ιδέα για beach volley,

το ρολόι στον τοίχο, έδειχνε περασμένες 04:00, είχε φθάσει η στιγμή για τα κορίτσια να καληνυχτίσουν: «καλή διασκέδαση παιδιά!» φώναξαν τονίζοντας την λέξη «παιδιά»,

απτόητοι, αποφασισμένοι, αρματωμένοι με ουίσκι κόλα σε πλαστικά μπουκάλια νερού 500ml, Winston, Marlboro, και, πάνω απ’ όλα, την αστείρευτη ενέργεια της ηλικίας των είκοσι τριών ετών,

οι τέσσερις νέοι άνδρες παρατάχθηκαν στο γήπεδο,

από την δεξιά πλευρά της άμμου βρέθηκαν ο Κέιβ και Αριστομένης, πέρα από το διαχωριστικό δίχτυ, απέναντι τους, στάθηκαν ο Σάγκυ και ο Μπακού, που είχε φορτωθεί τον αδύναμο κρίκο της παρέας των αγοριών στα σπορ,

αρχικά, ο συμπαίκτης του προσέλαβε την φάση σαν έναν παιχνίδι στο στυλ των Harlem Globetrotters (τους είχε δει στην τηλεόραση όταν επισκέφθηκαν την Ελλάδα το 1994), η αμερικάνικη ομάδα επίδειξης μπάσκετ συνδυάζει τον αθλητισμό, το θέατρο, και την κωμωδία στον τρόπο παιχνιδιού τους, οι αγώνες τους δίνονται για να διασκεδάσουν οι θεατές, αντί για την ανάδειξη νικητή,

το δημοτικό γήπεδο του beach volley δεν διέθετε κερκίδες, πόσο μάλλον ένθερμο κοινό να ζητωκραυγάζει/αποδοκιμάζει, ο Σάγκυ πίστεψε πως θα ψυχαγωγούσαν τους εαυτούς τους ανταλλάσσοντας χύμα, ακανόνιστα, freestyle, χαλαρά, την μπάλα του βόλλευ πάνω από το φιλέ, συνοδεία επιφωνημάτων, κάφρικων σεξουαλικών αστείων, διαλειμμάτων για γουλιές από ουίσκι και τζούρες από τσιγάρα,

γρήγορα η μπάλα, κιτρινόμαυρη, ορμητική, προσέκρουσε στο πρόσωπο του Μπακού έπειτα από δυνατό καρφί, αποδείχτηκε πως στο μυαλό του Κέιβ η έναρξη ενός ντέρμπι του «γαύρου» με τον «βάζελο» είχε ήδη σφυριχτεί, η μεταδοτική, εν τέλει, επιθυμία του για νίκη, παρέσυρε όλους τους αγωνιζόμενους σε μια πραγματική μάχη πιωμένων νεαρών που δεν γνώριζε από αβρότητες και fair play,

πράγματι, ο Κέιβ δεν δίστασε να κλέψει συνολικά τρεις πόντους όταν η μπάλα των αντιπάλων κατέληξε οριακά εντός του γηπέδου («ΕΞΩ ΗΤΑΝ Η ΜΠΑΛΑ!!!»), όπως παραδέχτηκε λίγες ώρες αργότερα στον αντίπαλο του, τον Μπακού, ο οποίος, μέτρησε υπέρ της ομάδας του έναν λάθος πόντο («ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ!!») χωρίς να τον διορθώσει ο συμπαίκτης του, όπως και ο Αριστομένης, για τους έξτρα πόντους της δικής του ομάδας, τράβηξε, επίσης, δυο φορές προς τα κάτω το φιλέ ώστε να διευκολύνει τα καρφιά του Κέιβ,

εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως όταν ένας, άνω των πενήντα ετών, εργαζόμενος στην νυχτερινή βάρδια του γειτονικού τριάστερου ξενοδοχείου ζήτησε -δυο φορές- ευγενικά, δηλαδή τους παρακάλεσε, αν θα ‘ταν δυνατόν να μην γκαρίζουν, είχαν ξυπνήσει μερικοί πελάτες, οι φωνές δεν σίγησαν, επέμεναν, ακούγονταν κυρίως δηλαδή τα «ΝΑΑΑΑΙΙΙΙΙΙ!!», «ΠΑΜΕ ΜΩΡΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ», «ΓΑΜΗΣΕ!!!!», και «ΝΑΙ ΜΩΡΗ ΠΟΥΤΑΝΑ!», το παιχνίδι βρήκε νικητές (θριαμβευτές!! τον Αριστομένη και τον Κέιβ, κέρδισαν τα δύο σετ με 15-11 και 15-8 αντίστοιχα,

ο ήλιος φανερώθηκε, πριν αρχίσει να τους ενοχλεί, επέστρεψαν στο σπίτι, ο Μπακού αποκοιμήθηκε στον καναπέ, ο Κέιβ έβαλε το Mercy Seat από Nick Cave and the Bad Seeds, συνέχισε να κουτσοπίνει,

Αριστομένης και Σάγκυ, μεθυσμένοι πλέον, από το ποτό, κυρίως τη νιότη, ανέβηκαν τις σκάλες, έφτασαν στον ισόγειο χώρο αποφασισμένοι να δώσουν ένα μάθημα στον Καρακάξη, που είχε μανία με την τάξη, δεν έχανε ευκαιρία, εκείνες τις ημέρες, να κάνει συστάσεις στους φιλοξενούμενους, αγόρια αποκλειστικά, δεν κουράστηκε να υπενθυμίζει την κανονική θέση της πολυθρόνας στο basement, γκρίνιαζε για τα πεταμένα ρούχα, να προσέχουν να μην κάψουνε τον καναπέ με το τσιγάρο, κτλ,

μισή ώρα αργότερα, ο Σάγκυ θα άνοιγε σιγά σιγά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας όπου, ήδη από ώρες, κοιμόταν το Λινάκι, συγκρατώντας το γέλιο του, να μην κάνει θόρυβο και την ξυπνήσει, καληνυχτώντας ταυτόχρονα τον Αριστομένη, λίγα μέτρα μακριά, γελούσε χαμηλόφωνα και αυτός, όπου κι αν κοιτούσες, γύρω τους, είχε αλλάξει η σειρά,

-        η κατάσταση των πραγμάτων. 

 

 

 

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment