22.8.24

Summer Pop

 

LOUIS DE BÉCHAMEIL, MARQUIS OF NOINTEL

«Άρα άκυροι είναι όσοι δεν κάνουν για σεξ, cool είναι εκείνοι με τους οποίους είναι οκ να πηδηχτείς, ενώ θεοί/θεές όσοι θα γούσταρες να πας μαζί τους, αλλά θα ήταν μάλλον αδύνατο να παίξει φάση...»

είπε η Μαρού με σταθερή, βαθιά, γοητευτική φωνή, οι περισσότεροι μόλις τότε συνειδητοποίησαν την ύπαρξη της, φορούσε μαύρο σορτς Adidas, ιδανικό για τρέξιμο, μαύρο δαντελένιο see-through τοπ με τιράντες, είχε σηκώσει με ζελέ μια φράντζα από τα μαλλιά της, βοήθησε το σκούρο μωβ κραγιόν στα χείλη, τα αγόρια της παρέας, όλοι τους, την βρήκαν σέξυ, η μεταμόρφωση της Μαρού την τελευταία βραδιά των διακοπών (επέστρεφαν Αθήνα το μεσημέρι της επόμενης ημέρας), δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από την Τζο, έντεκα χρόνια δηλαδή πριν από την πρώτη της ερωτική σχέση με γυναίκα,

«δεν θα διαφωνήσω...» απάντησε απρόθυμα ο Σάγκυ (blue black βερμούδα, μαύρο ξεχειλωμένο κοντομάνικο, σανδάλια), ότι ακριβώς φοβόταν, είχε μόλις συμβεί, η συζήτηση αφορούσε πλέον τους άκυρους, τους cool, θεούς-θεές, διακόπηκε προσωρινά όταν έφθασε ο μουσακάς,

«ΔΕΝ ΘΑ ΔΙΑΦΩΝΟΥΣΕ» επανέλαβε τα λόγια του αγοριού της το Λινάκι, χαμογελώντας, σαν να ζητούσε δηλαδή, σιωπηλά, την κατανόηση των υπολοίπων, είχε βάλει ένα (αφόρετο) λουλουδάτο φόρεμα με σούρες και ανοικτά χρώματα, κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο ορθογώνιο βαθύ ταψί με μουσακά, τον ακούμπησε στο τραπέζι της αυλής με την ξύλινη πέργκολα και το κίτρινο Ιταλικό γιασεμί με καταγωγή από την Κεντρική Ασία, εξαιρετικά ανθεκτικό φυτό με μηδενικές απαιτήσεις φροντίδας, το άρωμα του πάντως πολύ πιο ελαφρύ σε σχέση με το άσπρο γιασεμί, περιμετρικά του τραπεζιού υπήρχαν τριαντάφυλλα, κόκκινα, λευκά, πορτοκαλί, και ροζ, ο κήπος διέθετε επίσης θάμνους καλλωπιστικούς, γαρύφαλλα, γιούκες, σχίνους, θυμάρια, λεβάντες, δενδρολίβανο, και μια παραμελημένη πέτρινη κτιστή ψησταριά, για καιρό αχρησιμοποίητη,

η Μαριάνθη έφερε τις σαλάτες, χωριάτικη για τους πολλούς, και άλλη μία με βάση το μαρούλι, επίσης τοματίνια, γραβιέρα Κρήτης, πράσινες πιπεριές, αμύγδαλα, dressing κρέμα βαλσαμικού, για την Τζο, την Δανάη, τον οικοδεσπότη, και την ίδια - είχε μαζέψει ψηλά τα μαλλιά της, έλαμπε το πρόσωπο της, τα μάτια της ήταν φωτεινά, φορούσε ψηλόμεσο τζιν σορτς και φαρδύ crop τοπ χρώματος κυπαρισσί, έδειχνε ομορφότερη, πιο ορεξάτη, από κάθε άλλη μέρα των διακοπών,

«πολύ ωραίος μουσακάς!», «μπράβο Λινάκι μου!», «φανταστικός!...» γέμισε η αυλή με τα επιφωνήματα των πεινασμένων –μετά την θάλασσα- εικοσιτριάρηδων,

στην πραγματικότητα, στην συγκεκριμένη περίοδο της ζωής τους, αναμενόμενο, δεν πολυσκοτίζονταν για το φαΐ, τα γλυκά, ή τις συνταγές, αλλά για τα events, μια σοβαρή σχέση, τα κοκτέιλς του Pop, τα live, οι γκόμενες οι γκόμενοι, η μουσική, το θέατρο, ήταν οι λέξεις κλειδιά του κόσμου τους,

ο μουσακάς ήταν πετυχημένος, παρότι κάπως λαδερός, κανείς ωστόσο δεν παραπονέθηκε, δύο ώρες ετοίμαζε το αποχαιρετιστήριο γεύμα των διακοπών το Λινάκι που έδειχνε υπερβολικά χαρούμενη με το ταψί στα χέρια, στα μάτια του αγοριού της τουλάχιστον, περισσότερο απ’ ότι θα δικαιολογούσε ένα απλό μαγείρεμα, «έστω νόστιμου, για την ηλικία μας, πόσο μάλλον για την φάση μας... και τον Jamie Oliver επειδή τον συμπαθούσαμε τον βλέπαμε, όχι για τις συνταγές του!»,[1]

ήπιε μια γουλιά κρασί, έφαγε μια μπουκιά, βγήκε στην επίθεση,

«γίναμε τουρίστες και τρώμε Αυγουστιάτικα τον Greek moussaka» τσίγκλισε το κορίτσι του, προσπάθησε, κατάφερε, να μην φανεί η ενόχληση του,

«δεν είναι τουριστικός μπέμπι, ο μουσακάς είναι παραδοσιακό Ελληνικό φαγητό» απάντησε το Λινάκι με κέφι που το ‘χασε το αγόρι της όταν ακούστηκε δημόσια -για δεύτερη φορά στις διακοπές- το «μπέμπι»,

«δεν το λες και εντελώς Ελληνική παραδοσιακή συνταγή τον μουσακά πάντως, η béchamel είναι Γαλλική σάλτσα, πρώτος την έφτιαξε ο Μαρκήσιος Louis de Béchameil, ήταν μάγειρας του Γάλλου βασιλιά... μιλάμε για 1600-1700 πάνω κάτω», είπε η Δανάη εκπλήσσοντας την παρέα με τις γνώσεις της, την κολάκευε ένα καλοκαιρινό μακρύ αμάνικο μακό φόρεμα σε σκούρα πράσινη απόχρωση,

«εεε καλά τώρα... δεν είναι Γαλλικός ο μουσακάς βρε Δανάη μου»,

«δεν ακούγεται ιδιαίτερα ελληνικό το «μπεσαμέλ» εδώ που τα λέμε...» πετάχτηκε ο Σάγκυ, αποδείχθηκαν τα τελευταία του λόγια εκείνη την βραδιά,

«ναι ε; άρα λες ο μουσακάς να μας ήρθε από την ΓΑΛΛΙΑ;»

πρόσθεσε κρασί στο ποτήρι του, σαλάτα δίπλα από τον μουσακά στο πιάτο, του χαμογέλασε συγκαταβατικά, φίλησε το αγόρι της στο μάγουλο (το οποίο κοκκίνισε), κάθισε στα δεξιά του, ο Σάγκυ είχε διαλέξει την ακριανή καρέκλα, μπροστά η θέση ήταν άδεια, το Λινάκι απέναντι της είχε την Μαρού (στα αριστερά της ο Αριστομένης, έπειτα ο Μπακού, η Μαριάνθη),

όπως το γνωρίζουμε, ο Σάγκυ θα απαλλασσόταν, τον Νοέμβρη, από εκείνο το περίεργο αφροδίσιο της νιότης, μέσα του Αυγούστου ωστόσο, λίγες ώρες αφότου το χέρι του βρέθηκε αναπάντεχα πάνω στο βυζί («μαλακή υφή!») της Δανάης, δευτερόλεπτα από το καψώνι της κοπέλας του, θα ήταν επίμονη, και αγχωτική, όπως κάθε άλλη φορά, η επιθυμητική του ντροπή, 

έφαγε δυόμιση κομμάτια μουσακά (έσκασε), κάπνισε Winston Blue, ήπιε τρία ποτήρια κόκκινο κρασί (ζαλίστηκε), καθυστέρησε να επισκεφθεί την τουαλέτα (ζορίστηκε).

 

 

 



[1]The Naked Chef, (BBC, 1999).

 

 

No comments:

Post a Comment