13.10.10

II. Βασανίζομαι


Day 9/365: The tortured soul
Originally uploaded by ubermummy













 Μαρτυρίων συνέχεια: ο Beethoven στο Αττικό Μετρό
Επιστρέφοντας στα μαρτύρια του Alex, και εκείνοι βρήκαν και τα έκαναν. Στην ταινία, οι αναμορφωτές του θηρίου βασίστηκαν σε πρωτοποριακές μεθόδους καταπολέμησης της εγκληματικότητας τις οποίες έτυχε να εγκαινιάσει ο Alex. Νέες μεθόδους, βασισμένες στη θεολογία της επιστήμης, που υπόσχονταν θαύματα και φυσικά όλοι τις υποδέχτηκαν εξαρχής με ενθουσιασμό. Στο πρώτο μέρος των μεθόδων αναφερθήκαμε προηγουμένως. Στο υπόλοιπο μισό που καταφθάνει όμως συναντάμε κι άλλα ενδιαφέροντα πραγματάκια. Το συγκλονιστικό στοιχείο της ιστορίας λοιπόν, καταφθάνει μέσω του Ludwig van Beethoven. Ο Alex, μεγάλος θαυμαστής του συνθέτη, υποβάλλεται σ’ ένα μαρτύριο που όμοιο του βρίσκει κανείς μονάχα στις συμφορές που βρίσκουν τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Σε μια προσπάθεια εκπαίδευσης του «τέρατος», οι μελωδίες του κλασικού συνθέτη κρίθηκαν ως μια καλή επιλογή. Αυτό που δεν γνώριζαν οι εκπαιδευτές του είναι ότι ο ήρωας έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τη μουσική του εν λόγω συνθέτη. Ο άλλοτε αγαπημένος του συνθέτης όμως, γίνεται τώρα ο δήμιος του∙ κάθε ακρόαση της μουσικής του συνοδεύεται από μια ψυχοσωματική κατάρρευση. 
Αυτή η στέρηση της απόλαυσης, είναι και το ουσιώδες του πράγματος. Ο Alex μας δίνει ξανά το παράδειγμα. Αυτό που του συνέβη βρίσκει αντίκρυσμα σε σημερινά βάσανα με τα οποία καλούμαστε να τα βγάλουμε πέρα. Η ακύρωση της απόλαυσης σχετίζεται με τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο δέκτης βρίσκεται αναγκασμένος να δοκιμάσει τη σχέση του με τη μουσική που αγαπά, με τα σύμβολα που κάποτε σήμαιναν κάτι (αντιστοιχούσαν δηλαδή κάπου) κτλ. Η κλασική μουσική που ξεχύνεται, χαμηλόφωνα όμως, από τα ηχεία του Αττικό Μετρό, προκαλεί ψυχικούς τριγμούς σε σένα, τον αθώο ακροατή. Οι ψυχικές αναφυλάξεις που παράγει ο συγκεκριμένος χώρος, χώρος που αν το καλοσκεφτείς, στα σίγουρα συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης των πρόσκαιρων ασθενειών που προκαλούνται από το λεγόμενο "μάτι", μόνο να συνδράμουν δεν μπορούν στη διατήρηση των αγαστών σχέσεων με το αντικείμενο του πόθου σου, είτε αυτό λέγεται Beethoven, είτε Χατζιδάκης. 
Πριν συνεχίσουμε την κουβέντα περί στέρησης της απόλαυσης, θα ήθελα να αναφερθούμε, πολύ σύντομα, στο Μετρό. Το Μετρό λοιπόν, αναγκαίο για τη ζωή στην πόλη, αποτελεί το χειρότερο τρόπο με τον οποίο μπορεί να «ταξιδέψει» ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το Μετρό μας ξεγελά∙ η μεγάλη ευκολία την οποία και προσφέρει έναντι ενός (μόλις; όχι!) ευρώ, μας κάνει να μην αναλογιζόμαστε τη δυσφορία που προκαλεί, μια δυσφορία σύμφυτη με την ίδια του την κατασκευή και τρόπο λειτουργίας. Ένα υπερηχητικό ποντίκι το οποίο διασχίζει γκρίζα, υγρά, σκοτεινά τούνελ, σκαμμένα εκεί που ακόμα βρίσκεις σημάδια ζωής από άλλες παλαιότερες εποχές (απ’ αυτά πακετάρεις το ένα τοις εκατό της συνολικής ποσότητας των ευρημάτων ώστε να το πλασάρεις στη βιτρίνα του μαγαζιού ενώ φυσικά καταστρέφεις το υπόλοιπο∙ πρόκειται περί μιας αποκαλυπτικής στιγμής για το πόσος χώρος μπορεί να υπάρξει για το "άχρηστο" [πολύ] παλαιό στην εποχή του ασυναγώνιστα νέου που παράγεται σε χρόνο ρεκόρ και βρίσκεται κάθε εβδομάδα στις προθήκες της Cosmote)∙ εποχές πολύ μακρινές για να τις λάβουμε υπόψιν μας.
Τις διάσπαρτες πόρτες που συναντά το βλέμμα σου κατά την υπερηχητική διαδρομή του θορυβώδους πόντικα, δε μπορεί παρά να ορέγεσαι να τις ανοίξεις, αν δε σου αρκεί να αφήνεις τη σκέψη σου να συνθλίβεται κάτω από τη μοναξιά που σου επιβάλλουν τα μυριάδες ψείρες-ακουστικά που πάνε πακέτο με τα κινητά και βρίσκονται παντού γύρω σου. Έχω ωστόσο τη μακάβρια εντύπωση πως αν κάποιος τις ανοίξει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το χάος που αντίκρυσε μπροστά του ο ήρωας της ταινίας Underground (1995), μιας Balkan euro-pop καταγραφής της ιστορίας διά χειρός Emir Kusturica, όταν και την έκανε από το υπόγειο: ένα ασυμμάζετο χάος του παραλόγου, πινακίδες να δείχνουν προς Berlin, άλλες προς Bucharest, μπαρουτοκαπνισμένοι άνθρωποι, καπνισμένες σήραγγες, ίσως κάποια να βγάζει απευθείας προς ένα άλλο μετρό σε κάποια άλλη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτές φυσικά δεν είναι μακάβριες σκέψεις ενός δυσαρεστημένου επιβάτη του Αττικό Μετρό αλλά μάλλον πως πρόκειται για την κατάθεση της πραγματικότητας αν θες να λάβεις υπόψην σου το διαθέσιμο υλικό που σου δίνεται (είπαμε: γκρι, τούνελ, ιλιγγιώδης ταχύτητα) και επιλέξεις να τεμαχίσεις τα πράγματα με το μάτι του κοινωνιολόγου αντί να τα μεταπλάσεις ελευθεριακά, όπως κάνει το μάτι του ζωγράφου. (Αυτός ο τελευταίος είναι τυχεράκιας∙ τη διακλάδωση δύο σωλήνων επικαλυμμένων με άσπρη μπογιά μπορεί να τη δει ως το φιλί δύο ελαφιών∙ ο κοινωνιολόγος μάλλον πως θα δει τις δυο σωλήνες γυμνές από το φτιασίδωμα τους: σκουριασμένες, γκρίζες, να στάζουν λίγο λίγο την αποσύνθεση τους). 
Λέγαμε λοιπόν, πως μάλλον είναι απίθανο να απολαύσεις κλασική μουσική στις πλατφόρμες του Μετρό. Το πιο τρομακτικό απ’ όλα όμως είναι το γεγονός πως η ατυχία του Alex, η σατανική σύμπτωση να εκλέξουν οι αναμορφωτές του τον αγαπημένο του Beethoven, ακραία σύμπτωση η οποία θα μπορούσε να καθησυχάσει κάποιους από εμάς που θα βασίζονταν στη λογική των πιθανοτήτων, δεν ισοδυναμεί με την πιθανότητα ύπαρξης μίας, ή πολλών, ευκαιριών να γλυτώσουμε από τα δεινά. Βλέπεται, σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να τεθεί θέμα σατανικής σύμπτωσης∙ αυτό ισχύει γιατί πολύ απλά, σαν από «σύμπτωση», ότι και να έπεφτε στον κλήρο θα μας «άρεσε». Γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια:
Το χρέος μιας κριτικής που έχει συμβάλει στην άμβλυνση των εννοιών και του γούστου με το «συγκλονιστικό», το «συναρπαστικό», το «δεξιοτεχνικό», το «λοξό», που όχι μόνο δεν αποτυπώνουν την ιδιοπροσωπία αλλά συχνά συγκαλύπτουν την έλλειψή της, σηματοδοτούν μια βαθύτερη απουσία νοήματος. Σαν το καναρίνι στο ανθρακωρυχείο, οι λέξεις που ηχούν κούφιες μας προειδοποιούν για τις κατεδαφιζόμενες και καταρρέουσες έννοιες ― το «συγκλονιστικό» δεν έχει νόημα γιατί έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρο την τελευταία εικοσιπενταετία, μια εικοσιπενταετία καθ’ όλα μαξιμαλιστική, αλλά και επειδή το μάτι αδυνατεί να εντοπίσει το πραγματικά συγκλονιστικό.[1]
  

Στον αστερισμό των γουρουνιών: αντίο Beethoven
Σαν έτοιμοι από καιρό, ίσως και από τα Sixties εδώ που τα λέμε, οι άνθρωποι είναι σε θέση να «απολαύσουν» το οτιδήποτε, να θαυμάσουν ότι έγινε αποδεκτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (πολλές φορές με την απουσία ενός τρόπου, μιας μεθόδου), να συνηγορήσουν στην υποτιθέμενη αξία ενός πράγματος μόνο και μόνο επειδή αυτό ενδύθηκε με υπεραξία στο χρηματιστήριο της μαζικής παραγωγής. Η ακρόαση κλασικής μουσικής στο Μετρό είναι πάντα καλοδεχούμενη απ’ αυτούς που δε θα ακούσουν ποτέ (δυνατά!) στο σπίτι τους τις όπερες του Wagner. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ακροατές της jazz σε μπαράκια του κέντρου, μπαράκια διακοσμημένα σε τόνο αμερικάνικων 50’s, χωρίς φυσικά τη βρωμιά∙ κάτι τέτοιο βολεύει άριστα όλους εκείνους που μπερδεύουν τη free jazz και τα κρεσέντα του Coltrane με την πόση ενός μοχίτο υπό τους ήχους συνοδευτικής jazz, και με ντεκόρ ψεύτικους χρυσούς δίσκους.
Η απουσία μιας ψυχοσωματικής κατάρρευσης κάθε φορά που αγκαλιάζουμε το υποτιθέμενο αντικείμενο του πόθου μας, δε θα πρέπει να μας ξεγελά. Πράγματι, δεν καταρρέουμε σαν χάρτινος πύργος, ούτε παίρνουμε φόρα να πέσουμε έξω από το παράθυρο όπως έκανε ο Alex. Στην περίπτωση μας, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σοκ των αισθήσεων, τόσο βαρύ που να μην μπορεί να αφομοιωθεί, αλλά με την απόλυτη νέκρωση των αισθήσεων. Σαν μια κρίση πανικού όπου δε νοιώθεις το κορμί σου για κάποια λεπτά της ώρας, οι αισθήσεις του παμφάγου αρπακτικού που ορέγεται να καταναλώσει μετά προθυμίας αυτό που δεν προέκρινε ποτέ ως αντικείμενο του πόθου του, όσο κι αν το υπερασπίζεται μετά μανίας δημοσίως (σπάνια στον εαυτό του όμως), έχουν νεκρωθεί. 
Σαν τα νεκροζώντανα ζόμπι των Αμερικάνικων ταινιών τρόμου που λατρεύουν, τα παμφάγα αυτά όντα κινούνται (πολύ πιο γρήγορα από το συγγενές τους είδος) πέρα δώθε με τις δαγκάνες τους ανοιχτές, ώστε να πιάσουν όσο πιο πολλές μύγες, απ’ αυτές που κάθονται στα σκατά, είναι δυνατόν (με προτίμηση στις πολύχρωμες). Οι καμουτσικιές που δίνουν στα ζόμπι - πλάσματα ήδη νεκρά που δε νοιώθουν τον πόνο - οι τέσσερις πέντε αθώοι μαχητές που έχουν απομείνει στην πόλη, αντιστοιχούν στον πραγματικό κόσμο με τις λέξεις εκείνες που απευθύνεις με όλη σου την καλή πίστη στο παμφάγο γουρούνι που έχεις για συνομιλητή σου. Εις μάτην... Οι αισθήσεις τους νεκρές, δε νοιώθουν τον πόνο του λεκτικού σου μαστιγώματος.
Το γουρούνι δεν παίρνει εύκολα από λόγια. Έχει πειστεί ότι όλα τα γουρούνια είναι ίσα μεταξύ τους, απλά μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα. Κατατάσσοντας εαυτόν στα τυχερά γουρούνια, αγνοεί την κρίση. Κατατάσσοντας εαυτόν στα προνομιούχα γουρούνια, νομίζει πως δικαιούται αξιωματικά το συγκλονιστικό. Κατατάσσοντας εαυτόν στα έξυπνα γουρούνια, αγνοεί το βάσανο της ύπαρξης που μαζί με τη δίδυμη αδελφή του, την αγάπη, μας δίνουν τη ζωή. Το γουρούνι αγνοεί τη ζωή. Βολεύεται με την αναπαράσταση του συγκλονιστικού, ώ τι περίεργο πλάσμα, αυτό το νέο πλάσμα!

10.10.10

I. Βασανίζομαι

My Tortured Soul



Η ανθρωπότητα στις μέρες μας μοιάζει να υποβάλλεται σε ένα μαρτύριο όμοιο με εκείνο του Alex, του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του Clockwork Orange (1968), της ταινίας του Stanley Kubrick. Ή μήπως χειρότερο ακόμη;

Μαρτυρίων εισαγωγή
Ο Alex, ύστερα από μια μακάβρια επίδειξη όλων των άγριων και ανεξέλεγκτων χαρακτηριστικών που φέρει το ανθρώπινο ζώο εκ καταβολής γενέσεως του κόσμου, βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα σε μια καρέκλα με τα μάτια ορθάνοιχτα (δύο μεταλλικές λαβίδες του απαγόρευαν να κλείσει τα μάτια του έστω για μια στιγμή), να παρακολουθεί τις ναζιστικές θηριωδίες που (υποτίθεται) όμοιοι του άνθρωποι διέπραξαν. 
 Ο Alex αντιμετωπίζεται από τους αναμορφωτές του ως μια α-ιστορική πηγή του κακού, παρόλο που μπορεί να ταυτιστεί με το δυστοπικό φουτουριστικό μέλλον που περιγράφει η ταινία. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαία η επιλογή του θεάματος που επέλεξαν να τον ταΐσουν. Το ναζιστικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αντιμετωπίζεται ως ένα κατακλυσμιαίο ξέσπασμα Κακού, σαν ένα σύννεφο από collective evil Γερμανικής προέλευσης, αντί να γίνεται κατανοητό ως ένα σύμπτωμα της ιστορίας, ως ένας κακοήθης όγκος της νεωτερικότητας ο οποίος όμως δεν σχηματοποιήθηκε από Θεϊκή βούληση, ούτε από τις ικανότητες ενός ανθρώπου και του στενού του επιτελείου, αλλά αντιθέτως πήρε σάρκα (από τους Εβραίους) και οστά (από τους κομμουνιστές) και σιγά σιγά κατασκεύασε το τρομακτικό του πρόσωπο. 
 Το μηχανικό τέρας που κρατά τον Alex όμηρο, παίρνει σήμερα, στον αληθινό κόσμο, τη μορφή της information καταιγίδας, κρύο ντους στο οποίο όλοι μας υποβαλλόμασστε διαρκώς. Κατά κάποιο τρόπο οι άνθρωποι έχουν πειστεί ότι ο απώτερος σκοπός τους είναι να καταναλώσουν όσες πιο πολλές πληροφορίες και εικόνες είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε κιόλας πόσες πολλές απ’ αυτές προσομοιάζουν στις απάνθρωπες εικόνες που ήταν εξαναγκασμένος να παρακολουθήσει ο πολύπαθος ήρωας της ταινίας. Η φετιχοποίηση της βίας και του θανάτου όσον αφορά τις συχνότατες αναπαραστάσεις των τελευταίων στην τέχνη φερ’ ειπείν, έχει μετατρέψει τους ανθρώπους σε ενθουσιώδεις θαυμαστές του αψηλάφητου πόνου και του εικονικού θανάτου. Ο Φώτης Τερζάκης παρατηρεί “το διφορούμενο καθεστώς του θανάτου στις κοινωνίες μας: αν οι βικτωριανοί είχαν απωλέσει το σώμα τους, εμείς έχουμε απωλέσει τον θάνατό μας - και η οδύνη αυτής της απώλειας τροφοδοτεί εσωτερικά μιαν ακόρεστη, ακατάσχετη θανατολαγνεία.”[1] Ο Gaspar Noé έχτισε μια (σύντομη) καριέρα πάνω στην απεικόνιση ωμής βίας και φθηνού θανατικού, ενώ και ο Lars von Trier, αν και δημιουργός, εισέρχεται συχνά πυκνά στη λογική της απεικόνισης της βαναυσότητας, με μια ανατρεπτική διάθεση πάντως.

 Εδώ το καλό μαρτύριο: τα παιχνίδια του Lars von Trier 
 Ο Δανός σκηνοθέτης, διχασμένος καθώς είναι (μοντέρνος και παμπάλαιος, δημιουργός αλλά και στρατευμένος, θεατρικός και Hollywoodιανός), την ίδια στιγμή που ελέγχει το υλικό του εξυπηρετώντας το όποιο όραμα του το οποίο πάντοτε προέρχεται από μια κοπιώδη εσωτερική αναζήτηση, ξωκείλει σε άσκοπα παιχνίδια με το κοινό και τους κατά τόπους ψευδο-ειδήμονες. Τα παιχνίδια αυτά έχουν σκοπό να βλάψουν, να διαστρέψουν την ήδη διαστροφική ηδονοβλεπτική ματιά των θεατών οι οποίοι έχουν μάθει να αποζητούν την πρόκληση ως μέσο επιβεβαίωσης ότι αυτό που βλέπουν έχει και λόγο ύπαρξης. Ο Trier λοιπόν, νοιώθει την ανάγκη να απαντήσει άμεσα και το πράττει μηχανικά∙ το πράττει δίχως να υπάρχει ουσιαστικός λόγος. Αν ήταν σε θέση το υλικό του από μόνο του να δώσει απαντήσεις χωρίς να χρειαστεί να παρέμβει ο ίδιος σε ρόλο παραγωγού του Hollywood, αλλά αυτή την φορά από την ανάποδη, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα.
 Εντούτοις, η εικονιζόμενη βία στο Antichrist, βία που επιζητεί να πετάξει στα μούτρα του θεατή την ίδια του την επιθυμία, βία που προσπαθεί να απεικονίσει, όσο είναι αυτό δυνατόν δηλαδή, τη φαντασίωση του θεατή, μια φαντασίωση βγαλμένη από τα πιο τρελά διαστροφικά όνειρα ενός καλοβαλμένου καταπιεσμένου μεσοαστού, μια φαντασίωση όσο πιο κοντά γίνεται στις πιο απαγορευμένες online αναζητήσεις ενός ηδονιστή-φετιχιστή της βίας έφηβου, μια φαντασίωση που να κάνει τους ειδήμονες να ανατρέχουν στο παρελθόν αναζητώντας κάτι αντίστοιχο σε κάποια άλλη ταινία με τη γνώριμη διάθεση άστοχης σινεφίλ nerdίλας κτλ., δρα ανατρεπτικά ως προς την ίδια την ποιότητα της ταινίας.
 Ο βασανιζόμενος σκηνοθέτης, ο οποίος μάλιστα υπέφερε από κατάθλιψη, πριν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, η κατασκευή της οποίας δεν θέλει και πολύ να το καταλάβεις, αποτελούσε και τη θεραπεία του (όπως μας γίνεται προφανές με αυτή του την ταινία, σε ψυχίατρο μάλλον πως δεν ήθελε να πάει!), πάσχει από μία ανίατη ασθένεια η οποία προσβάλλει λογής λογής καλλιτέχνες: “Θα σας δείξω εγώ!”, φαίνεται να λέει από μέσα του ο σκηνοθέτης πριν βαλθεί να κινηματογραφήσει τις πιο σκοτεινές εικόνες που διατρέχουν το υποσυνείδητο του. Ο Trier, στρατευμένος καθώς είναι εδώ και καιρό ενάντια στη βλακεία της ευκολίας του Hollywood, βουτάει μέσα σ’ αυτήν τη βλακεία, όπου και αντλεί υλικό το οποίο θα του χρησιμέψει στην προσπάθεια του να βλάψει τους... βλάκες.
 Ο χώρος που δημιουργείται στην ανάγνωση του Antichrist, χώρος που ισοδυναμεί με κενό και επιτρέπει μια εύκολη ανάγνωση του φιλμ, ανάγνωση η οποία φυσικά προορίζεται γι’ αυτούς που δε γνωρίζουν να διαβάζουν ύστερα από το τρίτο γράμμα της αλφαβήτου, αποτελεί μια ηθελημένη προσπάθεια του σκηνοθέτη να παιχνιδίσει με αυτούς στους οποίους πετάει στα μούτρα δηλώσεις του τύπου: «είμαι ο καλύτερος σκηνοθέτης στον κόσμο». Θεωρητικά, ένας άλλος στρατευμένος κατά του Hollywood, ο Michael Haneke, θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα. Ωστόσο, ο Αυστριακός σκηνοθέτης, μάστορας της εγκεφαλικής βίας, καταφέρνει να τιθασεύσει πιο ικανοποιητικά αυτό που θα μπορούσε να δημιουργήσει ρήγματα στο έργο του: το πάθος του πολέμου ενάντια στην ανθρώπινη (χειραγωγήσιμη) βλακεία. Ο Haneke φαίνεται να είναι πιο clear thinker εξού και η αυξημένη εγκεφαλικότητα των ταινιών του∙ ίσως το γεγονός ότι είναι ο ίδιος ψυχαναλυτής (σ’ ένα ομολογουμένως χαριτωμένο στριφογύρισμα της τύχης που ευνοεί την επιχειρούμενη σύγκριση) τον τοποθετεί αυτομάτως σ’ ένα εκ διαμέτρου αντίθετο σύμπαν απ’ αυτό του Δανού σκηνοθέτη, ίσως όμως και να είναι απλά ικανότερος σκηνοθέτης ή, να το πούμε και αλλιώς, ένας πιο έξυπνος άνθρωπος.
Βέβαια, κι ο Trier βρίσκει και τα κάνει. Στη σειρά των διαφημιστικών [i] που γύρισε για την προώθηση του Δανέζικου τουρισμού, ο σκηνοθέτης δε δίστασε να δημιουργήσει μικρά, σκοτεινά, σιχαμερά πιεστήρια της έμφυτης (αλλά και πανταχού παρούσα γι’ αυτόν) ανθρώπινης κακίας. Και λέμε πως δε δίστασε γιατί πολύ απλά αυτή η έλλειψη διαστακτικότητας είχε προφανώς να κάνει με το γεγονός ότι η ανατρεπτική του δημιουργία δεν βρήκε κανένα εμπόδιο στο δρόμο της. Όντως δε βρήκε: “Von Trier’s ability to work with such disparate Danish themes such as rape, incest and the inherently evil nature of society makes him a national treasure,” μας πληροφορεί η υπεύθυνος της διαφημιστικής εκστρατείας. Αυτό που αρνείται να αντιληφθεί είναι βεβαίως η περιπαικτική διάθεση του σκηνοθέτη ο οποίος απλά τους πετάει στα μούτρα, την ίδια τους την ανοησία. Μια ανοησία που όμως αντιστοιχεί κάπου: “the Tourist Board expects the ads to pay off hugely by attracting young urban professionals (δες, Οι Άγριοι) who are the most in need of having their egos shattered.”  Η βία πουλάει, μερικά εγώ-πουλα τα ‘χουν χαμένα, ο Trier βρίσκει και τα κάνει.

6.10.10

130 km/h: Η Ισλαμοφοβική σούζα στην Ολλανδία

Fantasmas sobre Miguel Ángel de Quevedo




Η συμμετοχή του Freedom Party (PVV), του κόμματος του Geert Wilders, στην κυβέρνηση συνασπισμού της Ολλανδίας, κυβέρνηση τριών κομμάτων που για να σχηματιστεί έπρεπε να περάσουν κοντά τέσσερις μήνες, έρχεται να επιβεβαιώσει τους φόβους όλων εκείνων που ομιλούν περί της ανεπαίσθητης στροφής της Ευρώπης προς τη ρητορική της δημαγωγικής άκρας δεξιάς, που σε πολλές χώρες, όπως η Ολλανδία, έχει κύριο συστατικό τον αντι-ισλαμικό του χαρακτήρα.
Τα τελευταία χρόνια το κόμμα του Wilders κατέκτησε ένα αξιοσημείωτο κομμάτι δημοφιλίας στην Ολλανδία και αυτό έγινε ορατό με εμφανή τρόπο στις ευρωεκλογές του 2009 όπου και ήρθε δεύτερο. Στις εκλογές του Ιουνίου ήρθε τρίτο και εδραιώθηκε ως αξιοσημείωτη πολιτική δύναμη στη χώρα. Φυσικά, το κόμμα του λαϊκιστή Wilders, υποφέρει από τη σύνηθη ασθένεια κομμάτων των άκρων της δεξιάς, είναι προσωποπαγές. Ο Wilders είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού εντός του κόμματος και αυτό κάνει το ίδιο το κόμμα εξαιρετικά ευάλωτο. Η ελεύθερη πτώση που ακολουθούν τέτοιου είδους κόμματα ύστερα από το τέλος της εκάστοτε σαπουνόπερας δημοφιλίας του λαϊκιστή-δημοφιλούς ηγέτη τους, είναι σύνηθες φαινόμενο στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
 Η επιτυχία του PVV να συμμετάσχει στην κυβέρνηση συνασπισμού, ίσως να είναι η πρώτη μόνο κορύφωση του έργου. Ύστερα από τις συνεχείς αποτυχίες σχηματισμού κυβέρνησης και αφού δοκιμάστηκαν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί, οι Χριστιανοδημοκράτες  αναγκάστηκαν να βάλουν νερό στο κρασί τους και να δεχτούν να κυβερνήσουν μαζί με το κόμμα του Wilders, και φυσικά το κυρίαρχο κόμμα των εκλογών, το VVD. Να κυβερνήσουν μαζί; Όχι ακριβώς
Geert Wilders' Freedom Party will not be part of the new cabinet, and so will not provide any ministers. The twelve ministers (down from the current 16) will be split evenly between the VVD and the CDA. The Freedom Party, for its part, will support the government in parliament. This is a unique construction, with no precedent in Dutch politics. To achieve a stable minority government, the three parties have signed two different governing accords. One encompasses what all three parties have agreed to, and the other details what the VVD and CDA have agreed. Geert Wilders will not sign the second accord. However, he has agreed not to bring the government down over policies laid out in the agreement between the VVD and CDA.[1]
 

Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να φανεί ελπιδόφόρο το γεγονός ότι το PVV δεν θα συμμετέχει πλήρως στην άσκηση εξουσίας. Ας μην ξεγελιόμαστε εύκολα όμως. Το κόμμα του δημαγωγού φιλόζωου ρατσιστή πέτυχε το καλύτερο που θα μπορούσε να κατορθώσει. Ένα κόμμα το οποίο υπερ-εκπροσωπείται από τον αρχηγό του, μα ταυτόχρονα δεν υπο-εκπροσωπείται από τα υπόλοιπα στελέχη μιας και αυτά αναζητούνται με το κυάλι [i], μάλλον πως τα κατάφερε περίφημα. Ήταν άλλωστε μεγάλη η πιθανότητα να μη συμμετείχε καθόλου στην κυβέρνηση λόγω του βέτο των Χριστιανοδημοκράτων και μέχρι πρότινος αυτό ήταν και το πιο ρεαλιστικό σενάριο.
Το κόμμα του Wilders, όπως είπαμε, είναι κούφιο. Έχοντας φυσικά τη δυνατότητα να «ψωνίσει»-κατασκευάσει πολιτικά στελέχη μέσα σε μια νύχτα, θα μπορούσε ίσως να λύσει το πρόβλημα. Μα το μόνο σίγουρο είναι πως οι αντοχές του θα ήταν και πάλι εξαιρετικά περιορισμένες. Οι εποχές έχουν αλλάξει και ένας μονάχα δικτατορίσκος δεν μπορεί να φανεί αρκετός αν επιθυμεί να πετύχει κάτι περισότερο από ότι συνήθως καταφέρνουν τέτοιου είδους κόμματα.
Το πρόβλημα καθώς φαίνεται λύθηκε. Το πολιτικό έλλειμμα στην Ολλανδία, φυσικά και αλλού, καθιστά προνομιούχο τον Wilders και όποιον δεν έχει ουσιαστικά το παραμικρό πρόγραμμα διακυβέρνησης μα μονάχα φωνάζει να φοβηθεί ο κλέφτης. Ο κλέφτης είναι ο μετανάστης, δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος. Για να δούμε τις υποχωρήσεις των άλλων δύο κομμάτων της κυβέρνησης στα πολιτικά αιτήματα του PVV:
  • There will be a complete ban on burqas, and police and justice employees will not be allowed to wear headscarves;
  • Conditional passports for new immigrants - to be withdrawn if they commit crimes in the first five years;
  • The pension age will only be raised to 66 not 67;
  • An extra 2,500 police officers;
  • Animal police will be introduced. 500 officers will look after the welfare of animals in the Netherlands;
  • The duration of unemployment benefit payments will not be reduced;
  • Maximum speed on the motorway will be increased to 130 kilometres per hour;
  • The current smoking ban will be lifted for small cafés 

“What Wilders also gets, in addition to the points above, is stricter immigration and integration measures. Some measures, including the conditional passport for new citizens, may violate existing EU regulations,” συνεχίζει το άρθρο.[2]
Τι ζήτησε και πήρε το PVV λοιπόν; Ζήτησε και πέτυχε τη σκλήρυνση του νόμου στο μεταναστευτικό, περισσότερη αστυνομία, κατάφερε να στριμώξει το κακό Ισλάμ που φορά μπούρκα, φρόντισε να χαϊδέψει το λαό με δύο μέτρα που θα βρουν σίγουρα μεγάλη απήχηση μιας και αφορούν τα δύο πιο καυτά θέματα στην Ευρώπη αυτήν την στιγμή (ανεργία και  συνταξιοδοτικό), και σαν κερασάκι στην τούρτα πούλησε και λίγη ανεκτικότητα Ολλανδικής γεύσης για να γουστάρουν και οι τουρίστες. Κοντά σ’ αυτά, πάρε και ένα anti-squatting [ii] νόμο άρτι ψηφισθείς, [iii] μετά από τις περυσινές σκέψεις [iv] επί του θέματος (έπεσαν και δακρυγόνα,[3] μάλλον ύστερα από πολύ καιρό).
Αυτό που κατάφερε ο Wilders είναι ένας θρίαμβος. Με δεμένα τα χέρια σε ενδεχόμενες δύσκολες κυβερνητικές αποφάσεις τις οποίες όπως είδαμε θα παίρνουν τα άλλα δύο κόμματα με τη de facto συναίνεση του κόμματος του, αποφεύγει πιθανόν και την όποια φθορά θα μπορούσε να προκύψει. Το κόμμα του θα δρέψει τους καρπούς από τα όμορφα μικρά δωράκια που εξασφάλισε στους ψηφοφόρους του.  
Το Ολλανδικό πολιτικό σκηνικό, με κόμματα φθαρμένα στη συνείδηση του κόσμου, κόμματα που ανεβοκατεβαίνουν στα ποσοστά τους με μεγάλα σκαμπανεβάσματα, δημιουργεί τον απαραίτητο ζωτικό χώρο στην άκρα δεξιά να παρέμβει σε ρόλο συμπληρωματικού ρυθμιστή. Η φωνή της ακροδεξιάς, του αντι-Ισλάμ, του λαϊκισμού, ενσωματώνεται πλέον και με τη βούλα στην άσκηση πολιτικής από τα άλλα κόμματα. Στην Ολλανδία επικυρώνεται και με τη βούλα του νομοθέτη αυτό που συμβαίνει κι αλλού στην Ευρώπη. Εκεί όπου η φωνή από τα βάθη της δεξιάς έρχεται να προσθέσει μικρά θεματάκια στην εκάστοτε πολιτική ατζέντα των κυβερνώντων.
Αυτή η μοντέρνα άκρα δεξιά, με ηγέτες χαμογελαστές τηλεοπτικές περσόνες που πότε προκαλούν τη θυμηδία και πότε μια κάποια συμπάθεια, με χαρακτήρα καταγγελτικό εν την απουσία οποιουδήποτε συνεκτικού κορμού πολιτικής σκέψης, με μια τρομερή διάθεση για πασπαρτού καταστάσεις, είναι ότι ακριβώς χρειάζεται η νέα μας Ευρώπη. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά θα κάνει το θαύμα της συνεχίζοντας να ταΐζει τα μονίμως λαίμαργα σπρεντς ενόσω ο κάθε Wilders θα τιθασεύει, χαλιναγωγεί, μαστιγώνει το πόπολο. Προπάντων όμως, θα το κόψει στα δύο∙ θα κρατήσει αυτό που γουστάρει και θα ρίξει το άλλο στα τάρταρα της ολοκαίνουργιας, μα θεοσκότεινης πλέον ηπείρου μας.






3.10.10

Φτύνοντας την αλήθεια: η πόλωση της ροχάλας




Το Sir! No Sir! (2005) είναι ένα Αμερικάνικο ντοκυμαντέρ που εξιστορεί την ιστορία αυτών που δανείστηκαν τη φωνή των Sixties, παρότι βρισκόντουσαν εκεί όπου αυτή η φωνή θεωρητικά δε θα έπρεπε καν να ακούγεται. Το ντοκυμαντέρ εστιάζει στους πεζοναύτες οι οποίοι αντιτάχθηκαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, σ’ αυτούς που βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή μιας Αμερικάνικης τραγωδίας και καταδίκασαν έναν πόλεμο ο οποίος παραμένει το συλλογικό ανάθεμα των Η.Π.Α..

Το λησμονημένο αντίβαρο της πόλωσης: ο καλός πεζοναύτης
 Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως στο ντοκυμαντέρ δεν παρακολουθούμε μονάχα τις ιστορίες των πολλών πεζοναυτών που γυρνώντας από την κόλαση σχημάτισαν επιτροπές κατά του πολέμου (Veterans against war κτλ) και οργάνωναν διαδηλώσεις και πορείες, κομμάτι όλοι αυτοί του μεγάλου αντιπολεμικού κινήματος της εποχής∙ επιπλέον αφηγείται προσωπικές ιστορίες πεζοναυτών και άλλων στελεχών του στρατού που η ανυπακοή τους κόστισε χρόνια φυλακής και η λιποταξία την ίδια τους τη ζωή, πεζοναυτών στα στρατόπεδα του Βιετνάμ που στην τρέλα του πολέμου απάνω "υπάκουαν" τις διαταγές των ανωτέρων τους, στα "γουρούνια" όπως τους αποκαλούσαν, πετώντας τους χειροβομβίδες (αυτό το "pigs" ως προσωνύμιο των αξιωματικών του στρατού κινείται παράλληλα με το άλλο "pigs", αυτό με το οποίο χιλιάδες φοιτητές αναγνώριζαν τους αστυνόμους∙ το πνεύμα των Sixties με άλλα λόγια, δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει έξω από τα Αμερικάνικα στρατόπεδα). 
 Το ντοκυμαντέρ μας είναι χρήσιμο για έναν πολύ απλό λόγο: η οπτική από την οποία παρουσιάζει τα γεγονότα μας δείχνει ένα δρόμο τον οποίο σπάνια κανείς θα πάρει σε μια αναζήτηση που αφορά τη ψηλάφηση του πνεύματος συλλογικότητας εκείνης της εποχής. Πράγματι, οι ιστορικοί ως επί το πλείστον, ειδικά όταν αφηγούνται τα γεγονότα με αφετηρία μία από τις δύο κυρίαρχες πλευρές, είτε δηλαδή από την πλευρά της New Left των φοιτητών αλλά και των ελευθεριακών hippies, είτε από την επίσης παρούσα ρεπουμπλικάνικη, πατριωτική πλευρά (δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, πολλές φορές, σε μια εξέγερση σε κάποιο Αμερικάνικο πανεπιστήμιο αντιστοιχούσε και μια "αντι-εξέγερση" μέσα στο ίδιο πανεπιστήμιο, ενδεικτικό παράδειγμα της πόλωσης είναι φυσικά εκείνη η ανθρώπινη αλυσίδα φοιτητών στο πανεπιστήμιο του [δεν μπορώ να βρω το λινκ] όπου προσπαθούσαν να ανακόψουν την υποστήριξη των καταληψιών εμποδίζοντας τους συμπαθούντες να τους τροφοδοτήσουν με τρόφιμα κτλ) επικεντρώνονται σε μια εικόνα ενός έθνους διχασμένου, μιας κοινωνίας μοιρασμένης στα δύο. 
 Όντως, σε πείσμα των παρελθοντολάγνων δεινόσαυρων που αφηγούνται τα Sixties με ένα ονειρώδες, νοσταλγικό ύφος που περιλαμβάνει μόνο ροκ σεξ και ντρόγκες στη ροκ, η Αμερικάνικη κοινωνία ήταν εντόνως διχασμένη, και φυσικά όχι μόνο στο επίπεδο ρατσιστικός Νότος – liberal Βορράς. Υπήρχαν και τότε νοικοκυραίοι απ’ αυτούς που συγκινούνταν, ίσως, λιγότερο από το φόνο τεσσάρων φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Kent, και άλλων δύο στο Jackson State (λησμονημένων σε σχέση με τους τέσσερις λευκούς του Kent), αλλά και άλλων τριών στο South Carolina State (εντελώς λησμονημένους σε σχέση με τις πρώτες δύο περιπτώσεις∙ η πρώτη αφορούσε λευκούς και η δεύτερη αφορούσε έγχρωμους μεν, που όμως δολοφονήθηκαν δέκα μόλις μέρες μετά την πρώτη σφαγή), εν αντιθέσει με τα ισχυρά σοκ των αισθήσεων που δεχόντουσαν κάθε φορά που απλά αντίκρυζαν ένα hippie, ένα freak κτλ.
 Ωστόσο, εδώ προκύπτει το εξής πρόβλημα: εστιάζοντας αποκλειστικά στο πως η Αμερικάνικη κοινωνία διχάστηκε, αγνοούμε μια άλλη αλήθεια την οποία και ανασύρουμε με τη βοήθεια του ντοκυμαντέρ. Αυτή συνίσταται στην παραδοχή πως η συλλογική μνήμη, με τη βοήθεια των ιστορικών, κράτησε στην επιφάνεια μονάχα την κραυγαλέα αντίθεση αγνοώντας τη συνύπαρξη, τη σύμπνοια, τη συλλογικότητα που όμως διαπερνούσε τα όρια των φοιτητικών παρατάξεων, των ελευθεριακών νέων με διάθεση να πειραματιστούν, των liberal Αμερικάνων που δεν ήθελαν άλλο πλέον να κάνουν πως δε βλέπουν τα βάσανα των έγχρωμων, των ομοφυλόφιλων, κτλ. (και είναι και εδώ που χορτάσαμε από ιστορικές καταγραφές∙ στην, κατά τ’ άλλα πάντοτε κολοδεχούμενη, ανάδειξη του πνεύματος συλλογικότητας της εποχής σε μικροκλίμακα).

 Στο ντοκυμαντέρ παρακολουθούμε πως "ανίερες" συμμαχίες σχηματίστηκαν με πρώην πεζοναύτες και φοιτητές στην οργάνωση της αντιπολεμικής εκστρατείας. Παρακολουθούμε επίσης τους πεζοναύτες που ετοιμάζονταν να βρεθούν στη πρώτη γραμμή του πολέμου να ενθουσιάζονται (“thousands of guys and women with their fists in the air who were active-duty military personnel”) με την αντιπολεμική σάτιρα του θίασου των Fred Gardner, Jane Fonda, Donald Sutherland, στο Free The Army tour∙ ένας αντιπολεμικός θίασος αρνητών της ακλόνητης αλήθειας της Αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, σε μια σάτιρα που βρήκε το κοινό της μέσα στα ίδια τα στρατόπεδα.[1] Το 1971, όταν και επιχείρησαν τουρ σε Ασιατικές χώρες όπου στρατοπέδευαν Αμερικάνοι στρατιώτες (Ιαπωνία, Φιλιπίννες κτλ), συνολικά περί τις 60.000 χιλιάδες πεζοναύτες παρακολούθησαν το πρόγραμμα τους! Ήδη μέσα στους κόλπους του Αμερικάνικου στρατού είχε σχηματισθεί το American Servicemens Union, ενώ κατά την διάρκεια του πολέμου εκδόθηκαν περί τις 300 (!) εφημερίδες από ενεργά μέλη του Αμερικάνικου στρατού. 
 Η αντίθεση στον πόλεμο και η διαμαρτυρία δηλαδή, δεν έμεινε μόνο στα κατελλειμένα πανεπιστήμια και στους δρόμους των Αμερικάνικων μεγαλουπόλεων. Έφτασε μέχρι την καρδιά του πολεμοχαρούς Αμερικάνικου θηρίου και απελευθερώθηκε με τη βοήθεια της σάτιρας∙ διασκέδασης δηλαδή, αλλά σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν του περιοδεύοντα θίασου του Bob Hope ή από τα κουνελάκια του Playboy όπως τα συναντούμε στο Apocalypse Now (1979) του Francis Ford Coppola.
 Έχει μεγάλη σημασία, νομίζω, να αναδείξουμε τη λησμονημένη από τη συλλογική μνήμη πτυχή μιας πραγματικότητας που καταπλακώθηκε στο πέρασμα του χρόνου από μια άλλη, την "προφανή" εκδοχή της πραγματικότητας που αποδίδει τη μεγάλη πόλωση που διέτρεχε την Αμερικάνικη κοινωνία, μαι πραγματικότητα η οποία σφυρηλατήθηκε κιόλας από διάφορα μυθεύματα. Ένα απαυτά αναφέρει στην ταινία ο Jerry Lembcke, συγγραφέας του The Spitting Image: Myth, Memory and the Legacy of Vietnam (1998). 

Ο μύθος της ροχάλας.
 Ο Lembcke αναλύει πως λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως το μύθευμα που ήθελε νέους και νέες  να "υποδέχονται" στα αεροδρόμια της χώρας τους πεζοναύτες που γυρνούσαν από το Βιετνάμ, με ροχάλες και ιαχές του τύπου "baby killer". Ξαφνικά λοιπόν, το θέμα άρχισε να τίθεται ως εξής στο συλλογικό κουβεντολόϊ: “τι κακός ο πόλεμος του Βιετνάμ, χάσαμε κιόλας, αλλά τι έφταιγαν και οι στρατιώτες, αυτοί οι ίδιοι που βιώσαν τη φρίκη του πολέμου πιο πολύ απ’ όλους, να τους φέρονται έτσι κάποιοι αλήτες;” 

 Η φωτό μοιάζει να είναι η ιδανική. Η κοπέλα, hippie θα τη λέγαμε, με τα μακριά της μπουκλέ μαλλιά και τα μεγάλα μυωπικά γυαλιά, ενσαρκώνει ιδανικά την στερεοτυπική εικόνα για τις άπλυτες φεμινίστριες που έλεγαν πολλά, ζητούσαν ακόμα περισσότερα, και δεν έκαναν και τίποτα της προκοπής στη ζωή τους. Αυτές ήταν οι κακές hippies, οι αμετανόητες. Οι μετανοημένες δεν μπορεί παρά να μοιάζουν στην "εποχιακή", προβληματική hippie όπως αυτή απεικονίζεται στο αλησμονήτου κομφορμιστικού ήθους, συμμάζεμα της ριζοσπαστικότητας (η οποία φιλτράρεται μέσα από τα μάτια ενός "αθώου χαζούλη", ή αλλιώς, της σιωπηλής (η μάζα έχει πάντα δίκιο) πλειοφηφίας), Forrest Gump (1994). 
 Μιλώντας για το Hollywood, ήταν αυτό το ίδιο που ανέλαβε τα ηνία στην κατασκευή μιας, όσο το δυνατόν, πιο άγριας εικόνας αυτού του, μάλλον ολότελα ανύπαρκτου, δράματος, όπως μας πληροφορεί ο Lembcke.[2] Ο John Rambo, στην τελευταία σκηνή της πρώτης του περιπέτειας στη μεγάλη οθόνη, δίνει ρέστα. Βρισκόμαστε στα 1982 και ο μύθος εδραιώνεται για τα καλά. Αναπαράγοντας (ή μήπως εγκαθιδρύοντας;) το μύθο όπως είχε αρχίσει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση του, ο πρασινομπερές Rambo, ξεσπάει  αναρωτόμενος γιατί τον έφτυναν στο αεροδρόμιο και τον αποκαλούσαν φονιά μωρών όταν γύρισε στην πατρίδα.
 Στο δράμα του Rambo, συμμετέχει και ο θεατής. Αφού επί μιάμιση ώρα παρακολουθεί τα βάσανα και την κακομεταχείριση - όχι από hippies πάντως - του ήρωα, δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί μαζί του. Επίσης, δεν είναι δυνατόν να μη συναινέσει στο δράμα του, στο δράμα της ροχάλας, σ’ αυτό που δεν είναι ένα απλό παράπονο αλλά ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια σ’ αυτούς που “δεν κατάλαβαν τι πάει να πει πόλεμος και δεν έχουν δικαίωμα να τον κατηγορούν.” Ο αόρατος διαμαρτυρόμενος hippie-διαδηλωτής, μιας και δεν εμφανίζεται πουθενά στην ταινία, γίνεται συνένοχος του μοχθηρού μπάτσου που ταλαιπωρεί τον Rambo, μάλλον γιατί φθονεί την σκληράδα του. 
 Ο Rambo κατηγορείται από τους διαδηλωτές για τη σκληρότητα του την ίδια ακριβώς που φθονεί ο κακός μπάτσος. Κι αν τα κίνητρα του δεύτερου έχουν μια λογική, αυτήν με την οποία κατανοούμε τις ανθρώπινες πράξεις, τις οποίες άλλοτε συγχωρούμε και άλλοτε όχι, τα κίνητρα των πρώτων παραμένουν ακατανόητα. Στην ουσία, μένει να αιωρείται στον αέρα η φράση του Rambo ως ένδειξη της θέσης που πρέπει να καταλαμβάνουν στην όλη ιστορία οι αρνητές του: “who are they to protest me?”

Το ασήκωτο βάρος της πόλωσης: ο κακομαθημένος hippie
 Οι "αλήτες" που υποτίθεται πως εξαπέλυαν ροχάλες, δεν έπρεπε να έχουν καμία θέση, πουθενά. Άλλωστε, “δεν καταλάβαιναν από τέτοια πράγματα.” Αυτή η θεώρηση μοιάζει να είναι αρκούντως βολική για τους αφηγητές της παραπλάνησης. Έτσι απλά μπορεί να καταποντιστεί η όποια προσπάθεια έγινε τότε να συμπαρασταθούν οι διαμαρτυρόμενοι στους μάχιμους στρατιώτες, προσπάθεια που έγινε, και μάλιστα ευδοκίμησε σε πολλές περιπτώσεις. Αν δεχτούμε μια τέτοια ψευδεπίγραφη θεώρηση των πραγμάτων, τότε δεν μπορούμε παρά να συναινέσουμε στην παραδοχή πως εκείνα τα καλόπαιδα, οι διαδηλωτές, έπαιζαν κάποιο παιχνίδι του τύπου, "πως θα την σπάσω στους μεγάλους" ή "πως θα επαναστατήσω απέναντι στη γονεϊκή εξουσία για δύο καλοκαίρια."
 Είναι πολλοί στην Αμερική, που συμψηφίζουν τη διαμαρτυρία της εποχής με ανώφελα παιχνιδίσματα καλοβαλμένων, κακομαθημένων νέων. Αυτή η κουβέντα αφορά φυσικά σ’ ένα πρώτο επίπεδο, απουσιάζει προφανώς μια πιο ενδελεχή ματιά στο τι συνέβη πραγματικά στα Sixties, και κατά συνέπεια αποτελεί είτε μια δημοσιογραφική καταγραφή προς ευρεία κατανάλωση, είτε φυσικά ρητορική της δεξιάς. 
 Αυτό που έχει σημασία ωστόσο, είναι πως ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, η πιθανότητα νέοι σαν κι αυτούς να αποτελούσαν και μέρος του ανθρώπινου δυναμικού του στρατού, σε ένα κάποιο ποσοστό φυσικά, δε θα μπορούσε να συνταιριάξει με τη γενική, λεκιασμένη, εικόνα. Οπότε, λίγη ροχάλα, να λεκιάσει την εικόνα λιγάκι παραπάνω, έμοιαζε επιβεβλημένη. Για το καλό της Αμερικής.


photos: http://www.sirnosir.com/archives_and_resources/galleries/galleries_construction.html



[1]Το Free The Army tour έγινε και ταινία από την Francine Parker (FTA, 1972), ταινία που "εξαφανίστηκε" για πολλά χρόνια. http://www.boston.com/bostonglobe/obituaries/articles/2007/11/20/francine_parker_directed_controversial_fta/

[2] Δεν θα είχε και πολύ νόημα να ψάξει κανείς για μια, ή δύο, ή και έξι ακόμα, περιπτώσεις φτυσιμάτων ώστε να αποδείξει το αντίθετο από τα λεγόμενα του Lembcke. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν πραγματικά συνέβη ένα τέτοιο περιστατικό αλλά πως ένας μύθος, μύθος βολικός, σάρωσε την επικράτεια της συλλογικής μνήμης αλλοιώνοντας τη άπαξ και διά παντός.